Προηγούμενο κεφάλαιο

ΚΑΤΑ ΕΝΩΤΙΚΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΚΗ΄ Εκκλησιολογικά.

Αυτός ο θόρυβος περί ενώσεως των “Εκκλησιών” αφήνει να διαφανή η άγνοια που υπάρχει, τόσο στους κύκλους των απλών πιστών, όσο και στους κύκλους των “θεολόγων” για το τι είναι η Εκκλησία.

Την καθολικότητα της Εκκλησίας την εννοούν σαν μια νομική συνοχή, σαν μια αλληλοεξάρτηση, ρυθμισμένη από κάποιο δίκαιο. Η Εκκλησία γι’ αυτούς είναι μία οργάνωσις με νόμους και κανονισμούς, όπως οι οργανώσεις των κρατών. Οι Επίσκοποι, όπως στα κράτη οι υπάλληλοι, διακρίνονται σε ανώτερους και κατώτερους: Πατριάρχαι, Αρχιεπίσκοποι, Μητροπολίται, Επίσκοποι. Μια επισκοπή δεν είναι γι’ αυτούς κάτι το ωλοκληρωμένο, αλλά ένα κομμάτι ενός μεγαλύτερου συνόλου: της αυτοκεφάλου Εκκλησίας ή του Πατριαρχείου. Αλλά και η αυτοκέφαλος Εκκλησία αισθάνεται την ανάγκη να ανήκη σε μια υψηλότερη αρχή. Όταν δε εξωτερικοί λόγοι το εμποδίζουν, πολιτικοί, ιστορικοί ή γεωγραφικοί, πλανάται στις αυτοκέφαλες Εκκλησίες ακαθόριστο το αίσθημα της ανεπαρκούς ενότητος ή ακόμη και το αίσθημα της διαιρέσεως.

Μια τέτοια αντίληψις οδηγεί κατ’ ευθείαν στον Παπισμό. Εάν η καθολικότης της Εκκλησίας έχει τέτοια σημασία, τότε η Ορθοδοξία είναι αξιοδάκρυτη, γιατί δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να πειθαρχήση κάτω από έναν Πάπα.

Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η “Καθολική” Εκκλησία που ομολογούμε στό σύμβολο της πίστεώς μας δεν λέγεται Καθολική επειδή περιλαμβάνει όλους τους Χριστιανούς της γής, αλλά γιατί μέσα της βρίσκει ο κάθε πιστός όλη την Χάρι και την Δωρεά του Θεού. Η έννοια της καθολικότητος δεν έχει καμμία σχέσι με την έννοια της Παγκοσμίου Οργανώσεως, όπως την αντιλαμβάνονται οι Παπικοί και οι επηρεασμένοι από την Παπική νοοτροπία.

Βεβαίως η Εκκλησία προορίζεται και επεκτείνεται σε όλη την Οικουμένη, ανεξάρτητα από τόπους, έθνη, φυλές και γλώσσες, και δεν είναι λάθος να την ονομάζη κανείς Καθολική και γι’ αυτό. Όπως όμως η ανθρωπότης γίνεται μία αφηρημένη έννοια, το ίδιο κινδυνεύει να γίνη και η Εκκλησία όταν την βλέπομε σαν αφηρημένη παγκόσμιο έννοια. Για να καταλάβη κανείς, τι είναι ανθρωπότης αρκεί να γνωρίση καλά ένα και μόνο άνθρωπο. Γιατί η φύσις του ανθρώπου αυτού είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους της οικουμένης.

Το ίδιο για να καταλάβουμε τι είναι Καθολική Εκκλησία του Χριστού, αρκεί να γνωρίσουμε καλά μία και μόνη τοπική Εκκλησία. Και όπως τους άνθρώπους δεν είναι η υποταγή σε μια ιεραρχία που τους ενώνει αλλά η κοινή φύσις τους, έτσι και τις τοπικές Εκκλησίες δεν τις ενώνει ο Πάπας και η Παπική ιεραρχία αλλά η κοινή φύσις τους.

Μία ορθόδοξος τοπική Εκκλησία, όσο περιωρισμένη και αν είναι σε έκτασι και σε αριθμό πιστών, είναι και μόνη της, ανεξάρτητη από όλες τις άλλες, “Καθολική”. Κι αυτό, γιατί τίποτε δεν της λείπει από την Χάρι και την Δωρεά του Θεού. Όλες μαζί οι τοπικές Εκκλησίες όλου του κόσμου, δεν περιέχουν τίποτε περισσότερο σε Θ. Χάρι, από τη μικρή αυτή και ολιγόκοσμη Εκκλησία.

Έχει τους Πρεσβυτέρους και Επισκόπους της, έχει τα Μυστήρια, έχει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού στην Θεία Ευχαριστία. Κάθε άξια ψυχή μπορεί να γευθή μέσα σ’ αυτήν την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Έχει όλη τη χάρη και όλη την αλήθεια. Τι της λείπει λοιπόν για να είναι Καθολική; Αυτή είναι η μία ποίμνη και ο Επίσκοπος ο ποιμένας της, εικόνα του Χριστού, του Ενός Ποιμένος. Αυτή είναι η προεικόνισις επάνω στη γή της Μιας Ποίμνης με τον Ένα Ποιμένα, της Νέας Ιερουσαλήμ. Μέσα της γεύονται οι καθαρές καρδιές, από τούτη κιόλας τη ζωή, την Βασιλεία του Θεού, τον αρραβώνα του Πνεύματος. Μέσα της βρίσκουν την ειρήνη “την πάντα νούν υπερέχουσαν”, την ειρήνη που δεν έχει καμμία σχέσι με την ειρήνη των ανθρώπων: “Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν”.

“Παύλος, κλητός, απόστολος Ιησού Χριστού... τη εκκλησία του Θεού τη ούση εν Κορίνθω...”. Ναί, ήταν πράγματι “η Εκκλησία του Θεού”, και άς ήταν “εν Κορίνθω”, σ’ έναν συγκεκριμένο και περιωρισμένο τόπο.

Αυτή είναι η Καθολική Εκκησία. Κάτι το συγκεκριμένο σε τόπο, σε χρόνο και σε πρόσωπα. Αυτό το συγκεκριμένο μπορεί να επαναλαμβάνεται σε τόπο ή σε χρόνο, χωρίς όμως να πάψη να παραμένη κατ’ ουσίαν το αυτό.

Οι σχέσεις της με τις άλλες Εκκλησίες δεν είναι σχέσεις νομικής ή διοικητικής αλληλοεξαρτήσεως, αλλά σχέσεις Αγάπης και Χάριτος. Μία τοπική Εκκλησία είναι ενωμένη με όλες τις άλλες ορθόδοξες τοπικές Εκκλησίες της Οικουμένης με το δεσμό της ταυτότητος. Εκκλησία του Θεού η μία, Εκκλησία του Θεού και η άλλη, και όλες οι άλλες. Δεν τις χωρίζουν τα σύνορα των εθνών, ούτε οι πολιτικές επιδιώξεις των κρατών μέσα στα οποία ζούν, δεν τις χωρίζει ούτε κάν το γεγονός αν η μία αγνοή την ύπαρξη της άλλης. Το ίδιο Σώμα του Χριστού που κοινωνούν οι Έλληνες κοινωνούν και οι μαύροι της Ουγκάντας, οι Ινδιάνοι της Αλάσκας και οι Ρώσοι της Σιβηρίας. Το ίδιο αίμα του Χριστού κυκλοφορεί στις φλέβες τους. Το Πνεύμα το Άγιον φωτίζει το νού τους και τους οδηγεί στη γνώσι της ίδιας αλήθειας.

Υπάρχουν βέβαια σχέσεις αλληλοεξαρτήσεως ανάμεσα στις τοπικές Εκκλησίες και υπάρχουν κανόνες που τις διέπουν, όμως η αλληλοεξάρτησις αυτή δεν είναι σχέσις νομικού εξαναγκασμού αλλά δεσμός σεβασμού και αγάπης μέσα σε μια πλήρη ελευθερία, την ελευθερία της Χάριτος. Και οι κανόνες δεν είναι νόμοι ενός δικαίου, αλλά σοφοί οδηγοί μιας πείρας αιώνων.

Η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη από εξωτερικούς δεσμούς για να είναι Μία. Δεν είναι ένας Πάπας, ή ένας Πατριάρχης ή ένας Αρχιεπίσκοπος που ενώνει την Εκκλησία. Η τοπική Εκκλησία είναι κάτι το ωλοκληρωμένο, δεν είναι κομμάτι ενός μεγαλύτερου όλου.

Οι σχέσεις εξ άλλου, των Εκκλησιών, είναι σχέσεις των Εκκλησιών και όχι σχέσεις που αφορούν αποκλειστικώς τους Επισκόπους των. Δεν μπορεί να εννοηθή Επίσκοπος χωρίς ποίμνιο, ή ανεξάρτητος από το ποίμνιό του. Η Εκκλησία είναι η νύμφη του Χριστού. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, όχι μόνος ο Επίσκοπος.

Πατριάρχης, λέγεται ένας Επίσκοπος όταν η Εκκλησία που ποιμαίνει είναι Πατριαρχείον, και Αρχιεπίσκοπος, όταν η Εκκλησία του είναι Αρχιεπισκοπή. Δηλαδή ο σεβασμός και η τιμή οφείλεται στην τοπική Εκκλησία και κατ’ επέκτασιν αποδίδεται στον Επίσκοπό της. Η Εκκλησία των Αθηνών είναι η μεγαλύτερη και σήμερα η σπουδαιότερη τοπική Εκκλησία της Ελλάδος. Της οφείλεται γι’ αυτό ο μεγαλύτερος σεβασμός, και είναι αξία μεγαλυτέρας τιμής από οποιαδήποτε άλλη Εκκλησία της Ελλάδος. Η γνώμη της είναι βαρύνουσα και ο ρόλος της στην διευθέτησι των κοινών προβλημάτων είναι ο πιο σημαντικός. Γι’ αυτό δικαίως ονομάζεται Αρχιεπισκοπή. Κατά συνέπειαν, ο Επίσκοπος της Εκκλησίας αυτής, επειδή εκπροσωπεί μια τόσο σημαντική Εκκλησία, είναι πρόσωπο εξ ίσου σημαντικό και δικαίως ονομάζεται Αρχιεπίσκοπος. Ο ίδιος δεν είναι παρά ένας απλός Επίσκοπος. Στους βαθμούς της ιερωσύνης - του Διακόνου, του Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου - δεν υπάρχει βαθμός ανώτερος από τον βαθμό του Επισκόπου. Οι τίτλοι Μητροπολίτης, Αρχιεπίσκοπος, Πατριάρχης ή Πάπας, δεν δηλώνουν μεγαλύτερο βαθμό εκκλησιαστικού χαρίσματος, γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη μυστηριακή χάρις από αυτήν που δίδεται στον Επίσκοπο. Δηλώνουν μόνον διαφορά σπουδαιότητος των Εκκλησιών που ποιμαίνουν.

