ΑΛΕΞ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΟΥ
Θέμα:
Σκέψεις ενός
ορθόδοξου για τις προσπάθειες
ενώσεως της Μίας, Αγίας, Καθολικής
και Αποστολικής Εκκλησίας με τις
δήθεν Εκκλησίες της Δύσεως. Aπό την
εποχή της πρώτης του εμφάνισης το
μικρό αυτό βιβλίο έγινε ευρύτατα
γνωστό και διαβάστηκε με το ίδιο
ενδιαφέρον τόσο από ορθοδόξους όσο
και από μη ορθοδόξους. Ιδιαίτερα
διαφωτιστικά είναι τα κεφάλαιά του
σχετικά με την ορθόδοξη
εκκλησιολογία και τη σωτηρία, καθώς
και τα σχετικά με τη συμμετοχή της
ορθόδοξης εκκλησίας στο λεγόμενο
“Παγκόσμιο Συμβούλιο των
εκκλησιών”. Μέσα από τις σελίδες
του βιβλίου, γίνεται κατανοητή η
σημασία και η βαρύτητα της
εκκλησιαστικής μοιχείας που
παρατηρείται στον αιώνα μας, δηλαδή
της Οικουμενιστικής Κίνησης.
Πρόλογος του Φώτη Κόντογλου
1η
έκδοση, Αστήρ 1964, 2η έκδοση, 1995,
Copyright: Εκδόσεις
Ζέφυρος, ISBN: 960
- 7342 - 03 - 8
Στο κείμενο που
ακολουθεί κρατήσαμε την ορθογραφία
του πρωτοτύπου (1964) για τεχνικούς
λόγους
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ (1989)
Το βιβλίο αυτό γράφηκε πρίν από εικοσιεπτά χρόνια, με την ελπίδα μήπως βοηθήσει να αναχαιτισθεί η εκκλησιαστική μοιχεία του Οικουμενισμού. Αλίμονο όμως! Η ελπίδα εκείνη αποδείχθηκε φρούδα. Ο Οικουμενισμός όχι μόνον προχώρησε και έφθασε στην κοινή λατρεία, και μάλιστα σε ανώτατο επίπεδο, αλλά ξεπέρασε και αυτά τα όρια του Χριστιανισμού, έγινε θρησκευτικός συγκρητισμός και σατανική πανθρησκεία, τύπου Ασίζης και “Νέας Εποχής”.
Το κακό ήρθε σιγά και ύπουλα, από πολύ παλιά. Είναι το “μυστήριο της ανομίας”, που “ενεργείται” διαρκώς και περισσότερο με την πάροδο των αιώνων και τείνει πρός την εσχατολογική αποκορύφωσή του. Για μας εδώ, στην ορθόδοξη ανατολή, η τελευταία φάση του άρχισε να διαγράφεται εμφανέστερα κατά τη διάρκεια του περίφημου “αιώνα των φώτων”, με το “Μεγάλο” Πέτρο και τη “Μεγάλη” Αικατερίνη της Ρωσίας και όλους εκείνους τους “ορθόδοξους”, που εκστατικοί μαθήτευαν στα ειδωλολατρικά “φώτα” της Δύσης.
Διδάσκαλοι με μεγάλο όνομα, σαν τον Ευγένιο Βούλγαρη και τον Κοραή, δίδασκαν στην Ελλάδα την ειδωλολατρία και τους νεώτερους φιλοσόφους της Δύσεως και διαπληκτίζονταν οι λόγιοι από τα Ιωάννινα μέχρι το Φανάρι για το ποιοί φιλόσοφοι ήταν ανώτεροι, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης ή ο Leibnitz, ο Wolff και ο Locke.
Οι λίγοι μοναχοί του Αγίου Όρους που είχαν αληθινά χριστιανικό φρόνημα έβλεπαν με θλίψη την ματαιολογία των κατ’ όνομα ορθοδόξων Χριστιανών και αδιάφοροι για την κοσμική σοφία, έβοσκαν στον τερπνό και φωτεινό λειμώνα των συγγραμμάτων των αγίων διδασκάλων της Εκκλησίας, όπου επιλάμπει ο Χριστός και μόνον.
Αποτέλεσμα ήταν να επέλθει ανάμεσα στα δύο αυτά αντίθετα ρεύματα, τέτοια ψυχική διάσταση, ώστε στό Άγιον Όρος να εξελιχθεί, με ελάχιστη κατά τα φαινόμενα αφορμή, η περίφημη περί μνημοσύνων και κολλύβων μάχη, που είχε δραματικές για τον τόπο συνέπειες. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για σύγκρουση του πατερικού πνεύματος της Ορθοδοξίας με το πνεύμα του κόσμου, που φορούσε κι αυτό μοναχική περιβολή.
Τα θλιβερά εκείνα γεγονότα, που προσπάθησα κι εγώ να περιγράψω με συντομία στό περιοδικό “Οι Ρίζες” (Τεύχη 23 και 24), είναι το κλειδί για την κατανόηση της Ιστορίας μας, των δύο τελευταίων αιώνων. Πολύ πρίν γίνει ο διωγμός της Ορθοδοξίας από τον Φαρμακίδη και τους Βαβαρούς είχε γίνει ένας άλλος διωγμός στην ίδια την καρδιά της, τον Άθωνα. Και τον διωγμό εκείνον, τον πρώτο, δεν τον έκαναν χωροφύλακες αλλά μοναχοί, συνεπικουρούμενοι από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Λίγοι έχουν αντιληφθεί πόσο καίρια σημασία είχε ο διωγμός των κολλυβάδων από το Άγιον Όρος για τις μετέπειτα εξελίξεις σ’ ολόκληρο το χώρο της ορθόδοξης ανατολής. Χωρίς τη σωστή εκτίμηση των γεγονότων αυτών δεν μπορούμε να καταλάβουμε από ποιά “σκάλα” κατεβήκαμε στό “υπόγειο” που βρισκόμαστε σήμερα, και θα παραμείνει αίνιγμα πώς, λαοί που έδωσαν στην Εκκλησία του Χριστού τόσους αγίους και μάρτυρες, έφθασαν στις μέρες μας να παραδώσουν την Ορθοδοξία στους εχθρούς της χωρίς αντίσταση.
Πολλά έχουν γραφεί για το καλό που έγινε στην υπόλοιπη Ελλάδα από τους μοναχούς με πατερικό φρόνημα και βίωμα, που διωγμένοι από το Άγιο Όρος από τους εκεί συνασκητές τους, και με το χλευαστικό παρωνύμιο “κολλυβάδες”, εγκατεστάθηκαν και ασκήτεψαν σε διάφορα νησιά του Αιγαίου στα τέλη του 18ου αιώνα. Ελάχιστα όμως έχουν γραφεί για το κακό που έγινε στό ίδιο το Άγιον Όρος από την ολοκληρωτική ερήμωσή του από τους φορείς της ορθοδόξου Παραδόσεως ή για το κακό που έγινε στις ορθόδοξες χώρες από το γεγονός αυτό.
Το Άγιον Όρος είναι το μοναστικό κέντρο της Ορθοδοξίας για ολόκληρη τη δεύτερη μετά Χριστόν χιλιετηρίδα, ο δε μοναχισμός είναι η καρδιά της Ορθοδοξίας. Τα γεγονότα του 18ου αιώνα έμειναν η αθεράπευτη πληγή της καρδιάς αυτής. Ο κύριος αγωγός της πνευματικής μας Παράδοσης διακόπηκε, και οι σποραδικές και διάσπαρτες εστίες της κατακερματίστηκαν και αποδυναμώθηκαν ολοσχερώς σε διάστημα μικρότερο του αιώνος. Η άνθηση της Ορθοδοξίας στα νησιά του Αιγαίου και η παράλληλη και αντίστοιχη άνθηση της Παϊσιανής παράδοσης στη Μολδαβία και τη Ρωσία δεν είχαν την απαιτούμενη μάζα για να συνεχίσουν την πρώθησή τους μέσα στους αντίξοους καιρούς. Ήταν δύο μεγάλοι ποταμοί με καθαρό και δροσερό νερό, που η πηγή τους, το Άγιον Όρος, είχε στερέψει. Τα μνημεία της φωτεινής εκείνης εποχής είναι σήμερα ερείπια εγκαταλειμένων μοναστηριών, όπως του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο, του Νιαμέτς στη Ρουμανία, της Όπτινα στη Ρωσία. Το κακό το επισφράγησαν οι δύο μεγάλες καταστροφές, της Μικράς Ασίας και της Ρωσίας.
Όταν το 1924 το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η Εκκλησία της Ελλάδος κατήργησαν το εορτολόγιο των ορθοδόξων και έφεραν στη θέση του το εορτολόγιο του Πάπα Γρηγορίου, πολλοί ευσεβείς άνθρωποι στην Ελλάδα κατάλαβαν ότι οι ποιμένες τους “θέλουν να μας φραγκέψουν” και έπαψαν να έχουν εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Έμειναν όμως χωρίς επισκόπους, χωρίς πρεσβυτέρους και χωρίς ναούς. Τότε ήρθε αρωγός στό λαό το Άγιον Όρος, που κι αυτό δεν είχε δεχθεί την καινοτομία και το μεγάλο μέρος των μοναχών του δεν μνημόνευε τον καινοτόμο Πατριάρχη. Έτσι, οι ιερομόναχοι και οι απλοί μοναχοί του Αγίου Όρους έγιναν οι καθοδηγητές του ορθόδοξου λαού, που χλευαστικά ονομάστηκαν “Παλαιοημερολογίτες”.
Όμως, τι είδους ορθοδοξία έδωσαν οι αγιορείτες αυτοί στό λαό που διψούσε για την αλήθεια και ήθελε να μείνει στην πίστη και στην ευσέβεια των Πατέρων του; Ποιά άλλη από την “Ορθοδοξία” των διωκτών εκείνων αγιορειτών του 18ου αιώνος που είχαν φορτώσει στην ψυχή τους το αίμα των δολοφονημένων κολλυβάδων; Γιατί, αυτή η πίστη, αυτη η παράδοση, αυτή η ευσέβεια είχε μείνει στό Άγιον Όρος μετά την αποπομπή των κολλυβάδων. Κάθε πνευματικός γυιός αυτήν την παράδοση κληρονομούσε από τον πνευματικό του πατέρα, αυτήν την παράδοση που η Αγία Γραφή ονομάζει “παράδοση των ανθρώπων”. “Διατί παραβαίνετε την εντολή του Θεού διά την παράδοσιν υμών; Υποκριταί! Καλώς προεφήτευσε περί υμών Ησαϊας λέγων^ εγγίζει μοι ο λαός ούτος τω στόματι αυτών και τοις χείλεσι με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού^ μάτην δε σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίαν εντάλματα ανθρώπων...” (Ματθ. ιε΄).
Να, λοιπόν, πώς φθάσαμε να ενσκήψει η λαίλαπα του Οικουμενισμού και του συγκρητισμού επάνω μας και να μήν υπάρχουν άνθρωποι να προβάλουν αντίσταση. Ποιος να αντισταθεί; το πλήθος των αδιαφόρων και απονευρωμένων ψυχών των Χριστιανών της καλοπέρασης, που χειροκροτούν κάθε νεοτερισμό και τρέφονται πνευματικά με ορθοδοξόμορφο δυτική ευσέβεια ή οι προδομένοι από τους γεροντάδες και πνευματικούς τους φιλομόναχοι που αν συναντούσαν σήμερα έναν από εκείνους τους αγίους κολλυβάδες του 18ου αιώνα θα τον προπηλάκιζαν και θα τον εξευτέλιζαν πολύ χειρότερα από τους πνευματικούς των προγόνους;
Οι σημερινοί “ορθόδοξοι” διδάχθηκαν δύο ειδών “Ορθοδοξίες”. Ή την “Ορθοδοξία” του “χαρά και γέλιο και καμάρι” ή τη μοναστική “Ορθοδοξία” της αντικολλυβαδικής παραδόσεως. Την πατερική Ορθοδοξία λίγοι την γνωρίζουν και ελάχιστοι την αγαπούν και αγωνίζονται να τη ζήσουν. Όμως αυτή είναι η μόνη που έχει το “ύδωρ το ζών” που κάνει ζωντανές τις ψυχές των ανθρώπων, ώστε να μπορούν να αγωνιστούν για την αλήθεια.