Η σπουδαιότης αυτή μιας Εκκλησίας, εν σχέσει πρός τις άλλες, δεν είναι κάτι το μόνιμο. Εξαρτάται από εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες. Μελετώντας την ιστορία της Εκκλησίας, βλέπουμε τα πρωτεία αυτά της σπουδαιότητος και του σεβασμού να περνούν από Εκκλησία σε Εκκλησία, με μια φυσική διαδοχή. Στους αποστολικούς χρόνους, η Εκκλησία των Ιεροσολύμων είχε χωρίς καμμία συζήτησι τα πρωτεία του κύρους και της σπουδαιότητος. Αυτή είχε γνωρίσει τον Χριστό, αυτή άκουσε τα λόγια του, αυτή τον είδε να σταυρώνεται και να ανασταίνεται, σ’ αυτήν κατέβηκε για πρώτη φορά το Πνεύμα το Άγιο. Όσοι βρισκόντουσαν σε κοινωνία Πίστεως και Ζωής μαζί της, ήταν βέβαιοι ότι βάδιζαν τον δρόμο του Χριστού. Γι’ αυτό και ο Παύλος, όταν τον κατηγόρησαν ότι το Ευαγγέλιο που εδίδασκε δεν ήταν το Ευαγγέλιο του Χριστού, έσπευσε να το αναπτύξη μπροστά στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, για να γίνη η συμφωνία της Εκκλησίας αυτής αποστομωτική απάντησις στους εχθρούς του (Γαλ. β΄ 1-2).

Αργότερα τα πρωτεία αυτά τα πήρε σιγά - σιγά η Ρώμη. Ήταν η πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους. Πλήθος δοκιμασμένων Χριστιανών αποτελούσε την Εκκλησία αυτήν. Δύο κορυφαίοι Απόστολοι είχαν ζήσει και κηρύξει στα όριά της. Πλήθος μαρτύρων έβαψαν με αίμα τα χώματά της. Γι’ αυτό και ο λόγος της ήταν σεβαστός και το κύρος της στην επίλυσι των κοινών προβλημάτων τεράστιο. Όμως ήταν κύρος της Εκκλησίας και όχι του Επισκόπου της. Όταν της ζητούσαν την γνώμη της για την επίλυσι των κοινών προβλημάτων, ο Επίσκοπός της απαντούσε, όχι στό όνομά του, όπως θα έκανε ένας σημερινός Πάπας, αλλά στό όνομα της Εκκλησίας του. Στην επιστολή του πρός τους Κορινθίους ο Κλήμης της Ρώμης αρχίζει έτσι: “Η Εκκλησία του Θεού η ούσα εν Ρώμη, τη Εκκλησία του Θεού τη ούση εν Κορίνθω”. Γράφει δε με ύφος συμβιβαστικό και ικετευτικό για να τους διαβιβάση την μαρτυρία της Εκκλησίας του, την γνώμη της για ό,τι συνέβη στην Εκκλησία της Κορίνθου. Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, στην επιστολή του πρός την Εκκλησία της Ρώμης, δεν αναφέρει πουθενά για τον Επίσκοπό της, ενώ γράφει σαν να απευθύνεται πρός Εκκλησία που έχει πράγματι τα πρωτεία στην ιεραρχία των Εκκλησιών του καιρού του.

Όταν ο άγιος Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους στό Βυζάντιο, η Ρώμη άρχισε σιγά - σιγά να χάνη την παλιά της αίγλη. Είχε γίνει μια επαρχιακή πόλις. Μια καινούργια τοπική Εκκλησία άρχισε να επιβάλλεται στην συνείδησι του Χριστιανικού κόσμου. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Η Ρώμη προσπάθησε να διατηρήση ζηλότυπα την αίγλη του παρελθόντος, αλλά επειδή τα πράγματα δεν την βοηθούσαν, ανέπτυξε σιγά - σιγά την γνωστή Παπική εκκλησιολογία της, για να μπορέση να κατοχυρώση θεωρητικώς ό,τι δεν ήθελαν να της προσφέρουν οι περιστάσεις. Έφθασε έτσι, από εξωφρενισμό σε εξωφρενισμό, στό σημείο να διακηρύξη ότι ο Πάπας είναι αλάθητος όταν πρόκειται να δογματίση, έστω και αν λόγω αμαρτωλότητος δεν έχη τον φωτισμό της αγιότητος που είχαν οι Πατέρες της Εκκλησίας.(υποσημείωση)

Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο σ’ όλη την μακρά περίοδο των μεγάλων αιρέσεων και των Οικουμενικών Συνόδων, έδωσε δε κι αυτή με την σειρά της το μερίδιο του αίματος με το μαρτύριο χιλιάδων παιδιών της την εποχή των εικονοκλαστών.

Κοντά σ’ αυτές τις Εκκλησίες που είχαν κατά καιρούς τα πρωτεία του κύρους, υπήρχαν άλλες που κατείχαν την δεύτερη ή την τρίτη θέσι. Ήταν τα διάφορα Πατριαρχεία, παλιά ή καινούργια, και οι άλλες σημαντικές Εκκλησίες ή Μητροπόλεις. Υπάρχει λοιπόν μια ιεράρχησις, αλλά ιεράρχησις Εκκλησιών και όχι Επισκόπων. Ο άγ. Ειρηναίος δεν συμβουλεύει να απευθύνωνται οι Χριστιανοί σε σημαντικούς Επισκόπους για να βρίσκουν την λύσι των προβλημάτων τους αλλά στις Εκκλησίες που έχουν τις πιο παλιές ρίζες, να βρίσκουν την απάντησι στην πίστι και την ζωή των Εκκλησιών εκείνων που έχουν τις ρίζες τους στους Αποστόλους (Adv. haer. III, 4,1).

Δεν υπάρχουν λοιπόν δεσμοί οργανώσεως, διοικητικοί και νομικοί, ανάμεσα στις Εκκλησίες, αλλά δεσμοί αγάπης και χάριτος. Οι ίδιοι δεσμοί αγάπης και χάριτος που υπάρχουν και ανάμεσα στους πιστούς της κάθε Εκκλησίας, ιερωμένους και λαϊκούς. Η σχέσις του Πρεσβυτέρου πρός τον Επίσκοπο δεν είναι σχέσις υπαλληλίας, αλλά σχέσις χαρισματική, σχέσις μυστηριακή. Ο Επίσκοπος είναι εκείνος που δίνει στον Πρεσβύτερο την χάρι της Ιερωσύνης. Και ο Πρεσβύτερος δίνει στον λαϊκό την χάρι της Ιερωσύνης. Και ο Πρεσβύτερος δίνει στον λαϊκό την χάρι των μυστηρίων. Το μόνο που ξεχωρίζει τον Επίσκοπο από τον Πρεσβύτερο είναι το χάρισμα της χειροτονίας. Σε τίποτε άλλο δεν υπερέχει ο Επίσκοπος, έστω και αν είναι Επίσκοπος σπουδαίας Εκκλησίας και φέρει τον τίτλο του Πατριάρχου ή του Πάπα. “Ου πολύ το μέσον αυτών (των Πρεσβυτέρων) και των Επισκόπων. Και γάρ και αυτοί διδασκαλίαν εισίν αναδεδειγμένοι και προστασίαν της Εκκλησίας... τη γάρ χειροτονία μόνη υπερβεβήκασι, και τούτω μόνω δοκούσι πλεονεκτείν των Πρεσβυτέρων” (Χρυσόστομος, ομιλ. ια΄ της πρός Τιμόθ. Α΄).

Οι Επίσκοποι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να φέρωνται σαν άρχοντες, όχι μόνον πρός τις άλλες Εκκλησίες, αλλά ούτε κάν πρός τους Πρεσβυτέρους ή τους λαϊκούς της δικής τους Εκκλησίας την οποίαν επισκοπούν. Έχουν καθήκον να επιβλέπουν πατρικά, να συμβουλεύουν, να καθοδηγούν, να πολεμούν κατά του ψεύδους, να εξορκίζουν με αγάπη και αυστηρότητα τους αμαρτάνοντας, να προϊστανται εν αγάπη. Αλλά αυτά τους τα καθήκοντα τα μοιράζονται με τους Πρεσβυτέρους. Οι Πρεσβύτεροι πάλι βλέπουν τους Επισκόπους ως γεννήτορας στην Ιερωσύνη και τους περιβάλλουν με την ίδια στοργή.

Τα πάντα στην Εκκλησία τα διέπει η αγάπη. Οι διακρίσεις είναι διακρίσεις χαρισμάτων. Δεν είναι διακρίσεις νομικής, αλλά πνευματικής εξουσίας. Και ανάμεσα στους λαϊκούς υπάρχουν χαρίσματα και χαρίσματα.

Η ενότης της Εκκλησίας λοιπόν δεν είναι ζήτημα πειθαρχίας σε μια ανώτερη αρχή, δεν είναι ζήτημα υποταγής κατωτέρων σε ανωτέρους. Την ενότητα δεν την κάνουν οι εξωτερικές σχέσεις, ούτε κάν οι κοινές αποφάσεις Συνόδων, ακόμη και Οικουμενικών. Την ενότητα της Εκκλησίας την δίδει η κοινωνία στό Σώμα και το Αίμα του Χριστού, η κοινωνία με την Αγ. Τριάδα. Είναι ενότης λειτουργική, ενότης μυστική.