Πώς, λοιπόν, να αναχαιτισθεί ο Οικουμενισμός αφού φυτεύθηκε σε τόσο πρόσφορο έδαφος; Οι ορθόδοξοι Χριστιανοί των τελευταίων καιρών “την αγάπην της αληθείας ουκ εδέξαντο εις το σωθήναι αυτούς^ και διά τούτο πέμψει αυτοίς ο Θεός ενέργειαν πλάνης εις το πιστεύσαι αυτούς τω ψεύδει, ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αληθεία, αλλ’ ευδοκήσαντες εν τη αδικία” (Θεσσ. Β΄, β΄ 10-12). Εκεί που φθάσαμε μόνο θαύμα μπορεί να μας σώσει, όσους βέβαια θέλουμε να σωθούμε. Γιατί έχουμε μπροστά μας τη δαιμονική ειδωλολατρική πανθρησκεία με ορθοδοξοφανή πολλές φορές προσωπεία, και από πίσω μας δεν έχουμε την παράδοση και το παράδειγμα για να μας καθοδηγήσει και να μας στηρίξει. Εμείς, οι έσχατοι Χριστιανοί, δεν έχουμε δίπλα μας αγίους ανθρώπους για να μας δείξουν τον δρόμο, ζωντανοί πρός ζωντανούς, όπως γινόταν παλιά. Έχουμε όμως σε αφθονία κάτι που δεν το είχαν οι παλιοί, έχουμε τα βιβλία των αγίων. Ο Θεός οικονομεί για την κάθε γενεά με αγάπη και δικαιοσύνη. Άς επωφεληθούμε, λοιπόν, από το μερίδιο το δικό μας. Ο Θεός κάνει και σήμερα θαύματα, όπως παλιά, και θα μας σώσει αν δεν συμβιβασθούμε με κανένα ψέμα και αν αποφασίσουμε “πάντα παθείν διά την ευσέβειαν”. Αν θέλουμε να μείνουμε αληθινοί μαθητές του Χριστού στα χρόνια των μεγάλων θλίψεων που έρχονται, πρέπει να πάρουμε την απόφαση να είμαστε αληθινοί σε όλα, έστω και αν χρειαστεί να μείνουμε μόνον δύο ή τρείς συνηγμένοι στό Όνομά Του.
Το βιβλίο που έχετε στα χέρια σας δεν έφερε μέχρι τώρα κανένα εμφανές αποτέλεσμα. Είναι όμως τόσο επίκαιρα τα όσα είναι γραμμένα σ’ αυτό, ώστε πολλοί θα νομίσουν ότι το έγραψα σήμερα και όχι πρίν από 27 ολόκληρα χρόνια. Εν τούτοις, το κείμενο παραμένει αναλλοίωτο, όπως ακριβώς τυπώθηκε το 1964. Ούτε γράμμα δεν έχει αλλάξει. Το μόνο καινούργιο είναι αυτός ο πρόλογος.
Σήμερα, φυσικά, δεν πιστεύω ότι μπορεί να αναχαιτισθεί το κακό. Θέλω, μόνο, να μη χαθεί η μαρτυρία της αλήθειας. Αυτό είναι το δικό μας ανθρώπινο καθήκον. Τα υπόλοιπα τα ξέρει μόνον ο Θεός.
Δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο σημεία του κειμένου, που πρέπει να διορθωθούν. Το πρώτο είναι στη σελίδα 35. Γράφω: “Ο λόγος για τον οποίον απεφασίσθη η εισαγωγή του νέου ημερολογίου στην Ελλάδα ούτε αστρονομικός ούτε θεολογικός ήταν”. Ότι ο λόγος δεν ήταν αστρονομικός είναι αλήθεια, αλλά ότι δεν ήταν ούτε θεολογικός είναι λάθος. Η αλλαγή του ημερολογίου ήταν η πρώτη πράξη του Οικουμενισμού, η πρώτη εμπράγματη εφαρμογή του. Με την εισαγωγή του δυτικού εορτολογίου στην Εκκλησία της Ελλάδος πραγματοποιήθηκε η εορτολογική ένωσή της με τους Παπικούς και τους Προτεστάντες. Τα στάδια της ενώσεως των Ανατολικών με τους Δυτικούς είχαν περιγραφεί επίσημα στην περίφημη εγκύκλιο “πρός τάς απανταχού Εκκλησίας του Χριστού”, που κυκλοφόρησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σ’ όλες τις αερετικές και ορθόδοξες Εκκλησίες το 1920, τέσσερα χρόνια πρίν από την αλλαγή του ημερολογίου στην Ελλάδα (βλέπε Ι. Καρμίρη, “Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, τόμος β΄). Στην εγκύκλιο αυτή, η αλλαγή του εορτολογίου περιγράφεται σαν το πρώτο βήμα, η πρώτη φάση της ενώσεως των Εκκλησιών, που πρέπει να προηγηθεί όλων των άλλων.
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να διορθωθεί είναι στη σελίδα 95, εκεί που γράφω για τις ρωσικές Εκκλησίες. Η διαφορά ανάμεσα στό Πατριαρχείο της Μόσχας και τη Ρωσική Εκκλησία της διασποράς, που δεν έχει εκκλησιαστική κοινωνία με το Πατριαρχείο, δεν ήταν τόσο επιφανειακή όσο νόμισα τότε. Το Πατριαρχείο της Μόσχας ταυτίστηκε με το αντίθεο κομμουνιστικό κράτος το 1927 επί Σεργίου, που έγινε Πατριάρχης επειδή δέχθηκε να διακηρύξει τα εντελώς αντίθετα απ’ όσα είχε διακηρύξει η Σύνοδος του 1917-18 και ο Πατριάρχης Τύχων, που μαρτύρησε δηλητηριασμένος το 1925. Μέχρι σήμερα, το Πατριαρχείο Μόσχας είναι υπάκουα υποταγμένο στό σοβιετικό κράτος από το οποίο και χρηματοδοτείται. Τι δρόμο θα ακολουθήσει στό μέλλον η Ρωσική Εκκλησία της διασποράς δεν το ξέρω, ένα είναι βέβαιο, το 1983 η Εκκλησία αυτή αναθεμάτισε επίσημα την αίρεση του Οικουμενισμού και όσους κοινωνούν μ’ αυτήν. Ο αναθεματισμός αυτός πήρε κεντρική θέση στό Συνοδικό της Ορθοδοξίας και διαβάζεται έκτοτε επίσημα σε κάθε ορθόδοξο ναό την Κυριακή της Ορθοδοξίας μαζί με τα άλλα αναθέματα των από αιώνων αιρετικών.
Όσα έγιναν μέσα στα 27 χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοση δικαίωσαν την κάθε γραμμή του βιβλίου αυτού. Υπήρξαν διάσημοι πνευματικοί τότε, που όταν διάβασαν τα χειρόγραφα εισηγήθηκαν στους εκδότες ή να μη δημοσιευθεί το βιβλίο ή να αλλάξει, για να μη φέρει χωρίς λόγο ταραχή στην Εκκλησία. “Μετά από κάθε κακοκαιρία, έλεγαν, ξαναβγαίνει ο ήλιος. Μόλις πεθάνει ο Αθηναγόρας η Ορθοδοξία θα ξαναλάμψει στό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως”. Ο Αθηναγόρας πέθανε, αλλά η Ορθοδοξία δεν ξαναέλαμψε ούτε και θα ξαναλάμψει στα Πατριαρχεία της Ανατολής, όπως δεν ξαναέλαμψε δέκα αιώνες τώρα στό Πατριαρχείο της Ρώμης. Η αδιάκριτη αισιοδοξία των πνευματικών είναι μια από τις αιτίες της αδράνειας των ορθοδόξων μπροστά στην αποστασία των ποιμένων τους, που προφήτεψε ο Απόστολος Παύλος (Β΄ Θεσσ. β΄3). Ο Κύριος δεν ήταν καθόλου αισιόδοξος για την εξέλιξη των γεγονότων και μας είχε εξηγήσει, όπως εξ’ άλλου και όλοι οι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, ότι όσο περνάει ο καιρός και θα πλησιάζει η ένδοξη Δευτέρα Παρουσία και η ανάσταση και η ανακαίνιση των πάντων, θα πηγαίνουμε από το κακό στό χειρότερο, σε σημείο να κινδυνεύσουν στό τέλος να χαθούν και οι εκλεκτοί. “Πλήν ο υιός του ανθρώπου ελθών, άρα ευρήσει την πίστην επί της γής;” (Λουκ. ιη΄, 8). Στό τέλος, είπε ο Κύριος, η ανθρωπότητα θα είναι όπως ήταν στις μέρες του Νώε και στις μέρες του Λωτ, δηλαδή Σόδομα και Γόμορα (Λουκ. ιζ΄ 26, 28). Η αποστασία των ποιμένων δεν θα αφήνει τους ποιμενόμενους να ανανήψουν, διότι θα τους ζητούν να κάνουν υπακοή σ’ αυτούς που οι ίδιοι δεν κάνουν υπακοή στό Χριστό τον οποίο οι περισσότεροι ούτε αγαπούν, ούτε κάν πιστεύουν σ’ Αυτόν.
Αλέξανδρος Καλόμοιρος
Σ.τ.Ε. Ο πρόλογος αυτός γράφηκε τον Απρίλιο του 1989, ένα περίπου χρόνο πρίν το θάνατο του συγγραφέα.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Φώτη
Κόντογλου
“Ούτε γάρ ποτε εν λόγω κολακείας εγενήθημεν, καθώς οίδατε, ούτε εν προφάσει πλεονεξίας, Θεός μάρτυς, ούτε ζητούντες εξ ανθρώπων δόξαν” (Α΄ Θεσσαλον. β΄, 5).
“Λέξιν μέν ενδέχεται μέσην δύο δοξών ευρεθήναι, τάς αμφοτέρας σημαίνουσαν ομωνύμως, Δόξα δε μέση εναντίον δοξών περί του αυτού πράγματος, αδύνατον... Ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της Ορθοδόξου πίστεως”.
(Μάρκος Ευγενικός).
Αληθινά, “μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον” καθώς λέγει ο μακάριος απόστολος Παύλος. Η ευσέβεια και η πίστις, επειδή είναι μυστήρια, δίνουν καρπούς τους οποίους δεν είναι μπορετό να τους δώσει η γνώσις.
Ο συγγραφεύς τούτου του βιβλίου δεν είναι θεολόγος σπουδασμένος στα σχολεία που σπουδάζουν ένα πράγμα που δεν σπουδάζεται, την θεολογίαν. Αυτός εσπούδασε την ιατρικήν που σπουδάζεται, γιατί είναι γνώσις κοσμική, ανθρώπινη. Εβύζαξε την Ορθόδοξον πίστιν και την ευσέβειαν από την παράδοσιν, την επήρε, με τον τρόπον που λέγει ο ίδιος ότι μεταδίδεται η πίστις και η ευσέβεια, από διδάσκαλο εις μαθητήν, από γονιόν σε παιδί, από γέροντα εις υποτακτικόν, από Χριστιανόν εις Χριστιανόν. Διά τούτο είναι “παθών και ουχί μαθών τα θεία”, έχοντας διά οδηγόν την πίστιν και όχι την γνώσιν. “Περιπατεί διά πίστεως, ου διά είδους”, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος. Και διά τούτο, το βιβλίον του είναι σκληρόν, μη έχοντας τους συμβιβασμούς που φανερώνουν την ολιγοπιστίαν, μήτε την εξοικονόμησιν διά να μη γίνει κανείς δυσάρεστος εις τους αντιφρονούντας, μήτε την ψευτοαδελφωσύνην. Η προσήλωσις εις την αλήθειαν δεν συγχωρεί συμβιβασμούς. Σκληρόν και απότομον είναι το βιβλίον του, αν και ο συγγραφεύς του είναι αληθινά ταπεινός, ειρηνικός, πράος, επιεικής, ανυπερηφάνευτος. Πλήν η πίστις του δίδει την μάχαιραν του Πνεύματος, και ο ταπεινός, ο συνετός, ο επιεικής, ο πλήρης αγάπης, φαίνεται σκληρός και απότομος. Μήπως το ίδιον δεν φαίνεται ο άγιος Ιωάννης, ο Θεολόγος Ιωάννης, ο κήρυκας της αγάπης, απότομος και αυστηρός περισσότερον από άλλους αποστόλους και κήρυκας του Ευαγγελίου, όπως φανερώνεται εις την Α΄ επιστολήν του και εις την Αποκάλυψιν;
Ο συγγραφεύς τούτου του μικρού βιβλίου είναι νέος. Πλήν “μηδείς της νεότητος αυτού καταφρονείτω”. Με αυτόν έκαμα την πνευματικήν γνωριμίαν όταν εσπούδαζε την ιατρικήν εις την Ελβετίαν, τον καιρόν που εξεδίδαμεν το περιοδικόν “Κιβωτός”. Τότε μου έγραψε μίαν επιστολήν διά κάποια σατανικά δημοσιεύματα ενός καθολικού εις την εφημερίδα “LE COURRIER”, και εζητούσε να φυλάξωμεν την Ορθόδοξον πίστιν μας από τάς παγίδας των αιρετικών. Κατόπιν μου έγραψε πολλά γράμματα, και έως σήμερα μου γράφει επιστολάς που είναι πάντοτε πολύ διδακτικές και ωφέλιμες, και ευωδιάζουν από βαθείαν πίστιν και αγάπην πρός την ιεράν παράδοσίν μας. Διά τούτο τον παρεκίνησα επιμόνως να γράψη εκτενέστερα επάνω εις τα θέματα τα οποία εσχεδίαζε με συντομίαν εις τάς επιστολάς του, και του εζήτησα να συγκατατεθεί να τυπωθούν εις βιβλίον, γνωρίζοντας την μετριοφροσύνην του. Εδέχθη τέλος, και τούτο το μικρόν βιβλίον είναι το πρώτον που έστειλεν εις τον εκδότην κ. Αλέξανδρον Παπαδημητρίου, ο οποίος μετά χαράς προσεφέρθη να το εκδώσει.