Οι κοινές αποφάσεις μιας Οικουμενικής Συνόδου δεν είναι το θεμέλιο αλλά το αποτέλεσμα της ενότητος. Εξ άλλου οι αποφάσεις μιας Οικουμενικής ή τοπικής Συνόδου είναι έγγυρες μόνον όταν γίνουν αποδεκτές από την συνείδησι της Εκκλησίας, και είναι σύμφωνες με την Παράδοσι.

Ο Παπισμός είναι η κατ’ εξοχήν διαστροφή της εκκλησιαστικής ενότητος. Τον δεσμό αυτόν της αγάπης και της ελευθερίας τον έκανε δεσμό ανάγκης και τυραννίας. Ο Παπισμός είναι η απιστία στην δύναμι του Θεού και η εμπιστοσύνη στην δύναμι των ανθρωπίνων συστημάτων.

Αλλά άς μη νομίση κανείς ότι ο Παπισμός είναι κάτι που υπάρχει μόνον στην Δύσι. Άρχισε να διαφαίνεται τον τελευταίο καιρό και ανάμεσα στους Ορθοδόξους. Μερικοί νεοφανείς τίτλοι είναι χαρακτηριστικοί αυτού του πνεύματος, όπως π.χ. “ο πάσης Ελλάδος”, “ο Αμερικής” κ.τ.λ. Πολλές φορές ακούμε για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να λένε: “ο αρχηγός της Ορθοδοξίας”, ή ακούμε τους Ρώσους να μιλούν για την Μόσχα ως τρίτη Ρώμη και τον Πατριάρχη της να αναλαμβάνη τα ηνία ολοκλήρου της Ορθοδοξίας. Άρχισαν μάλιστα και αρκετά έντονες αντιζηλίες. Όλα αυτά είναι εκδηλώσεις του ιδίου κοσμικού πνεύματος, της ιδίας κοσμοκρατορικής δίψας και ανάγονται στις ίδιες ενωτικές τάσεις που χαρακτηρίζουν σήμερα τον κόσμο.

Οι άνθρωποι δεν μπορούν να νοιώσουν την ενότητα μέσα στην πολλαπλότητα. Και όμως αυτό είναι ένα βαθύ μυστήριο. Η αδυναμία μας να το νοιώσουμε προέρχεται από την κατάστασι της διασπάσεως, μέσα στην οποία έχει πέσει το ανθρώπινο γένος. Οι άνθρωποι από πρόσωπα έγιναν άτομα χωρισμένα και εχθρικά και τους είναι τώρα αδύνατον να νοιώσουν την βαθειά ενότητα της φύσεώς τους. Και όμως ο άνθρωπος είναι ένας και πολλοί, ένας στη φύσι του, πολλοί στα πρόσωπα. Αυτό είναι εξ άλλου και το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, και το μυστήριο της Εκκλησίας.

 

ΚΘ΄ Ψευδεπίσκοποι.

Είναι απαραίτητο να νοιώσουν οι Χριστιανοί ότι η Εκκλησία έχει μυστηριακά και όχι διοικητικά θεμέλια, για να μη πάθουν αυτό που έπαθαν οι Δυτικοί, που ακολούθησαν τον Πάπα στις πλάνες του, γιατί νόμισαν ότι αν δεν τον ακολουθούσαν θα ευρίσκοντο αυτομάτως έξω από την Εκκλησία.

Σήμερα τα διάφορα Πατριαρχεία και οι Αρχιεπίσκοποι δέχονται μεγάλες πιέσεις εκ μέρους πολιτικών δυνάμεων, που επιδιώκουν να κατευθύνουν τους Ορθοδόξους ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Είναι γνωστό ότι το Πατριαρχείο της Μόσχας δέχεται την επιρροή της σοβιετικής πολιτικής. Αλλά και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δέχεται την επιρροή της αμερικανικής πολιτικής. Κάτω από αυτήν την επιρροή επραγματοποιήθη η επαφή του Πατριαρχείου αυτού με το επίσης υπό αμερικανική επιρροή Προτεσταντικό “Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών”, και οι πρός τον Πάπα δουλικές διαθέσεις του άρχισαν να αποκτούν επικίνδυνες διαστάσεις, και να φθάνουν μέχρι φορτικής πιέσεως επάνω στις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Η Αμερική νομίζει ότι θα ενισχύση την δυτική παράταξι κατά του κομμουνισμού, αν, μ’ αυτές τις τεχνητές συμφιλιώσεις, ενοποιήση τις πνευματικές της δυνάμεις. Η Εκκλησία, όμως, γίνεται έτσι έρμαιον των πολιτικών δυνάμεων του κόσμου, με απρόβλεπτες για την Ορθοδοξία συνέπειες.

Είναι άρα γε υποχρεωμένος ο Ορθόδοξος λαός να ακολουθή επ’ άπειρον ένα τέτοιο δουλωμένο Πατριαρχείο; Το γεγονός ότι το Πατριαρχείο αυτό επί αιώνες εκράτησε τα πρωτεία του κύρους και της τιμής μέσα στον χριστιανικό κόσμο, δεν μπορεί να δικαιώση εκείνους που θα το ακολουθήσουν στην ενωτική συνθηκολόγησι με την αίρεσι. Και η Ρώμη είχε κάποτε τα πρωτεία του κύρους και της τιμής μέσα στον χριστιανικό κόσμο, δεν εστάθηκε όμως αυτό αρκετό για να την ακολουθήσουν οι Χριστιανοί στό δρόμο της αιρέσεως. Η κοινωνία και ο σεβασμός πρός μία Εκκλησία εκ μέρους των άλλων Εκκλησιών, παραμένουν και συνεχίζονται εφ’ όσον η Εκκλησία αυτή παραμένει Εκκλησία, εφ’ όσον δηλαδή ζή και πορεύεται εν πνεύματι και αληθεία. Όταν ένα Πατριαρχείο πάψη να είναι Εκκλησία, αποδεχόμενο κοινωνία με αιρετικούς, τότε παύει και η εκ μέρους των άλλων Εκκλησιών αναγνώρισίς του.

Πρέπει να γίνη συνείδησις στον Ορθόδοξο λαό, ότι δεν οφείλει καμμία υπακοή σ’ έναν Επίσκοπο, οσονδήποτε υψηλό τίτλο και αν κατέχη, όταν ο Επίσκοπος αυτός πάψη να είναι Ορθόδοξος και ακολουθήση φανερά αιρετικούς, με προσχήματα ενώσεως “επί ίσοις όροις”. Απ’ εναντίας έχει την υποχρέωσι να φύγη από κοντά του, και να ομολογήση την πίστι του. Γιατί ένας Επίσκοπος, έστω και Πατριάρχης, έστω και Πάπας, παύει να είναι Επίσκοπος από την στιγμή που θα πάψη να είναι Ορθόδοξος. Ο Επίσκοπος είναι πρόσωπο ιερό, και του οφείλεται σεβασμός και τιμή, ακόμη και αν είναι ολοφάνερα αιρετικός, ή κοινωνή με αιρετικούς, τότε οι Χριστιανοί καμμία συνοδική απόφασι δεν πρέπει να περιμένουν, απομακρυνόμενοι αμέσως από αυτόν.

Να τι λέγουν επάνω σ’ αυτά οι Κανόνες της Εκκλησίας: “... 'Ωστε εί τις Πρεσβύτερος, ή Επίσκοπος, ή Μητροπολίτης τολμήσοι αποστήναι της πρός τον οικείον Πατριάρχην κοινωνίας, και μη αναφέροι το όνομα αυτού, κατά το ωρισμένον και τεταγμένον, εν τη θεία Μυσταγωγία, αλλά πρό εμφανείας συνοδικής και τελείας αυτού κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι^ τούτον ώρισεν η αγία Σύνοδος πάσης ιερατείας παντελώς αλλότριον είναι ει μόνον ελεγχθείη τούτο παρανομήσας. Και ταύτα μέν εσφράγισταί τε και ώρισται περί των προφάσει τινών εγκλημάτων των οικείων αφισταμένων προέδρων, και σχίσμα ποιούντων, και την ένωσιν της Εκκλησίας διασπώντων. Οι γάρ δι’ αίρεσίν τινα παρά των αγίων Συνόδων, ή Πατέρων, κατεγνωσμένην, της πρός τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου δηλονότι την αίρεσιν δημοσία κηρύττοντος, και γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας διδάσκοντος, οι τοιούτοι ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ υπόκεινται, πρό συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς της πρός τον καλούμενον Επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες, αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις Ορθοδόξοις αξιωθήσονται. Ου γάρ Επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, και ου σχίματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι” (Κανών ΙΕ΄ της Α΄ και Β΄ λεγομένης Συνόδου).

 

Λ΄ Στό τέλος των καιρών.

Ο κόσμος και ο διάβολος οδηγούν την Εκκλησία σε τόσο φοβερές δοκιμασίες που μπορεί να έλθη ημέρα, όλοι οι Επίσκοποι της χώρας να έλθουν σε κοινωνία με τους αιρετικούς. Τι θα κάνουν τότε οι πιστοί; Τι θα κάνουν οι λίγοι εκείνοι που θα έχουν τον ηρωϊσμό να μη ακολουθήσουν την μάζα, να μη ακολουθήσουν τους συγγενείς, τους γειτόνους και τους συμπολίτας των;

Θα πρέπη όλοι οι πιστοί να καταλάβουν ότι η Εκκλησία δεν είναι εκεί που φαίνεται. Οι Λειτουργίες θα εξακολουθήσουν να γίνωνται και οι ναοί να γεμίζουν από πιστούς, όμως η Εκκλησία δεν θα έχη καμμία σχέσι με τους ναούς εκείνους, ούτε μ’ εκείνα τα ράσα κι εκείνους τους πιστούς. Η Εκκλησία είναι εκεί που υπάρχει η αλήθεια. Πιστοί είναι εκείνοι που συνεχίζουν την αδιάκοπη παράδοσι της Ορθοδοξίας, το έργο αυτό του Αγίου Πνεύματος. Ιερείς είναι εκείνοι που σκέπτονται, ζούν και διδάσκουν όπως οι Πατέρες και οι Άγιοι της Εκκλησίας, ή τουλάχιστον που δεν τους αρνούνται με την διδαχή τους. Όπου δεν υπάρχει αυτή η συνέχεια σκέψεως και ζωής, είναι πλάνη να ομιλούμε για Εκκλησία, έστω και αν όλα τα εξωτερικά φαινόμενα μιλούν γι’ αυτήν.