Το βιβλίον αυτό, “πολλή συνέσει” γραμμένον, γνωρίζομεν ότι θα κατακριθεί από πολλούς, ως απότομον και οργίλον, επειδή εις τον υποκριτικόν καιρόν μας εκτιμώνται ως γνήσιοι Χριστιανοί κάποιοι άνθρωποι που δεν έχουν μέσα εις την καρδίαν των το πύρ της πίστεως, και μάλιστα της Ορθοδόξου πίστεως, ήγουν της αληθινής, και διά τούτου είναι χλιαροί, άτονοι, συμβιβαστικοί, ευπροσήγοροι, όπως είναι πολλοί από εκείνους που καταγίνονται συστηματικώς εις την θεολογίαν. Ο κόσμος έμαθε να θεωρεί τους τοιούτους ως καλούς και ανεξικάκους Χριστιανούς, ενώ εκείνους που είναι ωσάν τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου, δηλαδή “τω πνεύματι ζέοντες”, τους απεχθάνεται ως φανατικούς, μισαλλοδόξους, δεισιδαίμονας, και στενοκέφαλους τυπολάτρας.
Αλλοίμονον! Σήμερον κατήντησαν οι θεολόγοι “συζητηταί του αιώνος τούτου”. Οι άνθρωποι που καταγίνονται με την θρησκείαν, γράφουν σωρούς από βιβλία μεγάλα και επίσημα, γεμάτα από την λεγομένην “θεολογικήν επιστήμην”, η οποία κατά τον τρόπον που ερευνά τα της θρησκείας δεν είναι άλλη παρά η κοσμική γνώσις την οποίαν λέγει ο απόστολος Παύλος “κενήν απάτην” και “μεθοδείαν της πλάνης”. Το Ιερόν Ευαγγέλιον, που είναι η απλότης, ανατέμνεται, ψηλαφείται, διαμελίζεται, κατά τα συστήματα της φιλοσοφίας, της “κενής απάτης”. Σύγχυσις, περιπλοκή, θεωρίες που σκοτίζουν τον άνθρωπον, “μωραί ζητήσεις και γενεαλογίαι και μάχαι νομικαί”, λάσπες που θολώνουν το διαυγές ύδωρ το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον, όλα αυτά γράφονται εν ονόματι Εκείνου που ήλθεν εις τον κόσμον διά να σώσει το απολωλός πρόβατον, τον άνθρωπον της ματαίας γνώσεως, από το φορτίον της αμαρτωλής διανοίας του, κράζοντας: “Δεύτε πρός με πάντες οι πεφορτισμένοι από την μωράν και άσκοπον σοφίαν”. Σωροί χάρτου γράφονται εν ονόματι του Χριστού και του Ευαγγελίου του, το οποίον το αισθάνεται η απλουστέρα καρδία, ενώ εκείνοι που γράφουν αυτά τα ακαταμέτρητα βιβλία, επεριπλανήθησαν μέσα εις τον λαβύρινθον και εις το σκότος της ιδικής των σοφίας, μακράν από τον Χριστόν τον οποίον ελησμόνησαν, απορροφημένοι από τάς ματαιότητας της διανοίας των. Η καρδία των δεν αισθάνεται πλέον την πνοήν του Θεού, ενεκρώθη, εξηράνθη από την δοκησισοφίαν, διά την οποίαν τους τιμούν οι άνθρωποι.
Αυτούς εννοούσεν ο θεόγλωσσος απόστολος Παύλος, γράφοντας: “Έσται γάρ καιρός ότε της υγιαινούσης διδασκαλίας ουκ ανέξονται, αλλά, κατά τάς επιθυμίας τάς ιδίας, εαυτοίς επισωρεύσουσι διδασκάλους, κνηθόμενοι την ακοήν, και από μέν της αληθείας την ακοήν αποστρέψουσιν, επί δε τους μύθους εκτραπήσονται” (Β΄ Τιμοθ. γ΄ 3). “Επισωρεύσουσι διδασκάλους”, θα βγάλουνε σωρούς διδασκάλους, κι ακούοντάς τους θα ευχαριστούνται, επειδή η άδεια σοφία τους θα γαργαρίζει τ’ αυτιά τους, μα για να μήν ακούσουνε την αλήθεια, την απλή αλήθεια της θρησκείας, θα τα φράζουνε, ενώ θα θέλουνε να τους λένε “μύθους”, δηλαδή θεωρίες και φαντασίες κούφιες από κάθε νόημα. Λοιπόν σήμερα δεν βλέπουμε “σωρούς” τοιούτων διδασκάλων, που με τους λόγους των γαργαλούν τ’ αυτιά των σπουδαστών και των άλλων Χριστιανών;
Ως εκ τούτου, το βιβλίον του Καλομοίρου θα ταράξει τα πνεύματα αυτά, τα οποία έβαλαν την θρησκείαν του Χριστού κάτω από το σύστημα της κοσμικής γνώσεως, του ορθολογισμού, και που απεχθάνονται και σαρκάζουν κάθε “υγιαίνουσαν διδασκαλίαν”. Η “υγιαίνουσα διδασκαλία” είναι δι’ αυτούς αφελής αντίληψις της θρησκείας, γεμάτη από τάς δεισιδαιμονίας της παραδόσεως.
Αληθινά, τι ημπορεί να είναι δι’ αυτούς, εκείνο που γράφει ένας άνθρωπος ο οποίος δεν εσπούδασεν εις μίαν μεγάλην σχολήν, πρό πάντων ξένην, όπως ο Καλόμοιρος;
Μα ο καλότυχος Καλόμοιρος, έπιε από την πηγήν του ζώντος ύδατος, από την παράδοσιν, και εμελέτησε τους Πατέρας, ημέρας και νυκτός. Και έχοντας οδηγόν του την πίστιν, έγινε “διδακτός Θεού”. Ο Χριστός λέγει: “Ο ποιμήν ο καλός, όταν τα ίδια πρόβατα εκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασι την φωνήν αυτού”. Ήγουν “οι μαθηταί μου ακούν τα λόγια μου με απλή γνώμη, και τα δέχονται στην καρδιά τους, χωρίς να τα περάσουνε από το περίπλοκο μυαλό τους, κάνοντας θεωρίες, τα δέχονται με την πίστιν, όπως κάνουν τα αθώα πρόβατα που ακούουν την φωνήν του τσομπάνη και τρέχουν κοντά του. Η πίστις κατόπιν ανοίγει το στόμα του πιστού, και το κήρυγμά του ευρίσκει ανοικτάς τάς καρδίας των Χριστιανών, κατά τον λόγον του Χριστού που είπε: “Ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η Γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος” (Ιωάν. ζ΄ 38).
Τους αληθινούς κήρυκας του Ευαγγελίου δεν τους παραδέχονται οι “εν μωρά σοφία”, οι “εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις” διδάσκοντες, και τούτο διότι οι αληθινοί αυτοί κήρυκες “ου συσχηματίζονται τω αιώνι τούτω” αλλά μεταμορφούνται τη ανακαινώσει του νοός αυτών” (Ρωμ. ιβ΄ 2).
Θα εύρουν λοιπόν εις αυτό το βιβλίο αφορμές διά πολλάς κατηγορίας, θα κατηγορήσουν τον συγγραφέα ότι δεν έχει την υποκριτικήν προσήνειαν, την οποίαν έχουν οι ίδιοι πρός τους αιρετικούς, αλλά έχει την γενναιότητα του καλού στρατιώτου του Χριστού και πορεύεται κατά τους λόγους του αποστόλου Παύλου, ο οποίος λέγει: “ου γάρ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού” (Β΄ Τιμόθ. α΄ 7).
Άλλο ψεγάδι που θα του εύρουν είναι ότι το κήρυγμά του είναι εμποτισμένον με την θλίψιν την εν Χριστώ, με την χαρμολύπην, ενώ αυτοί είναι αισιόδοξοι, αποβλέποντες εις τα του παρόντος αιώνος. Αλλά άς κοιτάξουν τι λέγει ο απόστολος Παύλος: “Η κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται. Η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται”. Η λύπη που περνά ο άνθρωπος που πιστεύει εις τον Θεόν, είναι λύπη την οποίαν γλυκαίνει η ελπίδα, και διά τούτο είναι χαρούμενη λύπη, “χαροποιόν πένθος”, και τον φέρνει εις την σωτηρίαν της ψυχής του με την μετάνοιαν.
Μακαρίζω τον ευλογημένον τούτον νέον που έγραψε ένα τόσον ψυχωφελές βιβλίον, ευωδιάζον από το πνεύμα της αληθινής Ορθοδοξίας. Και δοξάζω και υμνώ το πάντιμον Όνομα του Κυρίου, ο Οποίος χαρίζει εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν μας τοιούτους αδάμαντας, που λάμπουν μέσα εις το σκότος της πλάνης και της απωλείας. Άς είναι δοξασμένος και ευλογημένος ο πολυεύσπλαγχνος Κύριος και Θεός μας, που στηρίζει την Ορθόδοξον πίστιν μας με τέτοιους λίθους, τους οποίους “αποδοκιμάζουσιν οι οικοδομούντες”.
ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Η τραγική πείρα των τελευταίων γενεών έφερε στην ανθρωπότητα έντονη τη δίψα της ειρήνης. Τώρα η ειρήνη θεωρείται αγαθό υψηλότερο από πολλά ιδανικά για τα οποία οι άνθρωποι έχυναν ευχαρίστως το αίμα τους άλλοτε. Σ’ αυτό συνετέλεσε πολύ και το γεγονός ότι ο πόλεμος δεν είναι πιά αυτό που ήταν πολλές φορές στό παρελθόν, δηλαδή σύγκρουσις της αδικίας με την δικαιοσύνη, αλλά έγινε χωρίς νόημα σύγκρουσις της αδικίας με την αδικία. Το βίωμα του ψεύδους και της υποκρισίας, που μεταχειρίσθηκε η αδικία των διαφόρων παρατάξεων, για να εμφανισθή στα μάτια των οπαδών της σαν δικαιοσύνη, έκανε τους ανθρώπους να χάσουν την πίστι τους στην ύπαρξι της δικαιοσύνης, και να μη βλέπουν μπροστά τους τίποτε που να αξίζη να το υπερασπίσουν. Έτσι ο πόλεμος υπό οποιαδήποτε μορφή φαίνεται στους ανθρώπους σαν κάτι το τελείως παράλογο.
Αυτή η απροθυμία της ανθρωπότητος για την κάθε είδους σύγκρουσι θα ήταν κάτι το θαυμάσιο εάν ήταν γέννημα πνευματικής υγείας. Εάν είχε πάψει να υφίσταται η αδικία, το μίσος και το ψέμα, τότε η ειρήνη θα ήταν το επιστέγασμα της ανθρώπινης ευδαιμονίας. Η ενότης θα ήταν ένα φυσικό και όχι τεχνητό αποτέλεσμα. Όμως παρατηρείται κάτι το τελείως διαφορετικό. Σήμερα που όλοι μιλούν για ειρήνη και για ενότητα, η φιλαυτία και τα μίση, η αδικία και το ψέμα, η φιλοδοξία και η πλεονεξία μεσουρανούν. Όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του, μιλούν για την αγάπη πρός τον άνθρωπο, για την αγάπη πρός την ανθρωπότητα. Δεν υπήρξε όμως ποτέ μεγαλύτερη υποκρισία από αυτήν την δήθεν αγάπη. Γιατί η αγάπη πρός κάτι το θεωρητικό, πρός κάτι το φανταστικό, όπως είναι η έννοια “ανθρωπότης” είναι εξ’ ίσου θεωρητική και φανταστική. Δεν έχει καμμία σχέσι με την αγάπη πρός τον συγκεκριμένο άνθρωπο που έχουμε μπροστά μας. Αυτή η αγάπη πρός ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όταν υπάρχη, είναι η μόνη πραγματική. Είναι η αγάπη πρός τον πλησίον μας που εζήτησε ο Χριστός.
Αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος με τις ατέλειες και τις αδυναμίες του, αντί να αγαπηθή, μισήθηκε στις ημέρες μας περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και όχι μόνον μισήθηκε, αλλά περιφρονήθηκε και εξευτελίσθηκε, θεωρήθηκε ένα “πράγμα”, χωρίς ιδιαίτερη αξία, μέσον για την επίτευξι “υψηλών” σκοπών, ένα μόριο της μάζας. Αυτοί που μιλούν περισσότερο για την αγάπη πρός τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα, για την ειρήνη και την ενότητα, είναι ακριβώς εκείνοι που μισούν περισσότερο τον πλησίον τους, τον γνωστό τους. Αγαπούν τον άνθρωπο: πλάσμα της φαντασίας τους, δεν αγαπούν τον άνθρωπο: πραγματικότητα. Αυτή η λατρεία του ειδώλου “άνθρωπος” είναι στην πραγματικότητα ναρκισισμός, είναι η λατρεία του “εγώ”.
Θα ήταν λοιπόν αφέλεια να πιστέψη κανείς ότι η φιλειρηνική διάθεσις που χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα σήμερα προέρχεται από αγάπη. Όχι! Τα περί αγάπης είναι υποκρισία ή αυταπάτη. Ο πόθος της ειρήνης προέρχεται από το χάσιμο των ιδανικών, από τον φόβο και την αγάπη της καλοπέρασης. Είναι ο πόθος να μας αφήσουν ήσυχους να απολαύσουμε τα αγαθά της γής. Είναι η κατά συνθήκην συνεργασία για την απόκτησι των αγαθών που χωριστά ο καθένας δεν θα μπορούσε να αποκτήση. Είναι η παγκόσμιος συνεννόησις πάνω σε κάτι που έγινε το πάθος ολοκλήρου της γής: την φιληδονία και την φιλοϋλία. Είναι προϊόν της ανάγκης.
Η ειρήνη για την οποία μιλάει σήμερα ο κόσμος είναι η άνευ όρων συνθηκολόγησις κάθε καλού και μεγάλου και η επικράτησις της μικρότητος, της μετριότητος και της χλιαρότητος. Είναι η εξάλειψις της προσωπικότητος των ατόμων και των λαών. Είναι μία μαρμελάδα συμβιβασμών και υπολογισμών, μία θάλασσα υποκρισίας, η αδιαφορία για την αλήθεια, η προδοσία κάθε ιερού και οσίου.
Ο πόλεμος είναι κάτι το φοβερό, αποτέλεσμα της πτώσεως του ανθρώπου, και κανείς δεν πρόκειται να τον εξυμνήση. Όμως η ειρήνη που παζαρεύει ο σύγχρονος κόσμος είναι κάτι απείρως φοβερώτερο. Ο πυρετός είναι κάτι το πολύ δυσάρεστο, δείχνει όμως τουλάχιστον ότι ο οργανισμός αντιδρά στό κακό που τον βρήκε. Η ειρήνη που θέλουν να φέρουν δεν είναι δυστυχώς εκείνη που έρχεται από την κατανίκησι του κακού, αλλά εκείνη που έρχεται από την ήττα. Είναι η απυρεξία του πτώματος.
Στό βάθος η ειρήνη που επιδιώκουν οι άνθρωποι δεν είναι μόνον η ειρήνη των όπλων. Είναι η ειρήνη της συνειδήσεως. Θέλουν να ειρηνεύση το καλό με το κακό. Η δικαιοσύνη με την αδικία, η αρετή με την αμαρτία, η αλήθεια με το ψέμα, για να μπορέσουν να ειρηνεύσουν κι αυτοί με την συνείδησί τους.
Στην προσπάθεια του κόσμου για ειρήνευσι, οι λεγόμενοι Χριστιανοί παίζουν σημαντικό ρόλο. Με το σύνθημα “Χριστιανοί ενωθήτε” ξεκινούν για το παζάρι όπου θα πουληθή η αλήθεια.
Κάποτε οι Χριστιανοί πίστευαν και ήταν έτοιμοι να πεθάνουν για την πίστι τους. Σήμερα ο ζήλος τους για την αλήθεια έχει κρυώσει. Άρχισαν να την θεωρούν σαν κάτι το δευτερεύον. Βρίσκουν τις διαφορές των “Εκκλησιών”, για τις οποίες άλλοτε πρόθυμα θυσιαζόντουσαν οι μάρτυρες, εξωρίζοντο οι Πατέρες, ακρωτηριάζονταν οι πιστοί, σαν ασήμαντες και ανάξιες λόγου.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι νοσηροί και αδιόρθωτοι αισθηματίαι, που νομίζουν ότι η θρησκεία του Χριστού είναι μία δεοντολογία που αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις. Οι άλλοι επιδιώκουν πολιτικούς σκοπούς και σκοτεινά συμφέροντα. Όλοι μαζί κτίζουν την πόλι του αντιχρίστου. Ζητούν την ένωσι αδιαφορώντας για την αλήθεια, ζητούν το εξωτερικό πλησίασμα αδιαφορώντας για την εσωτερική διάστασι, ζητούν το γράμμα αδιαφορώντας για το πνεύμα.
Πώς είναι δυνατόν να ελπίζουν ότι αυτό που απέτυχε τους πρώτους αιώνες του σχίσματος, θα επιτευχθή τώρα που οι δογματικές διαφορές και οι διαφορές της νοοτροπίας έγιναν, με το πέρασμα των αιώνων, από χάσματα ωκεανοί;
Και μόνον το γεγονός ότι μιλούν για ένωσι των Εκκλησιών δείχνει ότι η σκέψι τους είναι τελείως αντιχριστιανική. Παραδέχονται έτσι ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την οποίαν ομολογούμε στό σύμβολο της πίστεώς μας, έχει πάψει να υπάρχη, ότι έχει διασπασθή σε πολλές Εκκλησίες που δεν είναι πιά καθολικές, δεν περιέχουν δηλαδή ολόκληρη την αλήθεια και την Χάρι, όπως οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά ένα μικρό ή μεγάλο μέρος αυτών. Κατά συνέπειαν παραδέχονται ότι η αλήθεια δεν υπάρχει πιά επάνω στη γή, και ότι ο Χριστός ήλθε επί ματαίω. Γιατί μέσα σ’ αυτό το ανακάτεμα της αλήθειας με το ψέμα, είναι αδύνατον να ξαναβρεθή η αλήθεια, περί της οποίας ήλθε να μαρτυρήση ο Χριστός, και επομένως είναι αδύνατον να ξαναβρεθή ο Χριστός που είναι ο ίδιος η αλήθεια.
Αλλά τότε γιατί είπε ο Χριστός ότι θα είναι μαζί μας μέχρι της συντελείας του αιώνος; “Και εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τάς ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος”. Γιατί είπε ότι το Πνεύμα το άγιο θα οδηγήση τους μαθητάς εις πάσαν την αλήθειαν, και ότι ούτε οι πύλες του Άδου δεν θα μπορέσουν να καταβάλουν την Εκκλησία;
Εάν η Εκκλησία έχει διασπασθή - και για να χρειάζεται ένωσι θα πή πώς έχει διασπασθή - τότε όλα αυτά που υποσχέθηκε ο Χριστός, βγήκαν ψέματα! Αλλά άπαγε της βλασφημίας. Η Εκκλησία ζή και θα ζή έως της συντελείας του αιώνος αδιάσπαστος και άτρωτος κατά την υπόσχεσι του Κυρίου. Όσοι μιλούν για “Ένωσι των Εκκλησιών” απλώς αρνούνται τον Χριστό και την Εκκλησία του.
Όταν ένας Ορθόδοξος Πατριάρχης δέχεται να μετέχη η Ορθόδοξος Εκκλησία στό Προτεσταντικό Οικουμενικό Συμβούλιο τ ώ ν Ε κ κ λ η σ ι ώ ν σαν μία από τις πολλές “Εκκλησίες”, τι άλλο κάνει παρά να ομολογή επισήμως, όπως οι Προτεστάνται, την ύπαρξη πολλών Εκκλησιών και άρα την διάσπασι της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας; Τι άλλο κάνει παρά να αρνήται τον Χριστό;
Αλλά στην ανίερη προσπάθειά τους οι άνθρωποι αυτοί φέρνουν για σύμμαχο τα λειτουργικά κείμενα και τον ίδιο τον Κύριο. Πράγματι ο Χριστός προσευχήθηκε για τους μαθητάς του “ίνα ώσιν έν” και η Εκκλησία προσεύχεται σε κάθε Λειτουργία “υπέρ της των πάντων ενώσεως”.
Δεν σημαίνουν όμως αυτά ότι η Εκκλησία εύχεται να ενωθούν κάποτε οι χριστιανοί με αμοιβαίες υποχωρήσεις στην πίστη τους. Δεν αναφέρεται σε επιδιώξεις συμβατικών συμφωνιών με τις οποίες διάφορα ετερόκλητα στοιχεία “ενώνονται”. Δεν έχει καμμία σχέσι με τα “πρωτόκολλα” για συμμαχία ή συμφωνία ή και ένωσι, που υπογράφονται έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις, μεταξύ των διαφόρων κρατών. Όχι, τίποτε απ’ αυτά δεν σημαίνουν οι φράσεις αυτές. Η Εκκλησία εύχεται στον Θεό όχι να ενωθούν διάφορα ετερόκλητα στοιχεία, αλλά νά γίνουν όλοι ΕΝΑ. Να δεχθούν δηλαδή όλοι την αλήθεια και με πολλή συντριβή και ταπείνωσι να προσπέσουν στην Εκκλησία και να αριθμηθούν μεταξύ των μελών της. Να καταλάβουν την πλάνη τους κάτω από την οποία έζησαν και να σπεύσουν στό φώς και στην αλήθεια, δηλαδή στην Εκκλησία. Αυτό εύχεται η Εκκλησία. Ό,τι ακριβώς εύχεται και στη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου: “τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη αγία σου καθολική και αποστολική Εκκλησία”. Αυτή είναι η μόνη έ ν ω σ ι ς την οποίαν εύχεται και την οποίαν δέχεται η Εκκλησία.
Αυτή μόνον η ευχή και η επιθυμία προέρχεται από γνήσια αγάπη, γιατί ζητάει την ιατρεία των ασθενών και όχι την εξαπάτησί τους.
Μερικοί αφελείς Ορθόδοξοι νομίζουν ότι το πλησίασμα αυτό των Εκκλησιών δεν γίνεται με σκοπό την ένωσι αλλά με σκοπό τη διαφώτισι, την ιεραποστολική πρός τους ετεροδόξους. “Είναι, λένε, αυτές εκδηλώσεις αγάπης πρός τους αδελφούς μας”. “Εάν κλειστούμε στό “καβούκι” μας, λένε συχνά, εάν δεν πηγαίνουμε στα διεθνή συμβούλια και δεν στέλνουμε παρατηρητάς στις Παπικές συνόδους κ.τ.λ. τότε πώς θα γνωρίσουν οι Δυτικοί την Ορθόδοξο Εκκλησία και πώς θα προσελκυσθούν πρός αυτήν;”
Πώς όμως θα διδαχθούν οι Δυτικοί ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία και Αληθινή όταν την βλέπουν να συναναστρέφεται με τις ψεύτικες “Εκκλησίες” σαν ίσος πρός ίσον; Δεν θα νομίσουν μάλλον έτσι πώς η Ορθοδοξία είναι σαν και τις άλλες σχετική και μερική; Ή μήπως είναι λογικό να ελπίση κανείς ότι τα συμβούλια αυτά φανατικών ρασοφόρων και παστόρων μπορούν ποτέ να αναγνωρίσουν την αλήθεια; Κολακεύουν μόνον τους Ορθοδόξους, και αυτό για να τους προσελκύσουν πρός το μέρος τους. Αν είχαν πραγματική νοσταλγία για την Ορθοδοξία και ήθελαν να την γνωρίσουν, δεν θα είχαν ανάγκη από τα συμβούλια και τις συνεδριάσεις. Θα πήγαιναν να πιούν από τις πηγές της, από τους Πατέρας και τους αγίους της.