Πάντα θα βρεθή ένας κανονικός ιερεύς, χειροτονημένος από έναν κανονικό Επίσκοπο, που θα ακολουθή την Παράδοσι. Γύρω σε τέτοιους ιερείς θα συσπειρώνωνται οι μικρές ομάδες των πιστών που θα απομείνουν στό τέλος των καιρών. Αυτές οι μικρές ομάδες, θα είναι η κάθε μία τους και από μία τοπική “Καθολική” Εκκλησία του Θεού. Ο πιστός θα βρίσκη μέσα σ’ αυτές όλο το πλήρωμα της Χάριτος του Θεού. Δεν θα έχουν ανάγκη από διοικητικούς ή άλλους δεσμούς, γιατί η κοινωνία που θα υπάρχη μεταξύ τους θα είναι η τελειότερη που μπορεί να υπάρξη. Θα είναι η κοινωνία στό Σώμα και το Αίμα του Χριστού, η Κοινωνία στό Πνεύμα το Άγιο. Οι χρυσοί κρίκοι της αναλλοίωτης Ορθοδόξου Παραδόσεως θα συνδέουν τις Εκκλησίες αυτές μεταξύ τους καθώς και με τις Εκκλησίες του παρελθόντος, με την θριαμβεύουσα Εκκλησία των ουρανών. Μέσα σ’ αυτές τις μικρές ομάδες θα διατηρηθή ακέραιη η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

Βέβαια είναι θαυμάσιο να μπορή να υπάρχη τάξις και συντονισμός στις εξωτερικές εκδηλώσεις των διαφόρων Εκκλησιών, και οι ολιγώτερο σημαντικές Εκκλησίες να παίρνουν κατευθύνσεις και οδηγίες από τις πιο σημαντικές, όπως γίνεται τώρα ανάμεσα στις Επισκοπές, τις Μητροπόλεις, τις Αρχιεπισκοπές και τα Πατριαρχεία. Όμως στό τέλος των καιρών τέτοιες εξωτερικές σχέσεις και επαφές θα είναι τις περισσότερες φορές αδύναμες. Θα υπάρχη τέτοια σύγχυσις στον κόσμο, που η μία Εκκλησία δεν θα μπορή να είναι τόσο σίγουρη για την ορθοδοξία της άλλης, λόγω του πλήθους των ψευδοπροφητών που θα έχουν γεμίσει τον κόσμο, και θα λέγουν “εδώ ο Χριστός και εκεί ο Χριστός”. Μόνον μέσα σε μικρές ομάδες θα διατηρήται η βεβαιότης της ορθής πίστεως και ζωής. Μπορεί να υπάρχουν και παρεξηγήσεις ανάμεσα σε πραγματικά Ορθόδοξες Εκκλησίες λόγω της “συγχύσεως των γλωσσών” που υπάρχει στην σύγχρονο Βαβέλ. Όμως τίποτε απ’ αυτά δεν θα διασπά την ουσιαστική ενότητα της Εκκλησίας.

Ένα σύγχρονο παράδειγμα της καταστάσεως αυτής παρουσιάζουν οι Ρώσοι της διασποράς, οι οποίοι έχουν χωρισθή σε τρείς αντιμαχόμενες παρατάξεις. Η μία παράταξις θέλει να ανήκη στό Πατριαρχείο της Μόσχας, η άλλη, για να μήν επηρεάζεται από τη σοβιετική πολιτική, ανήκει στό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και επηρεάζεται από την φιλοπαπική πολιτική. Η τρίτη, η πιο προσγειωμένη, παραμένει ανεξάρτητος. Και οι τρείς παρατάξεις είναι, μέχρι του παρόντος τουλάχιστον, Ορθόδοξες, με πλήρη ουσιαστική κοινωνία μεταξύ τους. Τυπική όμως κοινωνία και εξωτερική επαφή δεν έχουν, και αυτό γιατί έχουν χαθή στον δαίδαλο νομικών αντιλήψεων και συζητήσεων για το ποιο Πατριαρχείο πρέπει να τους διοική. Μια τέτοια νοοτροπία είναι από την βάσι της εσφαλμένη, γιατί καμμιά ουσιαστική ανάγκη εξαρτήσεως από ένα Πατριαρχείο δεν υπάρχει, την στιγμή μάλιστα που τους χωρίζουν από τα Πατριαρχεία αυτά τεράστιες αποστάσεις και σύνορα κρατών. Τίποτε δεν εμποδίζει μια Ορθόδοξο Εκκλησία στό Παρίσι π.χ. να βρίσκεται σε ουσιαστική κοινωνία με το Πατριαρχείο της Μόσχας ή με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς να έχη διοικητική εξάρτησι από αυτά. Η αντίληψις ότι η διακοπή της δοικητικής εξαρτήσεως από ένα Πατριαρχείο αποκόβει από την Ορθόδοξο Εκκλησία, δεν είναι Ορθόδοξος αλλά Παπική. Εξ άλλου και αυτή η ύπαρξις διοικητικής εξαρτήσεως Εκκλησιών από έναν Πατριάρχη είναι Παπικής εμπνεύσεως. Ο Ορθόδοξος Πατριάρχης είναι πρόεδρος, συντονιστής ενεργειών, σύμβουλος μεγάλου κύρους, δεν είναι όμως δεσπότης, δεν είναι κυρίαρχος. Δεν μπορεί τίποτε να κάνη έξω από τα όρια της Επισκοπής του, χωρίς την σύμφωνο γνώμη όλων των άλλων Επισκόπων (ΛΔ΄ Αποστολικός Κανών).

Μπορεί λοιπόν, στό τέλος των καιρών, όταν οι διάφορες “Εκκλησίες” και θρησκείες θα έχουν ενωθή και θα εμφανίζωνται ως ενιαίο σύνολο, η γνήσια Οθρόδοξος Εκκλησία να εμφανίζεται διελελυμένη, τεμαχισμένη σε μικρές ενορίες, σκόρπιες και αραιές, που μπορεί μάλιστα να υποβλέπουν η μία την άλλη από έλλειψη εμπιστοσύνης, όπως οι στρατιώται που υποπτεύονται οι μέν τους δε, όταν μαθευτή ότι και οι εχθροί φορούν την ίδια στολή.

Στό τέλος των καιρών όλοι θα ισχυρίζωνται ότι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και ότι η Ορθοδοξία είναι όπως την καταλαβαίνουν αυτοί. Παρ’ όλα αυτά όμως, όσοι θα έχουν καθαρή καρδιά και φωτισμένο από την θεία Χάρι νού, θα αναγνωρίζουν την Ορθόδοξο Εκκλησία παρ’ όλες τις φαινομενικές διαιρέσεις και την ολοσχερή έλλειψι εξωτερικής αίγλης. Θα συσπειρώνωνται γύρω στους πραγματικούς ιερείς και θα γίνωνται οι στύλοι της Εκκλησίας. Άς κάνουν ό,τι θέλουν οι άνθρωποι του κόσμου. Άς γίνωνται οικουμενικά συνέδρια, άς ενώνωνται οι “Εκκλησίες”, άς νοθεύεται ο Χριστιανισμός, άς αλλοιώνεται η παράδοσις και η ζωή, άς ενώνωνται οι θρησκείες. Η Εκκλησία του Χριστού θα μένη αναλλοίωτη, γιατί, όπως λέγει ο Χρυσόστομος, έστω και ένας στύλος της αν παραμείνη όρθιος η Εκκλησία δεν θα πέση. “Ουδέν Εκκλησίας ισχυρότερον. Του ουρανού υψηλοτέρα εστί, της γής πλατυτέρα εστίν. Ουδέποτε γηρά, αεί δε ακμάζει”.

Στύλος της Εκκλησίας είναι ο κάθε πραγματικός πιστός που μένει κολλημένος στην Παράδοσι των Πατέρων, παρ’ όλα τα φοβερά ρεύματα του κόσμου που δοκιμάζουν να τον παρασύρουν. Τέτοιοι στύλοι θα υπάρχουν μέχρι την συντέλεια του κόσμου, ό,τι και να γίνη. Εξ’ άλλου όταν φθάσουν να γίνουν αυτά τα πράγματα, ο ερχομός του Κυρίου δεν θα είναι μακριά. Αυτή η κατάστασις θα είναι το πιο φοβερό σημάδι ότι κοντεύει ο ερχομός Του. Τότε ακριβώς “ήξει το τέλος”.

 

ΛΑ΄ Το Σημείον της Παρουσίας.

Οι γλυκανάλατοι και συναισθηματικοί Χριστιανοί θεωρούν τα παραπάνω σαν υπερβολική και αποκρουστική απαισιοδοξία. Σύμμαχοι του κόσμου, δεν μπορούν να ιδούν την σφραγίδα του διαβόλου σ’ αυτό που οι ίδιοι επικροτούν. Ούτε μπορούν να αναμετρήσουν το τεράστιο χάος που χωρίζει τον κόσμο από τον Θεό, γιατί τότε θα είναι αναγκασμένοι να παραδεχθούν ότι το ίδιο χάος χωρίζει και τους ίδιους από τον Θεό.

Δεν μπορούν λοιπόν να ανεχθούν να είναι κανείς απαισιόδοξος για την σύγχρονη Βαβέλ. Είναι τόσο ικανοποιημένοι από την εποχή τους. Βλέπουν το μέλλον τόσο λαμπρό. Ο Χριστιανισμός γι’ αυτούς είναι τόσο συμβατός με τον κόσμο και είναι τόσο ευχαριστημένοι γι’ ατό, που δεν θα σε συγχωρήσουν ποτέ αν τους δείξης ότι πλανώνται.