Όχι! Ο καλύτερος τρόπος για να πείσης τους άλλους για την αλήθεια είναι να πιστεύης ο ίδιος σ’ αυτήν. Να μήν την συζητής, αλλά να την ομολογής μόνον. Τα συνέδρια και τα συμβούλια συζητούν την αλήθεια. Αυτό όμως είναι προδοσία. Γιατί δεν πρόκειται εκεί για διάλογο και νουθεσίες πρός αιρετικούς, αλλά για συζήτησι με “Εκκλησίες”. Ο Χριστός δεν ζητάει συζητητάς αλλά ομολογητάς. Η αλήθεια που μας εδίδαξε δεν είναι από εκείνες που συζητούνται. Στα διάφορα οικουμενικά συνέδρια η συζήτησις παίρνει την μορφή εμπορίου όπου γίνεται ανταλλαγή υποχωρήσεων στα ζητήματα της πίστεως για να επέλθη μια τελική συμφωνία. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, και μόνη η προσέλευσις ενός Ορθοδόξου σ’ ένα οικουμενικό συμβούλιο είναι προδοσία του Χριστού. Είναι η παράδοσις του Χριστού στους απίστους αντί τριάκοντα αργυρίων. Γιατί, προσερχόμενος ο Ορθόδοξος, ομολογεί την πίστη του συζητήσιμη, και αφήνει να εννοηθή ότι αν του δοθούν ικανοποιητικά ανταλλάγματα θα κάνη και αυτός υποχωρήσεις.
Αν όσοι μιλούνε σήμερα για ένωσι, ομολογούσαν αντί αυτού την Ορθοδοξία σαν την μόνη και απόλυτη αλήθεια και ηρνούντο κάθε επίσημο και ανεπίσημο εκκλησιαστική επαφή με τους αιρετικούς, χωρίς να φοβούνται να τους ονομάσουν έτσι, τότε η φωνή τους θα ακουγόταν πολύ πιο μακριά, και το σπουδαιότερο: θα γινόταν σεβαστή και θα έβαζε σε σκέψεις. Ενώ τώρα η φωνή τους είναι φωνή συμβιβασμών, φωνή που δεν συγκινεί, φωνή που δεν την σέβεται στό βάθος κανείς.
Οι Πατέρες δεν συζητούσαν με τους αιρετικούς. Ομολογούσαν την αλήθεια και ανέτρεπαν τους ισχυρισμούς των, χωρίς ευγένειες και φιλοφρονήσεις. Ποτέ δεν ήλθαν σε συνεννοήσεις με αιρετικές “Εκκλησίες”. Ο διάλογος ήταν πάντοτε δημόσιος και απέβλεπε σ΄την σωτηρία ή τον καταρτισμό ψυχών. Δεν μιλούσε η Ορθόδοξος Εκκλησία με τις “Εκκλησίες” των αιρετικών. Δεν ήταν συζήτησις Εκκλησίας με Εκκλησίες αλλά διάλογος της Εκκλησίας με ψυχές που είχαν χάσει τον δρόμο τους. Η Εκκλησία δεν συζητά, γιατί δεν αναζητά. Απλώς δίδει, γιατί έχει το πάν.
Αλλά γιατί συγκινούνται τόσο εύκολα οι Χριστιανοί μας από τα κηρύγματα περί ενώσεως των Εκκλησιών και αντί να γεμίζουν με ζήλο για την μετάγγισι της αληθείας σ’ αυτόν τον κόσμο που τόσο πολύ την στερήθηκε, πιπιλίζουν συνεχώς την καραμέλα της ειρήνης, ζυγίζοντας να δούν αν είναι περισσότερα αυτά που χωρίζουν ή αυτά που ενώνουν τους Χριστιανούς; Γιατί στερήθηκαν οι ίδιοι την γνώσι της αλήθειας. Μέλη οι περισσότεροι κοινωνικο - χριστιανικών οργανώσεων και αδελφοτήτων, κατηχήθηκαν από τα μικρά τους χρόνια σε ένα ηθικο - φιλοσοφικό σύστημα με επίχρισμα χριστιανικό, που άφηνε να εννοηθή ότι σκοπός του Χριστιανισμού είναι να επιτύχη την ειρηνική και αγαπημένη συμβίωσι μεταξύ των ανθρώπων. Η αιωνιότης και η θεωρία του Θεού ήταν πράγματα τόσο μακρινά για τους Χριστιανούς αυτούς και συχνά τόσο αδιάφορα. Οι περισσότεροι, όντες εξωστρεφείς, άνθρωποι της δράσεως, ήλθαν στον Χριστιανισμό για να βρούν έναν ωργανωμένον και καθωδηγημένον modus vivendi, έναν τρόπο για να ζήσουν ως καλοί και τίμιοι πολίται επάνω σε τούτη τη γή. Ο Θεός είναι για τους τέτοιους ανθρώπους ο Μέγας Υπερέτης των προσωπικών συμφερόντων τους, η δε αιώνιος ζωή μια καλή αλλά ευτυχώς μακρινή ελπίς αποκαταστάσεως.
Σε Χριστιανούς σαν κι αυτούς τα κηρύγματα περί ενότητος πιάνουν πολύ εύκολα ρίζες. Πόσο καλό θα είναι, αληθινά, να επεκταθή σε παγκόσμιο κλίμακα ο κύκλος των δικών μας ανθρώπων, των τίμιων και ενάρετων με τους οποίους να έρχεται κανείς σε συναλλαγές, χωρίς τον φόβο μήπως τον γελάσουν, με τους οποίους θα έχουμε αγαθές και ειρηνικές σχέσεις, χωρίς ποτέ να κινδυνεύσουμε να διωχθούμε ή να χρειασθή να αγωνισθούμε; Όσο για την αλήθεια, “τι εστιν αλήθεια;” Πιστεύουμε όλοι στον Χριστό, αυτό αρκεί. Εξ άλλου ο κόσμος σήμερα αντιμετωπίζει δύσκολους καιρούς. Πρέπει το γρηγορώτερο να ενωθούν οι Χριστιανοί για να αντιμετωπίσουν τον κομμουνισμό π.χ. “Ποιος θα καθοδηγήσει και ποιος θα σώση τον σύγχρονο αυτόν κόσμο;” ερωτούν. “Μόνον μία ενωμένη Χριστιανική Εκκλησία” απαντούν.
Αλλά ο Χριστός δεν έγινε άνθρωπος για να σώση τον εν τω πονηρώ κείμενον κόσμο, αλλά για να σώση τους δικούς του από τον κόσμο, για να τους τραβήξη από την παράταξη του πονηρού, να τους ενώση μαζί του και να τους θεώση κατά χάριν, και μαζί μ’ αυτούς να σώση ολόκληρο την στενάζουσα κτίσι. Ο κόσμος βαδίζει τον δρόμο του θανάτου. Αυτός είναι η παράταξις του άρχοντος του κόσμου τούτου, η παράταξις του εχθρού του Θεού. “Ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά δι’ ούς δέδωκάς μοι”.
Αυτοί όμως ερωτούν περί του κόσμου, και θυσιάζουν, για το χατήρι της διαβολικής αυτής παρατάξεως που ποτέ δεν πρόκειται να σωθή, τα διαμάντια της χριστιανικής πίστεως και βιοτής. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Δεν την ζητάει ο Χριστός την λεγόμενη “ένωσι των Εκκλησιών”, αλλά ο κόσμος. Δεν ζητάει ο Χριστός την ένωσι της ψευτιάς με την αλήθεια, αλλά ο κόσμος, που ζητάει να νοθεύση την αλήθεια, να την κάνη σχετική και μερική. Γι’ αυτό όταν η συζήτησις έλθη για την ένωσι “των Εκκλησιών”, βλέπει κανείς να την υποστηρίζουν με ενθουσιασμό άνθρωποι που ποτέ άλλοτε δεν ενδιαφέρθηκαν για τα της θρησκείας. Η ένωσις είναι ο καλύτερος τρόπος εξουδετερώσεως του Χριστιανισμού, που ανεκάλυψε η παράταξις του διαβόλου, η αρχή του ξεφτίσματός του και η υποταγή του στα θελήματα τη πολιτικής, η μετατροπή του σε υπηρέτη των συμφερόντων του κόσμου.
Με την ένωσι ο Χριστιανισμός ίσως να αποκτήση μεγαλύτερη κοσμική ισχύ, θα χάση όμως όλη την πνευματική του δύναμι, αυτήν ακριβώς που ενοχλεί τον κόσμο. Μήπως δεν έγινε ήδη αυτό μέσα στην Καθολική “Εκκλησί”; Η δίψα των Παπικών για κοσμική ισχύ τους έκανε να κατεβούν στον στίβο των πολιτικών ελιγμών, απ’ όπου βγήκαν υπηρέται των μεγάλων πολιτικών ρευμάτων.
Όσοι μιλούν για την ένωσι δεν έχουν καταλάβει γιατί ήρθε ο Χριστός στον κόσμο. Νομίζουν ότι ήρθε να κηρύξη ένα ηθικοπλαστικό κήρυγμα σαν τα δικά τους. Ότι ήλθε για να μας μάθη πώς να ζούμε επάνω σ’ αυτήν την γή σαν καλοί πολίτες. Τον έχουνε για μεγάλο νομοθέτη, τον μεγαλύτερο ίσως των αιώνων. Λένε και ξαναλένε ότι οι άνθρωποι πρέπει να ακολουθήσουν τον νόμο του Χριστού για να έλθη, επί τέλους, η Βασιλεία του Θεού επάνω στη γή. Άλλοι μιλούνε “για μια Χριστιανική Ελλάδα” άλλοι για “Χριστιανικές Δημοκρατίες”, άλλοι για Χριστιανικά Βασίλεια, και δεν καταλαβαίνουν όλοι αυτοί πόσο μοιάζουν οι προσδοκίες τους με τις προσδοκίες των Εβραίων, που ήθελαν τον Μεσσία επίγειο Βασιλέα.
Δεν θέλουν τον Χριστό όπως είναι, δεν θέλουν τον Χριστό που αρνήθηκε να υποκύψη στους πειρασμούς που του έβαλε ο διάβολος στην έρημο. Θέλουν ένα Χριστό που να έχη υποκύψει σ’ αυτούς. Θέλουν έναν Χριστό που να έχη υποκύψει σ’ αυτούς. Θέλουν έναν Χριστό ορεγόμενο τα βασίλεια της γής. Ένα Χριστό που να κάνη τις πέτρες ψωμιά για να χορτάσουν όλοι οι άνθρωποι. Έναν Χριστό που να καταπλήξη τον κόσμο με θαύματα που εμπνέουν το δέος και να αναγκάση τους ανθρώπους να υποταχθούν. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι αυτοί δεν προσμένουν τον Χριστό αλλά τον αντίχριστο. Ο Χριστός θα μείνη μέχρι την Δευτέρα Παρουσία ταπεινός και κρυμμένος, μακριά από τις γήϊνες εξουσίες, μακριά από τις γήϊνες ανέσεις, χωρίς να αναγκάζη κανέναν να τον ακολουθήση, και ζητώντας απ’ αυτούς που θά’ρθούνε κοντά του να του μοιάζουν στην ταπείνωση και στην αφάνεια και να μη περιμένουν τίποτε το γήϊνο.
Οι “Χριστιανοί” που μιλούν για “κράτος του Θεού”, “Χριστιανικές Ελλάδες”, “Παγκόσμιο Χριστιανισμό” και “Ένωσι Εκκλησιών”, τέτοιον Χριστό δεν τον θέλουν. Αυτοί είναι σαν τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκυ, έτοιμοι ν’ ανεβάσουν στην πυρά τον Χριστό γιατί ανατρέπει τα σχέδιά τους, που τόσους αιώνες με επιμονή καλλιέργησαν. “Ήρθες και μας δίδαξες έναν Χριστιανισμό απάνθρωπο και σκληρό”, λέγει ο Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκυ, έτοιμοι ν’ ανεβάσουν στην πυρά τον Χριστό γιατί ανατρέπει τα σχέδιά τους, που τόσους αιώνες με επιμονή καλλιέργησαν. “Ήρθες και μας δίδαξες έναν Χριστιανισμό απάνθρωπο και σκληρό”, λέγει ο Ιεροεξεταστής στον Χριστιανισμό απάνθρωπο και σκληρό”, λέγει ο Ιεροεξεταστής στον Χριστό “κ’ εμείς τόσους αιώνες τώρα πασχίσαμε να τον κάνουμε θρησκεία ανθρώπινη, και τώρα που το πετύχαμε, ήρθες να χαλάσης τους κόπους τόσων αιώνων; Αλλά δεν θα το κατορθώσης. Αύριο θα διατάξω να σε κάψουν σαν αιρετικό”.