Οραματίζονται στό μέλλον μια παγκόσμια ενωμένη Εκκλησία, με όλους τους ανθρώπους ενωμένους με τον δεσμό της αγάπης. Οι αιρετικοί των διαφόρων αποχρώσεων είναι γι’ αυτούς “οι αδελφοί τους Χριστιανοί”, από τους οποίους τους εχώρισαν οι εγωϊσμοί και οι στενοκεφαλιές, παρωχημένων εποχών. Παραδέχονται ότι υπάρχουν και δογματικές διαφορές, αλλά πώς αυτές θα υπερπηδηθούν από την αγάπη, ή για να μιλήσουμε πιο ανοιχτά, θα ξεχαστούν από την “αγάπη”.

Τι σχέσι όμως έχει άρα γε αυτή η δακρύβρεκτος “αγάπη” με την αγάπη του Θεού; Πώς μπορούν να ισχυρίζωνται χωρίς να ντρέπωνται, ότι έχουν περισσότερη αγάπη στην καρδιά τους από αυτήν που είχαν οι Άγιοι, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να υπερπηδήσουν μ’ αυτήν τους φράχτες που τους χώριζαν από την αίρεσι, αλλά απεναντίας τους έκαμαν πιο ψηλούς για να προστατεύσουν τα πρόβατα από τους λύκους;

Αλλά αυτό που παίρνουν για αγάπη πρός τους ανθρώπους δεν είναι στην ουσία παρά αγάπη πρός τον κόσμο. Είναι μια συνθηκολόγησις με το ψέμα ανθρώπων που δεν μπορούν να υποφέρουν τις ταλαιπωρίες του πολέμου με τις δυνάμεις του σκότους.

Και το όνειρό τους, αυτή η ειδυλλιακή εικόνα των καλών και αγαπημένων ανθρώπων, που κάνουν να βασιλέψη ο Χριστός επάνω σε τούτη τη γή, αυτός ο πειρασμός της ερήμου, είναι ένα όνειρο καταδικασμένο από τον ίδιο τον Κύριο.

Άς ρίξουν οι υπεραισιόδοξοι μια ματιά στό ΚΔ΄ Κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου για να ιδούν πώς προφητεύει ο Κύριος το τέλος των καιρών:

“Και εξελθών ο Ιησούς επορεύετο από του ιερού^ και προσήλθον οι μαθηταί αυτού επιδείξαι αυτώ τάς οικοδομάς του ιερού. Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς^ ου βλέπετε ταύτα πάντα; αμήν λέγω υμίν, ου μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθον, ός ου καταλυθήσεται. Καθημένου δε αυτού επί του όρους των Ελαιών προσήλθον αυτώ οι μαθηταί κατ’ ιδίαν λέγοντες^ ειπέ ημίν πότε ταύτα έσται, και τι το σημείον της σής παρουσίας και της συντελείας του αιώνος; Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς^ Βλέπετε μη τις υμάς πλανήση. Πολλοί γάρ ελεύσονται επί τω ονόματί μου λέγοντες, εγώ ειμί ο Χριστός, και πολλούς πλανήσουσι. Μελλήσετε δε ακούειν πολέμους κία ακοάς πολέμων^ οράτε μη θροείσθε^ δεί γάρ πάντα γενέσθαι, αλλ’ ούπω εστί το τέλος. Εγερθήσεται γάρ έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν και έσονται λιμοί και λοιμοί κία σεισμοί κατά τόπους^ πάντα δε ταύτα αρχή ωδίνων. Τότε παραδώσουσιν υμάς εις θλίψιν και αποκτενούσιν υμάς, και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων των εθνών διά το όνομά μου. Και τότε σκανδαλισθήσονται πολλοί και αλλήλους παραδώσουσι και μισήσουσιν αλλήλους. Και πολλοί ψευδοπροφήται εγερθήσονται και πλανήσουσι πολλούς. Και διά το πληθυνθήναι την ανομίαν, ψυγήσεται η αγάπη των πολλών. Ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται. Και κηρυχθήσεται τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας εν όλη τη οικουμένη εις μαρτύριον πάσι τοις έθνεσι, και τότε ήξει το τέλος. Όταν ούν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως το ρηθέν διά Δανιήλ του προφήτου εστώς εν τόπω αγίω - ο αναγινώσκων νοείτω - τότε οι εν τη Ιουδαία φευγέτωσαν επί τα όρη, ο επί του δώματος μη καταβαινέτω άραι τα εκ της οικίας αυτού, και ο εν τω αγρώ μη επιστρεψάτω οπίσω άραι τα ιμάτια αυτού. Ουαί δε ταίς εν γαστρί εχούσαις και ταίς θηλαζούσαις εν εκείναις ταίς ημέραις. Προσεύχεσθε δε ίνα μη γένηται η φυγή υμών χειμώνος μηδέ Σαββάτω. Έσται γάρ τότε θλίψις μεγάλη, οία ου γέγονεν απ’ αρχής κόσμου έως του νύν ουδ’ ου μη γένηται. Και ει μη εκολοβώθησαν αι ημέραι εκείναι, ουκ αν εσώθη πάσα σάρξ^ διά δε τους εκλεκτούς κολοβωθήσονται αι ημέραι εκείναι. Τότε εάν τις υμίν είπη, ιδού ώδε ο Χριστός ή ώδε, μη πιστεύσητε^ εγερθήσονται γάρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς. Ιδού προείρηκα υμίν. Εάν ούν είπωσιν υμίν, ιδού εν τη ερήμώ εστί, μη εξέλθητε, ιδού εν τοις ταμείοις, μη πιστεύσητε^ ώσπερ γάρ η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου^ όπου γάρ εάν ή το πτώμα, εκεί συναχθήσονται οι αετοί. Ευθέως δε μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων ο ήλιος σκοτισθήσεται και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής, και οι αστέρες πεσούνται από του ουρανού, και αι δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται. Και τότε φανήσεται το σημείον του υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ, και τόε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γής και όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενος επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής. Και αποστελεί τους αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης, και επισυνάξουσι τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ’ άκρων ουρανών έως άκρων αυτών. Από δε της συκής μάθετε την παραβολήν. Όταν ήδη ο κλάδος αυτής γένηται απαλός, και τα φύλλα εκφύη, γινώσκετε ότι εγγύς το θέρος^ ούτω και υμείς όταν ίδητε ταύτα πάντα, γινώσκετε ότι εγγύς εστιν επί θύραις^ αμήν λέγω υμίν, ου μη παρέλθη η γενεά αύτη έως αν πάντα ταύτα γένηται. Ο ουρανός και η γή παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι. Περί δε της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς οιδεν, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ειμή ο Πατήρ μου μόνος. 'Ωσπερ δε αι ημέραι του Νώε, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου. 'Ωσπερ γάρ ήσαν εν ταίς ημέραις ταίς πρό του κατακλυσμού τρώγοντες και πίνοντες, γαμούντες και εκγαμίζοντες, άχρι ής ημέρας εισήλθε Νώε εις την Κιβωτόν, και ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός και ήρεν άπαντας, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου. Τότε δύο έσονται εν τω αγρώ, ο είς παραλαμβάνεται και ο είς αφιέται^ δύο αλήθουσαι εν τ~΄Ωω μυλώνι, μία παραλαμβάνεται και μία αφίεται. Γρηγορείται ούν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται...”.

Ρωτούν οι Μαθηταί να τους πή ο Κύριος ποιο θα είναι το σημείον της Παρουσίας του και της συντελείας του αιώνος, και αποκρινόμενος ο Χριστός αρχίζει με τις λέξεις: “Βλέπετε μη τις υμάς πλανήση”. Θα υπάρξη λοιπόν φοβερός κίνδυνος της πλάνης στό τέλος των καιρών, και αυτό γιατί “πολλοί ελεύσονται επί τω ονόματί μου λέγοντες, εγώ ειμί ο Χριστός, και πολλούς πλανήσουσι”. Πολλοί θα έλθουν που θα λένε πώς αυτοί είναι ο Χριστός, ή πώς είναι αντιπρόσωποί του, ή αποσταλμένοι του, ή διδάσκαλοι του Χριστιανισμού, άνθρωποι που θα ισχυρίζωνται ότι είναι Χριστιανοί χωρίς να είναι στ’ αλήθεια. Και αυτοί δεν θα μείνουν χωρίς ανταπόκρισι στις καρδιές των ανθρώπων, αλλά θα οδηγήσουν πολλούς στην πλάνη.

Δεν μιλάει λοιπόν ο Χριστός για τους φανερούς εχθρούς του Θεού, δεν μιλάει για τους υλιστάς, για τους κομμουνιστάς, για τους αθέους, αλλά γι’ αυτούς που εμφανίζονται σαν φίλοι του Θεού, σαν Χριστιανοί, χωρίς να είναι στ’ αλήθεια. Από αυτούς θέλει να γλυτώση ο Χριστός τους πιστούς, γιατί αυτοί είναι ο μεγάλος τους εχθρός, οι υποκριταί, “οι δυνάμενοι πλανήσαι”.

Ύστερα περιγράφει ο Χριστός μερικά σημεία που θα είναι αρχή ωδίνων. Πολέμους και ακοάς πολέμων, λιμούς, λοιμούς, σεισμούς. Όλα αυτά δεν θα είναι ακόμη το τέλος αλλά η αρχή του τέλους. “Τότε παραδώσουσιν υμάς εις θλίψιν και αποκτενούσιν υμάς” και θα σάς μισή όλος ο κόσμος για το όνομά μου. Τότε θα σκανδαλισθούν πολλοί από τους Χριστιανούς και θα αρχίσουν να προδίδουν ο ένας τον άλλον και να μισούνται μεταξύ τους. Και πολλοί ψευδοπροφήται θα γυρνούν ανάμεσά τους και θα παρασύρουν πολλούς στην πλάνη. Και καθώς θα πληθαίνη η ανομία, η αγάπη των πολλών πρός τον Θεό και πρός τον πλησίον θα κρυώση. Θα σωθή δε μόνον εκείνος που θα σηκώση με υπομονή και καρτερία όλους αυτούς τους πειρασμούς μέχρι το τέλος.

Μέσα σ’ αυτό το χάος της αποστασίας και της ψυχρότητος, θα συντελεσθή το κήρυγμα του Ευαγγελίου σε όλη την οικουμένη, για να το γνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι, για ν’ ακούσουν όλοι οι άνθρωποι το κάλεσμα του Θεού. Επειδή όμως “πολλοί εισι κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί”, το Ευαγγέλιο αυτό θα το ακούσουν οι άνθρωποι, αλλά δεν θα δεχθούν, θα το μάθουν αλλά δεν θα το ζήσουν. Θα μείνη “εις μαρτύριον πάσι τοις έθνεσι” φοβερή μαρτυρία ότι οι άνθρωποι ήξεραν την αλήθεια, και ότι αν δεν την ακολούθησαν, αυτό δεν οφείλεται σε άγνοια, αλλά σε αποστροφή πρός το φώς. Τότε λοιπόν “ήξει το τέλος”. Όταν γίνουν όλα αυτά και αποκορυφωθή η εν γνώσει αποστασία, τότε θα έρθη το τέλος του κόσμου και η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.

Κατόπιν ο Χριστός αρχίζει να μιλάη για κάτι φαινομενικά άσχετο πρός το τέλος του κόσμου, για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Αλλά η καταστροφή αυτή, που έγινε σαράντα χρόνια μετά, είναι στην πραγματικότητα η προεικόνισις του τέλους του κόσμου. Όταν ωλοκληρώθηκε η αποστασία του Ισραήλ, όταν γνώρισαν τον Χριστό και αντί να τον δεχθούν τον σταύρωσαν και κυνήγησαν τους μαθητάς του, τότε ήρθε και το τέλος της Ιερουσαλήμ. Τότε, όπως προφήτευσε ο Δανιήλ, το βδέλυγμα της ερημώσεως ήλθε και στάθηκε στον άγιο τόπο του Ναού, και δεν έμεινε από αυτόν “λίθος επί λίθον” και όλα τα ιερά και τα όσια των Ισραηλιτών σκόρπισαν και χάθηκαν. Έτσι θα γίνη και με τον νέον Ισραήλ, τον χριστιανικό κόσμο. Όπως ο παλιός Ισραήλ, εκλήθηκε κι αυτός να γίνη παιδί του Θεού^ αλλ’ όπως ο παλιός Ισραήλ, εκλώτσησε κι αυτός τον ευεργέτη Πατέρα του, και αντί να ζητήση την Βασιλεία του Θεού, ζήτησε την βασιλεία του ανθρώπου. Όταν λοιπόν η αποστασία του φθάση στό απροχώρητο, θα ισχύση και γι’ αυτόν η προφητεία του Δανιήλ. Θα βρεθή και γι’ αυτόν το βδέλυγμα της ερημώσεως που θα σταθή στον άγιο τόπο του Θεού, στην Εκκλησία Του και στους Ναούς Του, θα έλθη ο Αντίχριστος που θα καθήση στον τόπο του Θεού και θα ζητήση να λατρεύσουν αυτόν στην θέσι του Θεού. Τότε τα ιερά και τα όσια του Νέου Ισραήλ, η πραγματική Εκκλησία του Χριστού θα σκορπίση, κυνηγημένη στις άκρες του κόσμου, και, όπως έγινε τότε που καταστράφηκε η Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους, όσοι έμειναν πιστοί στον Θεό και ακολούθησαν τον Χριστό του, πέρασαν στον Νέο Ισραήλ, έτσι θα γίνη και στό τέλος του κόσμου, ο πραγματικός και αιώνιος Ισραήλ, τα αληθινά τέκνα του Θεού θα περάσουν στην Νέα Ιερουσαλήμ, την αχειροποίητο και αιώνια πόλι, που η αγάπη του Θεού ετοίμασε.

Όταν λοιπόν θα δήτε το βδέλυγμα της ερημώσεως να στέκεται στον άγιο τόπο του Θεού, τότε όσοι είναι πραγματικοί πιστοί, άς φύγουνε στα όρη, άς ανεβάσουνε το νού τους στις κορυφές της πνευματικής ζωής και άς αποκόψουνε τους δεσμούς τους με τους νεκρούς ανθρώπους του κόσμου. Όποιος έχει ανεβή ψηλά στα δωμάτια της προσευχής, άς μη κατεβή από την ουράνια αυτή πολιτεία του, στις μάταιες φροντίδες ετούτου του κόσμου, και “ο εν τω αγρώ”, “ο επιβαλών την χείρα επ’ άροτρον”, ο εργαζόμενος τα έργα του Θεού, άς μη γυρίση πίσω στα μάταια έργα των άνθρωπων. Αλλοίμονο δε στις ψυχές εκείνες που θα έχουν ακόμη το παιδί στην κοιλιά τους και δεν θα έχουν γεννήσει καρπό πνευματικό, και αλλοίμονο σε όσους θα τρέφωνται ακόμη με γάλα και δεν θα έχουν γευθή την στερεά τροφή του Πνεύματος. Προσεύχεσθε δε να μη μας βρή το τέλος του κόσμου κάτω από συνθήκες σκληρές, έχοντας παγωμένη την καρδιά σας και δεμένα τα πόδια του πνεύματός σας. Γιατί θα έρθη τότε στους πιστούς θλίψις μεγάλη, όση δεν έγινε από την αρχή του κόσμου. Και εάν δεν εσυντομεύονταν οι ημέρες εκείνες, δεν θα σωζόταν καμμιά ψυχή, αλλά οι ημέρες εκείνες θα συντομευθούν για το χατήρι των εκλεκτών, για να μη πλανηθούν και χαθούν κι εκείνοι.

Τότε αν σάς πή κανείς ότι ήρθε ο Χριστός και βρίσκεται εδώ ή εκεί μη τον πιστέψετε, γιατί θα φανούν ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες που θα κάνουν σημεία και τέρατα για να πλανήσουν, εάν μπορέσουν, και τους εκλεκτούς. Και συνεχίζει ο Κύριος: “Ιδού προείρηκα υμίν”. Να, λοιπόν, σάς τα είπα όλα από πρίν. Εάν σάς πούν ότι ήρθε ο Χριστός και βρίσκεται κάπου σε μια έρημο ή σε μια πόλι, μη τους πιστέψετε^ γιατί, όταν έρθη ο Χριστός δεν θα έρθη στα κρυφά, αλλά θα δούνε το φώς του οι άνθρωποι σαν το φώς της αστραπής απ’ την ανατολή ώς τη δύσι, και μπροστά του θα συνταχθούνε, άθελά τους, όλοι οι άνθρωποι.

Αμέσως δε μετά την θλίψι που θα νοιώσουν οι πιστοί τις τελευταίες εκείνες ημέρες του κόσμου, ο ήλιος και η σελήνη θα σκοτισθούν και τα αστέρια θα πέσουν από τον ουρανό. Και τότε θα φανή στον ουρανό ο σταυρός, “το σημείον του υιού του ανθρώπου”, και τότε θα κλάψουν όλες οι φυλές της γής και θα δούνε τον Υιό του ανθρώπου να έρχεται επάνω στις νεφέλες του ουρανού με δύναμι και δόξα πολλή. Και οι άγγελοί Του θα μαζέψουν όλους τους εκλεκτούς του Θεού από τις τέσσερες άκρες του ουρανού και της γής.

Όταν δήτε την συκιά να βγάζη φύλλα, καταλαβαίνετε από τούτο το σημάδι ότι έρχεται το καλοκαίρι. Έτσι και όταν δήτε να γίνωνται όσα σάς προείπα, να ξέρετε ότι το τέλος πλησιάζει. Σάς λέγω αλήθεια πώς πρίν περάση η γενιά αυτή των ανθρώπων, θα καταστραφή η Ιερουσαλήμ, και πρίν περάση η γενιά των Χριστιανών, πρίν μπορέσουν να την αφανίσουν τα κακά που θα την βρούν, όλα όσα σάς είπα θα γίνουν. Ο ουρανός και η γή θα περάσουν, αλλά τα λόγια μου δεν θα περάσουν.

Μη με ρωτάτε ποιά μέρα ή μετά πόσον καιρό θα γίνουν όλα αυτά, γιατί την ημέρα αυτήν ούτε άγγελοι των ουρανών τη γνωρίζουν. Μόνον εσείς να είσαστε πάντοτε έτοιμοι για την ημέρα αυτήν για να μήν έρθη όπως ο κλέφτης και σάς βρή ανέτοιμους. Οι μέρες που θα ξανάρθη ο Υιός του ανθρώπου θα είναι όπως ήταν οι ημέρες του Νώε. Όπως τις ημέρες λίγο πρίν από τον κατακλυσμό, οι άνθρωποι αμέριμνοι έτρωγαν, έπιναν και παντρευόντουσαν, σά να μη επρόκειτο τίποτε να συμβή, ώς την ημέρα που μπήκε ο Νώε στην Κιβωτό και άρχισε ο κατακλυσμός, που τους έπνιξε όλους χωρίς να προλάβουν να καταλάβουν τι γινόταν, έτσι θα είναι και οι μέρες που θα έρθη ο Υιός του ανθρώπου. Τότε μαζί θα δουλεύουν οι άνθρωποι και απ’ αυτούς ο ένας θα αρπάζεται από τους αγγέλους σιμά στον Θεό, και ο άλλος θα αφήνεται μακριά του.

Μένετε λοιπόν ξύπνιοι γιατί δεν ξέρετε ποιά ώρα έρχεται ο Κύριός σας.

 

ΛΒ΄ Ενστήσονται καιροί χαλεποί.