Ναί, οι άνθρωποι θέλουν ένα Χριστό που να μιλά για τούτη τη ζωή και όχι για την άλλη, θέλουν ένα Χριστό που να προσφέρη τα αγαθά ετούτης της ζωής και όχι τα αγαθά της άλλης. Δεν θέλουν πλούτο που δεν πιάνεται και δεν ζυγίζεται, αλλά πλούτο χειροπιαστό. Δεν τον θέλουν αρχηγό του Μέλλοντος Αιώνος αλλά αρχηγό του νύν αιώνος.
Να γιατί δεν νοιάζονται για το τι θα γίνη η αλήθεια όταν ενωθούν όλες οι αλλοπρόσαλλες και δήθεν “Χριστιανικές” Εκκλησίες, ύστερα από χίλιες δυό υποχωρήσεις και χίλιους δυό συμβιβασμούς. Να γιατί δεν ενδιαφέρονται για το τι θα γίνη η εν Χριστώ ζωή ύστερα από την εισβολή στον κατακάθαρο χώρο της Ορθοδοξίας τόσων και τόσων θρησκευτικών βαρβάρων και πνευματικών παλίμπαιδων. Η αλήθεια δεν τους ενδιαφέρει, ο Χριστός δεν τους ενδιαφέρει, ούτε η εν Πνεύματι και Χάριτι ζωή. Τους ενδιαφέρει μόνον η επίγεια δύναμις που δίνει η ενότης και η κοσμοκρατορία κάτω από μια ενιαία κοσμοθεωρία.
Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να λέγωνται Χριστιανοί χωρίς να είναι. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πιστεύουν ότι είναι γνήσιοι Χριστιανοί, γιατί τον Χριστιανισμό τον αγνοούν και τον συγχέουν με φιλοσοφικές θεωρίες, με “κοσμοθεωρίες”, όπως τους αρέσει να λένε. Στην πραγματικότητα είναι οπαδοί του αντιχρίστου, σαν τους Εβραίους της εποχής του Χριστού, σαν τους Εβραίους κάθε εποχής.
Οι Εβραίοι περίμεναν τον Μεσσία επί αιώνες, και όταν ήλθε, δεν τον δέχτηκαν, αλλά τον κρέμασαν επάνω στον σταυρό. Γιατί άρα γε; Γιατί ο Χριστός δεν ήταν αυτό που περίμεναν. Γι’ αυτό και στό πρόσωπό του δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν τον Μεσσία. Αυτοί περίμεναν έναν επίγειο βασιλιά, κατακτητή του κόσμου. Περίμεναν αυτόν που θα υπότασσε κάτω από τα πόδια του λαού του Ισραήλ τις φυλές όλου του κόσμου, που θα ανάγκαζε τους κοσμοκράτορες Ρωμαίους να πέσουν να τον προσκυνήσουν, που θα έδινε στους οπαδούς του δύναμι και δόξα.
Όταν είδαν αυτόν τον φτωχό και ταπεινό, τον πράο και ειρηνόχυτο, που δεν προσέφερε επίγεια αγαθά, αλλά μιλούσε για τα ουράνια, και όχι μόνον αυτό, αλλά που τους ζητούσε ακόμη να στερηθούν τα επίγεια και χειροπιαστά για να μπορέσουν ελεύθεροι να φθάσουν στα επουράνια και άπιαστα, κατάλαβαν ότι δεν ήταν γι’ αυτούς. Αυτός δεν ήταν ο Μεσσίας που περίμεναν, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Αυτός που αρνήθηκε να κάνη τις πέτρες ψωμιά για να χορτάσουν όλοι, αυτός που αρνήθηκε να υποτάξη τα βασίλεια της γής, δεν ήταν κατάλληλος για αρχηγός τους. Γι’ αυτό τον σταύρωσαν και άρχισαν να περιμένουν κάποιον άλλον. Και τον περιμένουν ακόμη. Και μαζί με τους Εβραίους, περιμένουν τον Μεσσία των Εβραίων εκατομμύρια λαός, που οι περισσότεροι λέγονται Χριστιανοί. Και δεν έχουν ιδέα ότι περιμένουν τον ίδιο Μεσσία που περιμένουν και οι Εβραίοι.
Το τραγικό είναι ότι ο Μεσσίας αυτός που περιμένουν οι Εβραίοι, θα έρθη. Το είπε το στόμα του Χριστού, το στόμα των αποστόλων του, είναι γραμμένο στα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Ο Μεσσίας των Εβραίων θα έλθη. Αυτός θα τους δώση το ψωμί που αρνήθηκε να τους δώση ο Χριστός, και μαζί μ’ αυτο όλα τα υλικά αγαθά που πόθησαν και δεν τους έδωσε Εκείνος. Αυτός θα τους καταπλήξη με σημεία και τέρατα που θα τα φοβηθούν και θα τα θαυμάσουν οι άνθρωποι ώς τα πέρατα της γής και θά’ρθουν, σέρνοντας, να πέσουν στα πόδια του. Αυτός θα ενώση σε ένα Κράτος όλα τα έθνη και τις φυλές της γής, όλα τα βασίλεια του κόσμου. Αυτός θα γεμίση χαρά τις καρδιές των Νομικών και των Φαρισαίων. Τις καρδιές των κάθε φυλής “Εβραίων”. Ναί, ο Μεσσίας των Εβραίων θα έλθη. Θα είναι αυτό που δεν είναι ο Χριστός, και δεν θα είναι αυτό που είναι ο Χριστός. Θα είναι ο Αντίχριστος.
“Παιδιά, εσχάτη ώρα εστί, και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται...” (Ιωάν. Α΄ β΄ 18).
“Ερωτώμεν δε υμάς, αδελφοί, υπέρ της παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ημών επισυναγωγής επ’ αυτόν εις το μη ταχέως σαλευθήναι υμάς από του νοός, μήτε θροείσθαι, μήτε διά πνεύματος, μήτε διά λόγου, μήτε δι’ επιστολής, ως δι’ ημών, ως ότι ενέστηκεν η ημέρα του Χριστού. Μη τις υμάς εξαπατήση κατά μηδένα τρόπον^ ότι εάν μη έλθη η αποστασία πρώτον και αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν του Θεού ως Θεόν καθίσαι, αποδεικνύντα εαυτόν ότι εστί Θεός. Ου μνημονεύετε ότι ών πρός υμάς ταύτα έλεγον υμίν; Και νύν το κατέχον οίδατε, εις το αποκαλυφθήναι αυτόν εν τω εαυτού καιρώ. Το γάρ μυστήριον ήδη ενεργείται της ανομίας. Μόνον ο κατέχων άρτι έως εκ μέσου γένηται^ και τότε αποκαλυφθήσεται ο άνομος, όν ο Κύριος αναλώσει τω πνεύματι του στόματος αυτού και καταργήσει τη επιφανεία της παρουσίας αυτού. Ού εστιν η παρουσία κατ’ ενέργειαν του σατανά εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψεύδους, και εν πάση απάτη της αδικίας εν τοις απολλυμένοις, ανθ’ ών την αγάπην της αληθείας ουκ εδέξαντο εις το σωθήναι αυτούς^ και διά τούτο πέμψει αυτοίς ο Θεός ενέργειαν πλάνης εις το πιστεύσαι αυτούς τω ψεύδει, ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αληθεία, αλλ’ ευδοκήσαντες εν τη αδικία”. (Β΄ Θεσσ., β΄ 1-12).
Ο αντίχριστος δεν θα φανερωθή μέσα στην ιστορία με τρόπο φοβερό και συγκλονιστικό, ώστε όλοι να καταλάβουν ποιος είναι, ούτε θα έχη άσχημη όψι, ούτε θα κάνη ανήθικα έργα. Θα έλθη έτσι, που πολύ λίγοι θα καταλάβουν ποιος είναι. Θα έλθη ύστερα από μια μακριά προετοιμασία αιώνων, που άρχισε από τις πρώτες ημέρες της Εκκλησίας και που συνεχίζεται με αυξάνουσα πρόοδο μέχρι σήμερα. Η ανθρωπότης θα δή στό πρόσωπό του τον μεγαλύτερο ευεργέτη της.
Τόσοι αιώνες αποστασίας έχουν καλλιεργήσει πιά την ανθρωπότητα και την έχουν ωριμάσει για να τον δεχθή. Η ανθρωπότης τον περιμένει σαν τον ιδανικό αρχηγό της. Όλες οι εξελίξεις της ιστορίας στον αντίχριστο φέρνουν.
Ο Καθολικισμός άφησε το κοσμικό πνεύμα να διαποτίζη την Χριστιανωσύνη της Δύσεως. Μετεμόσχευσε στην σκέψι των Χριστιανών τον ορθολογισμό των αρχαίων Ελλήνων και την ειδωλολατρική τους διάθεσι. Στό τέλος, με το αλάθητο του Πάπα έφερε το μηχανικό στοιχείο στις σχέσεις του Θεού με τους ανθρώπους, διδάσκοντας, ότι ο Θεός υποσχέθηκε να ομιλή με το στόμα αμαρτωλών και υπερηφάνων ανθρώπων, όπως ήταν πολλοί από τους Πάπες.
Ολοκλήρωσις της πρός την ειδωλολατρία στροφής του Δυτικού Χριστιανικού κόσμου υπήρξε η Αναγέννησις και ο Ουμανισμός. Ήταν στό βάθος εκδήλωσις μιας απογοητεύσεως των ανθρώπων από έναν νοθευμένο Χριστιανισμό. Σήμερα ο Ουμανισμός έγινε θρησκεία της εποχής, κηρυττόμενος, δυστυχώς, και από τους λεγομένους Χριστιανούς ως “Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός”.
Ο Προτεσταντισμός τράβηξε με συνέπεια ώς τα άκρα τον Παπικό ορθολογισμό. Αρνήθηκε την αγιότητα της Εκκλησίας και την καθοδήγησί της από το Πνεύμα το Άγιο, γιατί στην “Εκκλησία” της Δύσεως δεν έβλεπε ούτε αγιότητα, ούτε αλήθεια. Κατήργησε έτσι την παράδοσι και άφησε τους πιστούς του χωρίς κανένα κριτήριο για το που είναι η αλήθεια και που το ψέμα, απομακρύνοντας για πάντα την χάρι του Θεού από την περιοχή του.
Από τον Προτεσταντισμό ώς την αθεϊα και τον υλισμό δεν υπήρχε πιά μεγάλη απόστασις. Ειδών - ειδών φιλοσοφίες άρχισαν να διεκδικούν την θέσι της χριστιανικής πίστεως στα μυαλά των ανθρώπων και τέλος τον κόσμο κατέκτησε ο επιστημονισμός. Αυτός είχε ιδιαίτερη δύναμι να κατακτά τις μάζες γιατί με τα επιτεύγματά του στον τομέα της τεχνικής προκαλούσε τον θαυμασμό και την έκστασι στις μάζες που, στερημένες πιά από πνευματικά κριτήρια, ήσαν εύκολη λεία του υλισμού. Η επιστήμη έδωσε ακόμη στην ανθρωπότητα την ψευδαίσθησι της γνώσεως. Μπορεί κάθε στιγμή να άλλαζε απόψεις και θεωρίες, όμως κάθε φορά οι απόψεις και οι θεωρίες αυτές είχαν το χρίσμα της αποδεδειγμένης γνώσεως, και αυτό επιδρά στα μυαλά των ανθρώπων μ’ ένα τρόπο μαγικό.