Που είναι λοιπόν η αισιοδοξία για το τέλος των καιρών; Όταν ο Κύριος προλέγη ότι η πλάνη θα έχη καλύψει ολόκληρη την γή, ώστε και οι εκλεκτοί να κινδυνεύουν σε κάθε τους β`ημα να πλανηθούν από τους ψευτο-χριστιανούς και τους ψευτο-χριστούς που θα βρίσκωνται παντού, πώς εμείς μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον, όταν ο Κύριος προλέγη πολλαπλασιασμό της ανομίας και ψύξι της αγάπης των ανθρώπων;

Υπάρχουν βέβαια οι προοπτικές για την ένωσι των “Εκκλησιών”, για την ένωσι όλων εκείνων που έρχονται στό όνομά Του και πλανούν πολλούς. Αλλά “βλέπετε μη τις υμάς πλανήση”, “ιδού προείρηκα υμίν”. Η ένωσις που επιδιώκουν οι ψευτοχριστιανοί των καιρών μας είναι μια από τις πιο τέλειες μηχανορραφίες του ψεύδους, η παγίδα της υποκριτικής ευσεβείας, από την οποία θέλει να μας γλυτώση ο Κύριος, κάνοντάς μας προσεκτικούς. Εάν η ένωσις και η παγκόσμιος εξάπλωσις του ανθρωπότητος, όπως διδάσκουν αυτοί, τότε γιατί ο Χριστός προλέγει θλίψι για τους εκλεκτούς του τις ημέρες εκείνες; Εάν το Ευαγγέλιο το δεχθούν και το ζήσουν όλα τα έθνη της γής, γιατί τότε λέγει ο Χριστός ότι οι ημέρες του τέλους του κόσμου θα είναι όπως οι ημέρες του Νώε, που η αποστασία είχε σκεπάσει όλη τη γή και μόνο μια χούφτα άνθρωποι βρέθηκαν πιστοί στον Θεό και μπήκαν μέσα στην Κιβωτό που συμβολίζει την Εκκλησία;

Εάν τις τελευταίες μέρες της γής χαρακτηρίζη η ειδυλλιακή εικόνα που ονειρεύονται οι συναισθηματικοί, οι “ψυχικοί” Χριστιανοί, τότε πώς βρίσκει ο απ. Παύλος να γράψη αυτά τα λόγια στον Τιμόθεο; “Τούτο δε γίνωσκε”, ότι εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί^ έσονται γάρ οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν απειθείς, αχάριστοι, ανόσιοι, άστοργοι, άσπονδοι, διάβολοι, ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι, προδόται, προπετείς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι, έχοντες μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι” (Β΄ Τιμ., γ΄ 1-5).

Που είναι η αισιοδοξία του απ. Παύλου, όταν γράφη πρός τους Θεσσαλονικείς που περιμένουν από στιγμή σε στιγμή την Παρουσία του Χριστού^ “μη τις υμάς εξαπατήση κατά μηδένα τρόπον^ (ότι έρχεται δηλαδή τώρα αμέσως ο Χριστός) ότι εάν μη έλθη η αποστασία πρώτον και αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας, (ο Αντίχριστος), ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν του Θεού ως Θεόν καθίσαι, αποδεικνύοντα εαυτόν ότι εστί Θεός, (δεν θα έλθη ο Χριστός). Ου μνημονεύετε ότι έτι πρό υμάς ταύτα έλεγον υμίν;”. Και ύστερα συνεχίζει για τον Αντίχριστο^ “και τότε αποκαλυφθήσεται ο άνομος, όν ο Κύριος αναλώσει τω πνεύματι του στόματος αυτού και καταργήσει τη επιφανεία της παρουσίας αυτού^ ού εστιν η παρουσία κατ’ ενέργειαν του σατανά εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψεύδους και εν πάση απάτη της αδικίας εν τοις απολλυμένοις, ανθ’ ών την αγάπην της αληθείας ουκ εδέξαντο εις το σωθήναι αυτούς^ και διά τούτο πέμψει ο Θεός ενέργειαν πλάνης εις το πιστεύσαι αυτούς τω ψεύδει, ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αληθεία, αλλ’ ευδοκήσαντες εν τη αδικία” (Β΄ Θεσσ., β΄ 3-5 και 8-12).

Το μέλλον λοιπόν δεν θα είναι όσο όμορφο το φαντάζονται “οι απολλύμενοι”, οι οποίοι “την αγάπην της αληθείας ουκ εδέξαντο εις το σωθήναι αυτούς”. Θα χαρακτηρίζεται από την αποστασία, την φρικτότερη αποστασία που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Γιατί δεν θα είναι καθαρή και τίμια άρνησις του Θεού αλλά υποκρισία, παραποίησις της πίστεως και της αληθείας.

Μήπως τα ίδια δεν προεφήτευσαν για το τέλος των καιρών και οι Πατέρες της ερήμου, και όλο το νέφος των Αγίων της Εκκλησίας μας; Να μια συζήτησις μαθητού με τον πνευματικό του πατέρα, παρμένη από τον Ευεργετινό (Τόμ. Β΄, σελ. 114, έκδ. 1958):

“Και είπεν αυτώ ο αδελφός^ τι ούν; αλλαγήσονται τα έθη και αι παραδόσεις των χριστιανών, και ουκ έσονται ιερείς εν τη Εκκλησία, ίνα ταύτα γένηται; Και είπεν ο γέρων^ εν τοις τοιούτοις καιροίς ψυγήσεται η αγάπη των πολλών, και έσται θλίψις ουκ ολίγη, εθνών επιδρομαί και λαών κινήσεις, βασιλέων αποστασία, ιερέων σπατάλη, μοναζόντων αμέλεια^ έσονται οι ηγούμενοι καταφρονούντες της εαυτών σωτηρίας και του ποιμνίου, πρόθυμοι πάντες και σπουδαίοι εις τάς τραπέζας και μαχημάριοι, οκνηροί εις τάς ευχάς, και εις τάς καταλαλιάς πρόθυμοι, πρόχειροι εις το κατακρίναι τους βίους των γερόντων και τους λόγους αυτών μήτε μιμούμενοι, μήτε ακούοντες, αλλά μάλλον λοιδορούντες και λέγοντες ότι, “ει ήμεν και ημείς εν ταίς ημέραις αυτών, ηγωνισάμεθα αν και ημείς”. Οι δε Επίσκοποι εν ταίς ημέραις εκείναις έσονται αιδούμενοι πρόσωπα δυνατών, κρίνοντες κρίσεις εν δώροις, μη υπερασπίζοντες πτωχού εν κρίματι, θλίβοντες χήρας, ορφανούς καταπονούντες^ εισελεύσεται δε και εις τον λαόν απιστία, ασωτία, μίσος, έχθρα, ζήλος, ερίθεια, κλοπαί, μάθαι. Και είπεν ο αδελφός. Τι ούν ποιήσει τις εν τοις καιροίς και χρόνοις εκείνοις; και είπεν ο γέρων^ τέκνον, εν ταίς τοιαύταις ημέραις ο σώζων, σώζει την εαυτού ψυχήν, και μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών”.

Από τις προφητείες αυτές, που κατά ένα μεγάλο μέρος έχουν ήδη πραγματοποιηθή, μπορεί να βγάλη κανείς ολοκάθαρα το συμπέρασμα για το που οδηγείται η ανθρωπότης. Το μέλλον της είναι μια πνευματική χρεωκοπία, όπου η αγάπη πρός τον Θεό και τον πλησίον θα έχη ψυχρανθή και οι άνθρωποι θα έχουν γίνει στό έπακρο εγωϊσταί, φιλάργυροι, αλαζόνες, βλάσφημοι, φιλήδονοι.

Η πνευματική όμως χρεωκοπία δεν θα εμφανίζεται γυμνή και τερατώδης, όπως είναι, αλλά θα καλύπτεται από ένα θαυμαστό πρόσχημα θρησκευτικότητος. Οι άνθρωποι αυτοί με τα τόσα πνευματικά έλκη, θα έχουν εν τούτοις “μόρφωσιν ευσεβείας”. Πολλοί θα είναι εκείνοι που θα κηρύττουν στό όνομα του Χριστού, και θα ξεγελούν με την ψεύτικη ευσέβεια και θρησκευτικότητά τους “απολλυμένους”, όσους δεν θα έχουν μέσα στην καρδιά τους την αγάπη της αλήθειας, για να μπορέσουν να διακρίνουν, κάτω από το σχήμα του προβάτου, τους λύκους. Εξ άλλου οι ψευδόχριστοι αυτοί και ψευδοπροφήτες, στό τέλος των καιρών, θα συνοδεύουν το κήρυγμά τους με σημεία και τέρατα μεγάλα, που θα αντλούν από την δύναμι του σατανά, (πνευματισμός, μαγεία, φακιρισμός κ.τ.λ.).

Όταν πιά θα έχη διαβρωθή η πίστις των μεγάλων μαζών της ανθρωπότητος από τους ψευδοπροφήτες αυτούς και θα έχουν προετοιμασθή οι ψυχές, τότε θα αποκαλυφθή αυτός τον οποίον περέμεναν και περιμένουν οι Εβραίοι, αυτός του οποίου τον δρόμο αιώνες τώρα ανοίγει η ανθρωπότης, αυτός που θα γίνη το σύμβολο και ο Θεός όλης της χαμένης γενιάς των τελευταίων ανθρώπων, “ο άνθρωπος της αμαρτίας”, της μεγάλης και εωσφορικής αμαρτίας του πνεύματος, ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και σαν τον εωσφόρο υπεραιρόμενος πάνω από κάθε τι που οι άνθρωποι σεβάσθηκαν μέχρι τότε. Θα καθήση στό ναό του Θεού σαν θεός, και με φοβερές δυνάμεις και σημεία και τέρατα που θα κάνη με την δύναμι του σατανά, θα αποδεικνύη στα σκοτισμένα και κοντόφθαλμα μυαλά των ανθρώπων ότι αυτός και όχι άλλος είναι ο θεός.

Αυτός θα πραγματοποιήση την ποθητή για τους αισθηματίες ένωσι. Μπροστά στον δικό του θρόνο θα σκύψουν να προσκυνήσουν αδελφωμένοι οι άνθρωποι όλων των θρησκειών και όλων των “πνευματικών” ρευμάτων. Αυτός θα ενώση κάτω από το σκήπτρο του όλα τα έθνη της γής, διότι “... εδόθη αυτώ εξουσία επί πάσαν φυλήν και λαόν και γλώσσαν και έθνος. Και προσκυνήσουσιν αυτόν πάντες οι κατοικούντες επί της γής, ών ου γέγραπται το όνομα εν τω βιβλίω της ζωής του αρνίου του εσφαγμένου...” ($$Αποκ. ΙΓ΄ 7-8).

Για τους ανθρώπους του κόσμου, αυτή η προοπτική του παγκοσμίου κράτους και της παγκοσμίου θρησκείας είναι κάτι το πολύ ευχάριστο. Το ίδιο συμβαίνει και για όσους ποθούν σήμερα την ένωσι των “Εκκλησιών”, και δεν δίδουν σημασία στην αλήθεια. Για τους τελευταίους αυτούς τα δογματικά θέματα είναι μισερές βυζαντινολογίες. Αλλά “διά τούτο πέμψει αυτοίς ο Θεός ενέργειαν πλάνης εις το πιστεύσαι αυτούς τω ψεύδει, ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αληθεία, αλλ’ ευδοκήσαντες εν τη αδικία”.