Όταν πιά, κατεβαίνοντας τις βαθμίδες αυτές η ανθρωπότης, δουλώθηκε στό πάθος της υλοφροσύνης, ξεπήδησε ο κομμουνισμός. Αφού οι άνθρωποι έφθασαν να πιστεύουν πώς το μόνο πραγματικό αγαθό είναι το χρήμα, ήταν φυσικό να απαιτήσουν, από τις ασυγκίνητες μπροστά στον πόνο του φτωχού λαού κυβερνήσεις, την δίκαιη μοιρασιά του. Η απαίτησις αυτή γέμισε τις ψυχές με μίσος και φθόνο, τις έκανε δυστυχισμένες και άνοιξε αγεφύρωτα χάσματα ανάμεσα στους ανθρώπους, οδηγώντας πολλούς απ’ αυτούς στην μίμησι του Κάϊν. (Τα όσα γράφουμε εδώ δεν σημαίνουν πώς η δίκαιη μοιρασιά του χρήματος δεν είναι καθήκον, και μάλιστα βασικό της πολιτικής εξουσίας). Έτσι άρχισε ο πόλεμος μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού που στην πραγματικότητα ήταν δυό αδελφά συστήματα το ίδιο υλιστικά και χρηματολατρικά που τα χώριζε το συμφέρον και μάλωναν για την μοιρασιά. Πρόγραμμα και των δύο: να κάνουν τις πέτρες ψωμιά, να ενώσουν τον κόσμο κάτω από την επιρροή τους, και να τον καταπλήξουν με επιτεύγματα που ούτε μπορούσε να τα φαντασθή πρίν ο άνθρωπος. Έτσι, λίγο - λίγο έφθασε η ανθρωπότης στα προπύλαια της βασιλείας του αντιχρίστου. Έφθασε πιά να έχη όχι μόνον την θέλησι αλλά και την δυνατότητα να απαντήση θετικά στους τρείς πειρασμούς του Εωσφόρου. Σε λίγο το μόνο που θα μένη θα είναι ο ίδιος ο αντίχριστος, για να αναλάβη την γενική αρχηγία του παγκοσμίου κράτους, να διώξη για πάντα την πείνα και την ανέχεια, και να γεμίση τους ανθρώπους με υλικά αγαθά, ώστε στις καρδιές τους, που θα τις έχη γεμίσει η ηδονή και η καλοπέραση, να μήν υπάρχη πιά καμμιά θέσις για τον Θεό.
Όταν αναλογισθή κανείς όλα αυτά, καταλαβαίνει ότι μέσα σε μια ανθρωπότητα που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνον για την ησυχία της, που δεν έχει άλλο όσιο και ιερό από το υλικό της συμφέρον, μέσα σ’ ένα κόσμο πρακτικών ανθρώπων που θεωρούν κάθε συζήτησι για την αλήθεια περιττή αεροκουβέντα, η ένωσις των “Εκκλησιών” όχι μόνον δύσκολη δεν είναι αλλ’ απεναντίας, είναι αναπόφευκτη. Μάλιστα τολμώ να πώ ότι όχι μόνον η ένωσις των χριστιανικών λεγομένων Εκκλησιών είναι αναπόφευκτη αλλά και γενικώς η ένωσις όλων των θρησκειών.
Στό βασίλειό του ο αντίχριστος δεν θα ανεχθή παραφωνίες, δεν θα ανεχθή θρησκείες, ούτε μαλώματα για θρησκευτικά ζητήματα. Θα καθήση στον ναό του Θεού ως θεός, και θα τον προσκυνήσουνε όλοι οι άνθρωποι της γής, “διότι εδόθη αυτώ εξουσία επί πάσαν φυλήν και λαόν και γλώσσαν και έθνος. Και προσκυνήσουσιν αυτόν πάντες οι κατοικούντες επί της γής, ών ου γέγραπται το όνομα εν τω βιβλίω της ζωής”. (Αποκ. ΙΓ΄ 7-8). Για τους ανθρώπους λοιπόν “ών ου γέγραπται το όνομα εν τ~΄Ωω βιβλίω της ζωής” δεν θα υπάρχη παρά μόνον μία θρησκεία, η θρησκεία του αντιχρίστου.
Υπάρχουν ήδη από τώρα δείγματα τέτοιων θρησκειών που μπορούν να συμβιβάσουν όλες τις θρησκείες, πρόδρομοι της θρησκείας του αντιχρίστου. Μια τέτοια θρησκεία είναι ο Μασονισμός. Την έχουν ήδη ασπασθή οι πιο “προοδευτικοί” από τους ηγέτας του Κόσμου. Αυτή με τον συγκρητισμό της μπορεί να συμβιβάση στα μυαλά των μωρών όλες τις αντιθέσεις της ανθρωπότητος στα θέματα της θρησκείας, και να υπερπηδήση όλα τα εμπόδια και τις δυσκολίες που θα συναντήσουν οι διάφορες “Εκκλησίες” για την ένωσί τους. Ποιος ο λόγος, αλήθεια, να καταβληθή τόση προσπάθεια για να ευρεθούν συμβιβαστικές λύσεις στις δογματικές και άλλες διαφορές των θρησκειών, και να μη προχωρήσουμε κατ’ ευθείαν στην ένωσι των θρησκειών; Σ’ ένα είδος Μασονισμού;
Αλλά αυτό το έχουν καταλάβει οι περισσότεροι από τους θρησκευτικούς ηγέτας σήμερα, οι πιο “μεγάλοι” και οι πιο “σπουδαίοι” τουλάχιστον, και έσπευσαν, σαν προοδευτικοί που είναι, να γίνουν μασόνοι, χωρίς αυτό να τους εμποδίζη να φορούν τα ράσα τους ή τα άμφιά τους και να τελούν τις Λειτουργίες τους. Όμως, επειδή ο λαός δεν έχει ακόμη ωριμάσει, είναι ανάγκη να κρατήσουν τα προσχήματα και να προχωρήσουν πρώτα στην ένωσι των “Εκκλησιών” και ύστερα στην ένωσι των θρησκειών.
Αυτές λοιπόν θα είναι οι εξελίξεις στό όχι και τόσο απόμακρο μέλλον. Γι’ αυτό ο Κύριος ερωτά εάν θα βρή πιστούς όταν θα ξανάρθη στη γή. “Πλήν ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γής;” (Λουκ. ιη΄ 8).
Μια ματιά στό παρελθόν θα μας διδάξη πολλά για την πορεία που ακολούθησαν και θα ακολουθήσουν τα εκκλησιαστικά πράγματα.
Τις πρώτες ενωτικές τάσεις των Βυζαντινών αρχόντων με την Ρωμαϊκή πλάνη ανέκοψε, ευτυχώς, η στάσις του λαού και η υποδούλωσις του Βυζαντίου στους Τούρκους. Μόλις όμως το Ελληνικό Έθνος βρήκε την ελευθερία του, ο παλαιός πειρασμός ξανακτύπησε την πόρτα του. Οι γνήσιοι Έλληνες, άνθρωποι του λαού και των παραδόσεων, αντιστάθηκαν στην αρχή στό ρεύμα του εξευρωπαϊσμού. Ήσαν όμως αγράμματοι και παρ’ όλον ότι αυτοί είχαν δώσει το αίμα τους για την ελευθερία αυτής της χώρας, γρήγορα παραγκωνίστηκαν από τους ξενόφερτους γραμματισμένους, που μαζί με την οίησι που δίνει η ημιμάθεια, είχαν και την δύναμι της Αυλής του Όθωνος. “... Αυτήνοι κατάντησαν την πατρίδα και την θρησκείαν και κλονίζεται από τους άθρησκους. Εις τον καιρόν της Τουρκιάς μίαν πέτρα δεν πείραζαν από τα παλιοκκλήσια^ κι αυτήνοι οι απατεώνες σύνδεσαν τα συμφέροντά τους με τους μολεμένους Φαναριώτες κι άλλους τοιούτους, οπού ήταν εις την Ευρώπη μόλεμα, και μας χάλασαν τα μοναστήρια και τις εκκλησίες μας - μαγαρίζουν μέσα, κι άλλες έγιναν αχούρια. Από τους τοιούτους γερωμένους πολλούς πάθαμεν αυτά^ κι από τους τοιούτους λαϊκούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς, αφού χύσαμεν ποταμούς αίματα, κιντυνεύομεν να χάσωμεν και την πατρίδα μας και την θρησκεία μας”. (Μακρυγιάννη: “Απομνημονεύματα” σελ. 398).
Αυτοί οι ημιμαθείς μορφωμένοι περιφρόνησαν τον ελληνικό λαό με το πάθος κάθε πεμπτοφαλαγγίτου. Περιφρόνησαν την γλώσσα του, τα ήθη και τα έθιμά του, την νοοτροπία του. Έβαλαν όλα τους τα δυνατά να νοθεύσουν την αλήθεια της πίστεώς του, να αλλοιώσουν τις παραδόσεις της Εκκλησίας του, να μπολιάσουν το κοσμικό πνεύμα και τον ορθολογισμό επάνω στό αγιασμένο δέντρο της Ορθοδοξίας, που τόσους αιώνες είχε μείνει αμόλυντο κάτω απ’ τον βάρβαρο κατακτητή. Για να κτυπήσουν την Εκκλησία κατάκαρδα, κτύπησαν τα μοναστήρια της. Άλλά έκλεισαν, άλλων την περιουσία εστέρησαν, σε άλλα έστειλαν ηγουμένους “προοδευτικούς” που τα διέλυσαν ευκολώτερα από κάθε δίστομο κρατική μάχαιρα.
Χωρίς τα μοναστήρια της και με τους επισκόπους της δουλωμένους στό Κράτος, η Εκκλησία έγινε αμπέλι ξέφραγο. Έφυγε από τα χέρια της η Παιδεία του Έθνους και πήγε στα χέρια ενός Κράτους ουμανιστικού, που μ’ όλες τις περί “ελληνοχριστιανικού πολιτισμού” υποκρισίες του, παρέμεινε και παραμένει ατόφια ειδωλολατρικό. Τα πάντα άρχισαν να προσαρμόζωνται πρός τα γούστα της νεοπλουτικής και αρχοντοχωριάτικης αθηναϊκής κοινωνίας.
Η λατρεία της Εκκλησίας άρχισε να ξεφτίζη πρός το κοσμικώτερο. Η βυζαντινή μουσική άρχισε να μεταποιήται πρός το ευρωπαϊκώτερο για να μεταπέση στην θεατρική τετραφωνία. Οι εικόνες άρχισαν να φαίνωνται πολύ αυστηρές και άσχημες στα μάτια των γυναικαρίων των “ανωτέρων” τάξεων, που ζητούσαν “γλυκείς Ιησούς” γεμάτους συγκατάβασι για τις ανομίες τους και ανίκανους να προκαλούν το δέος και τον σεβασμό. Τα γένεια και τα μαλλιά των ιερωμένων άρχισαν να ενοχλούν, και αυτοί, ανταποκρινόμενοι στις απαιτήσεις του σύγχρονου κοινού, άρχισαν να καλλωπίζωνται. Το φτωχό και αγιασμένο κεράκι με την κατανυκτική ατμόσφαιρα, αντικατέστησαν οι λαμπτήρες του Έντισσον, κάνοντας την Εκκλησία να μοιάζη με αίθουσα αυτοκρατορική, τόσο κατάλληλη για τους γάμους και τις επίσημες εμφανίσεις της κρατούσης τάξεως.
Αλλά δεν ήταν μόνον αυτά. Δεν έφυγε μόνον η κατώτατη και η μέση εκπαίδευσις από τα χέρια της Εκκλησίας, αλλά και η ανωτάτη. Έτσι οι θεολόγοι και οι μέλλοντες ιερείς και αρχιερείς δεν εκκολάπτοντο μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, της φυσικής τους μητέρας, αλλά μέσα στους κόλπους ενός κρατικού Πανεπιστημίου γεμάτου από ορθολογιστική δυσωδία και πνευματική ρηχότητα, χωρίς καμμία δυνατότητα να γευθούν στην πράξι την μυστική εν Χριστώ ζωή της αγιότητος, που μόνη αναδεικνύει πραγματικούς θεολόγους. Φύτρωσαν έτσι σαν ζιζάνια μέσα στην Εκκλησία θεολόγοι που είχαν τα μυαλά γεμισμένα με πολλές φιλοσοφικές θεωρίες προτεσταντικής ή ρωμαϊκής προελεύσεως, αλλά τις καρδιές κενές από το βίωμα της Ορθοδοξίας.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ανίκανοι να δούν το χάσμα που χωρίζει την Ανατολική από τις Δυτικές “Εκκλησίες”. Το θεωρούσαν ζήτημα δογματικών διατυπώσεων, αλλά όχι ζήτημα ζωής και ουσίας. Γι’ αυτούς η εν Χριστώ ζωή ήταν σειρά συναισθηματικών καταστάσεων και ηθικών πράξεων. Το ίδιο όμως είναι η εν Χριστώ ζωή και για τους Δυτικούς. Η θεωρία του Θεού, το βίωμα της παρουσίας του Χριστού και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος, η κατοίκησις δηλαδή της αληθείας μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, τους ήταν άγνωστη. Αυτοί όταν μιλούν για αλήθεια εννοούν το ξηρό δόγμα. Το δόγμα όμως, τόσο γι’ αυτούς όσο και για τους Δυτικούς, ήταν ένας ξεχωριστός κόσμος εγκεφαλικών διατυπώσεων, αρκετά ενοχλητικός, την αξία του οποίου, ύστερα απ’ αυτήν την διάσπασι της ζωής και της πίστεως, ήταν αδύνατον να εκτιμήσουν.