 

ΛΓ΄ Η Νέα Ιερουσαλήμ.

Μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία του Αντιχρίστου, οι λίγοι που θα μείνουν γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί θα αποτελούν την πέτρα του σκανδάλου, την μόνη παραφωνία μέσα στην τόση διαβολική αρμονία. Γι’ αυτούς οι μέρες εκείνες θα είναι ημέρες θλίψεως μεγάλης. “Και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων των εθνών διά το όνομά μου”. Θα είναι μία νέα περίοδος μαρτυρία, μαρτυρίου περισσότερο ψυχικού παρά σωματικού. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί θα είναι μέσα στό απέραντο παγκόσμιο κράτος οι απόκληροι της κοινωνίας. “Και ποιήση, όσοι αν μη προσκυνήσωσι τη εικόνι του θηρίου, ίνα αποκτανθώσι. Και ποιεί πάντας, τους μικρούς και τους μεγάλους, και τους πλουσίους και τους πτωχούς, και τους ελευθέρους και τους δούλους, ίνα δώσωσιν αυτοίς χάραγμα επί της χειρός αυτών της δεξιάς, ή επί των μετώπων αυτών, και ίνα μη τις δύναται αγοράσαι ή πωλήσαι ειμή ο έχων το χάραγμα, το όνομα του θηρίου ή τον αριθμόν του ονόματος αυτού” (Αποκ. ΙΓ΄ 15-17). Ναί! “Τότε παραδώσουσιν υμάς εις θλίψιν και αποκτενούσιν υμάς”... “Ότι κατέβη ο διάβολος πρός υμάς έχων θυμόν μέγαν, ειδώς ότι ολίγον καιρόν έχει” (Αποκ. ΙΒ΄ 12). “Ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται”. “Διά δε τους εκλεκτούς κολοβωθήσονται αι ημέραι εκείναι”. Διότι “ευθέως μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων ο ήλιος σκοτισθήσεται και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής... και αι δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται... και όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελ~ψων του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής”.

Άς κοροϊδεύουν οι άπιστοι και άς οικτίρουν. Οι Χριστιανοί δεν ζούνε για τούτον τον κόσμο. Τούτον τον κόσμο της εξορίας δεν τον έχουν παραδεχθή ποτέ για πατρίαδα τους, και ούτε θελήσανε να τον στολίσουνε σά να επρόκειτο να ζήσουνε σ’ αυτόν για πάντα. Ζούνε σε τούτη τη γή σαν πρόσφυγες, με μια νοσταλγία, την νοσταλγία του Παραδείσου που έχασαν, την νοσταλγία της πατρίδος. Μπορεί να μη γεννηθήκανε σ’ αυτήν, όμως η πατρίδα ζή μέσα στην καρδιά τους και την ακούνε να τους καλή σε κάθε τους βήμα. Νοσταλγούν εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή της σάλπιγγος, τη στιγμή που θ’ αντικρύσουνε “τον γαληνόν οφθαλμόν” του Κυρίου τους, τη στιγμή που το ιλαρό βλέμμα Του θ’ αντικρύση το δικό τους βλέμμα.

Είναι ξένοι σε τούτον τον κόσμο οι Χριστιανοί (άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος). Απομοναχιασμένοι, καταφρονεμένοι, με καρδιά συντριμμένη, με γνώμη λυπητερή, ζώντας αλλιώτικα απ’ τους ανθρώπους (άγιος Ισαάκ ο Σύρος). Είναι σαν άνθρωποι που βαστάνε στα χέρια τους το αίμα τους, μη έχοντας θάρρος στον εαυτό τους, είτε νομίζοντας πώς είναι κάτι τι, αλλά όντας παραπεταμένοι και παραρριγμένοι περισσότερο από όλους τους ανθρώπους (άγ. Μακάριος ο Αιγύπτιος).

Λέτε πώς είναι όπιο η θρησκεία μας, κι έχετε δίκιο. Για σάς που δεν νοιώσατε την παρουσία του Θεού, που δεν σκίρτησε η καρδιά σας από τα ψιθυρίσματα της θείας χάριτος, που δεν έτρεξαν στα μάτια σας τα δάκρυα της θείας αγάπης, για σάς που δεν είδατε τίποτε πίσω απ’ τον ορίζοντα ετούτης της γής, είναι φυσικό η αρνησίκοσμη θρησκεία μας να φαίνεται όπιο. Πράγματι, “ει Χριστός ουκ εγήγερται, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν”. Αλλά ο Χριστός εγήγερται, και αυτό το έχει ζήσει η κάθε αναστημένη ψυχή. Όσοι δεν έχουν ζήσει αυτήν την ανάστασι, είναι φυσικό να γελούν με τους Χριστιανούς.

Πολλές φορές οι Χριστιανοί έδειξαν στον κόσμο, με ατράνταχτη λογική, πόσο γελοίοι είναι όσοι γελούν για την πίστι τους. Αλλά τι μ’ αυτό; Μήπως η λογική τους εμποδίζει να πιστέψουν; Είναι οι αναθυμιάσεις από τον βόρβορο της καρδιάς τους που δεν τους αφήνουν να δούν. Ποτέ η λογική μόνη δεν έκανε τον άνθρωπο να νοιώση τίποτε. Άς γελούνε λοιπόν. Το γέλιο τους φέρνει κοντήτερα στον Κύριο τις πιστές ψυχές.

Σάς επιτρέπουμε λοιπόν να γελάτε. Αυτό που δεν θα σάς επιτρέψουμε όμως ποτέ είναι ν’ αλλάξετε το Ευαγγέλιο, να διαστρέψετε την θρησκεία μας και να την κάνετε υπηρέτρια στα συμφέροντά σας. Δεν θα σάς επιτρέψουμε ποτέ να δώσετε στη θρησκεία μας εγκόσμιες σκοπιμότητες. “Δεν μιλούν (τα Ευαγγέλια) για γήϊνα, αλλά για ουράνια, μαθαίνοντάς μας ζωή και πολιτεία αλλιώτικη, καινούργιο πλούτο και φτώχεια, πρωτόφαντη ελευθερία και δουλεία, άλλη ζωή και άλλο θάνατο, διαφορετικό κόσμο και καθεστώς. Όχι σαν τον Πλάτωνα, που εσκάρωσε την καταγέλαστη εκείνη Πολιτεία του, ούτε σαν τον Ζήνωνα και τους άλλους πολιτικούς, φιλοσόφους και νομοπλάστες. Γιατί όλοι αυτοί είχαν το εξής κοινό γνώρισμα: φανέρωναν ότι τους ενέπνεε κρυφά στην ψυχή το πονηρό πνεύμα. Η ίδια μας η συνείδησι που διαμαρτύρεται, αποδεικνύει ότι όλες οι ιδέες τους ήσαν επινοήματα δαιμονικά κι όλες οι διδασκαλίες τους καταστρατηγούσαν την φύσι” (Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ομιλία Α΄ εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον).

Ο Χριστιανισμός δεν ετοιμάζει λοιπόν καμμιά επίγεια βασιλεία, καμμιά επίγεια πολιτεία, δεν έχει τίποτε το κοινό με τους πολιτισμούς και τα εγκόσμια συστήματα, δεν έχει τίποτε το κοινό με τους καίσαρες και τους παποκαίσαρες. Όλα αυτά που επιδιώκουν οι άνθρωποι του κόσμου, βρίσκονται στό επίπεδο της φθοράς. Ο Χριστιανισμός σκέπτεται, ζή και κινείται μέσα στον κόσμο της αφθαρσίας.

Αυτοί που θέλουν να ενώσουν τις χριστιανικές λεγόμενες “Εκκλησίες” δεν πιστεύουν στην Εκκλησία, δεν πιστεύουν στη θρησκεία του Χριστού. Την χρησιμοποιούν απλώς. Την χρησιμοποιούν για τους δικούς τους σκοπούς. Σκοπός τους είναι η επίγεια Πολιτεία στην οποία θέλουν να υποτάξουν όλους τους ανθρώπους.

Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα θέμα ενώσεως των Χριστιανών. Οι πραγματικοί Χριστιανοί ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε ενωμένοι. Ήταν, είναι και θα είναι μία ποίμνη με έναν Ποιμένα. Οι άνθρωποι οποιοδήποτε όνομα κι αν έχουν, σε οποιαδήποτε θρησκεία και αν ανήκουν, έχουν έναν προορισμό: να βρούν την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, και να πιούν από το ύδωρ το “αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον”. Η Εκκλησία είναι Μία. Οι άνθρωποι είναι πολλοί, και λίγοι απ’ αυτούς είναι παιδιά της.

Η Πολιτεία που προορίζεται για τους φίλους του Θεού δεν έχει τίποτε από τούτον τον κόσμο. Είναι αχειροποίητος και αιώνιος, άλλης γής και άλλου κόσμου ύπαρξις. “Και είδον ουρανόν καινόν και γήν καινήν... και την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καινήν είδον καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού... και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ουρανού λεγούσης^ ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και σκηνώσει μετ’ αυτών και αυτοί λαός αυτού έσονται, και αυτός ο Θεός μετ’ αυτών έσται, και εξαλείψει απ’ αυτών ο Θεός πάν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος ουκ έσται έτι, ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος ουκ έσται έτι^ ότι τα πρώτα απήλθον. Και είπεν ο καθήμενος επί τω θρόνω^ ιδού καινά ποιώ πάντα... εγώ το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος. Εγώ τω διψώντι δώσω εκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν... και όψονται το πρόσωπον αυτού, και το όνομα αυτού επί των μετώπων αυτών^ και νύξ ουκ έσται έτι, και ου χρεία λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτιεί αυτούς, και βασιλεύουσιν εις τους αιώνας των αιώνων” (Αποκαλ. ΚΑ΄ και ΚΒ΄).

ΤΕΛΟΣ


ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