Τα θεμέλια λοιπόν επάνω στα οποία θα έκτιζαν για να υπερασπισθούν την Ορθοδοξία τους, ακόμη και οι πιο καλοπροαίρετοι από τους θεολόγους μας, ήταν σαθρότατα. Είναι φοβερό, όταν αναλογισθή κανείς, ότι επάνω σ’ αυτά τα σαθρά θεμέλια έχει κτισθή ολόκληρη η σύγχρονη ελληνική θρησκευτικότης. Γιατί, ενώ κάποτε η θρησκευτικότης του λαού επήγαζε από τις Μονές και αυτές είχε για πνευματικό αποκούμπι και καθοδήγησι, στό ελληνικό βασίλειο η θρησκευτικότης θεμελιώθηκε επάνω στον θεολόγο που περιγράψαμε, ιερωμένο ή λαϊκό. Ο θεολόγος αυτός, μιμούμενος τα δυτικά πρότυπα, ωργάνωσε αδελφότητες και χριστιανικές ενώσεις και πήρε στα χέρια του το κήρυγμα και την κατήχησι. Και ενώ πρίν η θρησκευτικότης ενός τόπου είχε σαν κέντρο της το μοναστήρι της περιοχής και τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, και δεν διέφερε σε τίποτε ο Χριστιανός του Α΄ τόπου από τον Χριστιανό του Β΄ τόπου, γιατί όλοι ήταν το ίδιο παιδιά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τώρα ο θεολόγος ωργάνωσε την φατρία, και έτσι σ’ έναν και τον αυτό τόπο υπάρχουν Χριστιανοί της Α΄ φατρίας και Χριστιανοί της Β΄ φατρίας, πάντοτε αντίδικοι και υποβλεπόμενοι, χωρισμένοι - χωρίς οι ίδιοι να καταλαβαίνουν ποιές είναι οι διαφορές τους. Και όμως, μ’ όλα αυτά τα μίση και τα μεταξύ των σχίσματα, οι φατρίες είναι σύμφωνες πώς όσον αφορά τους Δυτικούς “περισσότερα είναι εκείνα που μας ενώνουν παρά εκείνα που μας χωρίζουν” και “πρέπει να βλέπουμε αυτά που μας ενώνουν και να παραβλέπουμε αυτά που μας χωρίζουν”. Βλέπουν δηλαδή πιο εύκολη την ένωσι και την αγάπη με τους Δυτικούς “αδελφούς” τους που ούτε τους είδαν ούτε τους γνώρισαν ποτέ, παρά με τους ορθοδόξους συμπολίτες και γείτονες, που και βλέπουν καθημερινώς και γνωρίζουν. Αλλά είπαμε^ οι άνθρωποι σήμερα κόπτονται για την αγάπη του ανθρώπου, για την αφηρημένη αγάπη της ανθρωπότητος, την στιγμή που είναι ανίκανοι να αγαπήσουν τον πλησίον τους.
Μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα της αποσυνθέσεως, ήλθε ξαφνικά, ύστερα από πίεσι του Κράτους, το πρώτο επίσημο βήμα της ελληνικής Εκκλησίας πρός τον Πάπα: Η υιοθέτησις του παπικού ημερολογίου.
Λίγοι έχουν, δυστυχώς, εννοήσει την σημασία του “παλαιοημερολογητικού”, όπως ονομάζεται, ζητήματος. Οι περισσότεροι αποδίδουν σε στενοκεφαλιά του αγραμμάτου λαού την αντίδρασι των Παλαιοημερολογιτών, δείγμα κι αυτό της βαθειάς περιφρονήσεως που τρέφουν οι οιηματίες εγγράμματοι πρός τους αγραμμάτους. Όμως οι αγράμματοι αυτοί, για να αντιδράσουν όπως αντέδρασαν, θα έπρεπε να έχουν, αν μη τι άλλο, θρησκευτικόν ζήλο και ενδιαφέροντα πνευματικά, που τα εστερείτο η μάζα των αδιαφόρων που ακολούθησαν, χωρίς κάν να γνωρίζουν πώς τίθεται το πρόβλημα, την πλειοψηφία των ιεραρχών. Κανείς από τους φωτισμένους θεολόγους και τους οπαδούς των δεν έδειξε πάντως σημεία αγωνίας μπροστά στό φαινόμενο αυτό του διαχωρισμού της ελληνικής Εκκλησίας, ούτε ζήτησε να βρή μια απάντησι στην γεμάτη πόνο κραυγή τόσων χιλιάδων πιστών. Η πλειοψηφία ήταν με το μέρος των. Οι αριθμοί πάντοτε τους έδιναν το αίσθημα της ασφαλείας. Στην πραγματικότητα όμως, ούτε τους αριθμούς δεν είχαν με το μέρος των. Γιατί αν ήταν λίγες χιλιάδες οι Παλαιοημερολογίτες και εκατομμύρια οι ακολουθήσαντες το νέο Ημερολόγιο, όμως αυτές οι λίγες χιλιάδες ήταν χιλιάδες πιστών, πονούντων την Εκκλησία. Ενώ μέσα στα εκατομμύρια των αδιαφόρων, των υλιστών και των αθέων, οπαδών του νέου Ημερολογίου, ήταν ζήτημα αν μπορούσες να βρής λίγες χιλιάδες πραγματικών πιστών. Εχλεύασαν μόνον τους απλοϊκούς αυτούς νέους ομολογητάς της Ορθοδοξίας, λέγοντας ότι από δεισιδαιμονία δεν θέλουν να διορθώσουν το ωρολόγι τους που δεν πάει καλά.
Όμως δεν ήταν εκεί το πρόβλημα. Δεν είχαν δίκιο να κατηγορούν τους Παλαιοημερολογίτες ότι μαλώνουν για ένα Ημερολόγιο. Το ζήτημα δεν ήταν ποιο από τα δύο Ημερολόγια είναι ανακριβή. Ούτε οι Παλαιοημερολογίτες επέμειναν στό παλιό Ημερολόγιο, ούτε οι Νεοημερολογίτες έφεραν το νέο Ημερολόγιο, για λόγους αστρονομικής ακριβείας. Ο λόγος για τον οποίον απεφασίσθη η εισαγωγή του νέου Ημερολογίου στην Ελλάδα ούτε αστρονομικός ούτε θεολογικός ήταν. Επρόκειτο απλώς για μια από τις πολλές υποχωρήσεις της υποδουλωμένης στό Κράτος ιεραρχίας πρός τον κύριό της που της το ζήτησε για να διευκολύνη τις εμπορικές του συναλλαγές.
Ο λόγος όμως της αρνήσεως των Παλαιοημερολογιτών να συμμορφωθούν ήταν θεολογικώτατος και επήγαζε από βαθειά εκκλησιαστική συνείδησι. Πράγματι η λειτουργική αρμονία της Εκκλησίας του Χριστού διεκυβεύετο χάριν πολιτικών συμφερόντων. Με την αλλαγή του Ημερολογίου επήρχετο διάσπασις της λειτουργικής συμπνοίας μεταξύ της ελληνικής Εκκλησίας και όλων των άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών, οι όποίες διατηρούν μέχρι σήμερα το παλιό Ημερολόγιο. Και δεν επρόκειτο μόνον για μια ακαταστασία στην λειτουργική ζωή της στρατευομένης Εκκλησίας αλλά διεκόπτετο και η συνέχεια της λειτουργικής ζωής της στρατευομένης με την θριαμβεύουσα Εκκλησία.
Όταν στην Ελλάδα οι καμπάνες καλούν τους πιστούς να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα και οι ψαλτάδες ψέλνουν χαρμόσυνα το “Χριστός γεννάται, δοξάσατε”, τα εκατομμύρια των Ορθοδόξων αδελφών μας σ’ ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο και στό Άγιον Όρος βρίσκονται ακόμη στην Σαρακοστή, και δεν ακούν τις καμπάνες, ούτε ψέλνουν μαζί μας τους χαρούμενους ύμνους των Χριστουγέννων.
Τι χειρότερο μπορεί να φαντασθή κανείς για την Εκκλησία από την διάσπασι αυτήν της λειτουργικής συμπνοίας που μας απομακρύνει ψυχικά όχι μόνον από τους άλλους Ορθοδόξους αλλά και από τους πρό ημών Ορθοδόξους, από την θριαμβεύουσα Εκκλησία των εν Χριστώ κοιμηθέντων, από τους αγίους που εώρταζαν και λειτουργούσαν με το παλιό Ημερολόγιο που αρνηθήκαμε εμείς;
Τόσοι κόποι των Πατέρων μας, τόσαι Σύνοδοι χρειάσθηκαν για να θεσπισθή το εορτολόγιο αυτό. Και όλα αυτά για να υπάρξη λειτουργική ευρυθμία μεταξύ των Χριστιανικών Εκκλησιών. Γιατί αυτή η ευρυθμία και σύμπνοια εκφράζει την εσωτερική λειτουργική ενότητα της Εκκλησίας. Αυτή είναι που κάνει την Εκκλησία και αισθητών Μία παρά την πολλαπλότητα των κατά τόπους Εκκλησιών. Την Εκκλησία δεν την ενοποιεί, όπως νομίζει ο Παπισμός, η σκληρή πειθαρχία και η υπακοή σε μια καθωρισμένη ιεραρχία, που έχει για κορυφή ένα και μόνο άτομο, που ισχυρίζεται ότι αντικαθιστά τον Χριστό επί της γής, αλλά η μυστική κοινωνία στό σώμα και στό αίμα του Χριστού. Κάθε εκκλησία όπου τελείται η Θεία Ευχαριστία και όπου είναι συναγμένοι οι πιστοί “επί το αυτό”, αποτελεί την ωλοκληρωμένη εικόνα της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αυτό που κάνει ώστε μία ενορία να αποτελή ένα σώμα με τις άλλες επισκοπές, είναι η μυστική κοινωνία όλων στό σώμα και το αίμα του Χριστού, εν Αγίω Πνεύματι και αληθεία.
Η ενότης λοιπόν της Εκκλησίας είναι δεσμός μυστικός που χαλκεύεται κατά την Θεία Ευχαριστία όταν οι πιστοί μεταλαμβάνουν το σώμα και το αίμα του Χριστού. Οι Χριστιανοί είναι ένα σώμα, τόσο όσοι ζούνε σήμερα επάνω στη γή, όσο και αυτοί που έζησαν πρίν από μας στους αιώνες που πέρασαν, και όσοι θα ζήσουν στα χρόνια που θάρθουν, κι αυτό γιατί έχουμε κοινή ρίζα, το σώμα του Χριστού. “Είς άρτος έν σώμα οι πολλοί εσμέν^ οι γάρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν”.
Δεν είναι λοιπόν διοικητική, δεν είναι πειθαρχική, ούτε οργανωτική η ενότης της Εκκλησίας, αλλά λειτουργική. Γι’ αυτό έχει τόσο μεγάλη σημασία το εορτολόγιο. Η ενότης που πηγάζει από την Θεία Ευχαριστία, την μία Πίστι και το ένα Βάπτισμα, παύει να είναι εξωτερικά έκδηλη όταν υπάρχη λειτουργική αναρχία. Η μορφή και τα λόγια της Λειτουργίας έχουν καθορισθή, ώστε όλες οι εκκλησίες να λατρεύουν κατά τον ίδιο τρόπο τον Θεό. Και τα μηναία περιέχουν το τι θα ψαλή σε κάθε εορτή. Έτσι καμμιά παραφωνία δεν μπορεί να διαταράξη την λειτουργική αρμονία γιατί και η μουσική και η εικονογραφία, που λέγονται κι αυτές λειτουργικές τέχνες, έχουν το ίδιο καθορισθή, ώστε να μη μπορή ο κάθε αγιογράφος ή ο κάθε ψάλτης να εικονογραφή ή να ψάλλη κατά την φαντασία του, αλλά να είναι αναγκασμένος να προσαρμόση την προσωπική του τέχνη και ικανότητα στα πρότυπα του πιο αυστηρού πνευματικού ρεαλισμού. Έτσι έχει καθορισθή και το εορτολόγιο, για να μη μπορή ο κάθε ιερεύς να εορτάζη όποτε θέλη τις εορτές που θέλει, αλλά να υπάρχη πλήρης κοινωνία προσευχών ανάμεσα σ’ όλους τους πιστούς της γής.
Ό,τι λοιπόν κάνει ο ζωγράφος που ζωγραφίζει κατά τα δικά του γούστα τις εικόνες της Εκκλησίας, περιφρονώντας την παράδοση, όπως καταστρέφει την λειτουργική ευρυθμία ο ψάλτης που αντί να ψάλλη τραγουδάει μέσα στην εκκλησία θεατρικά, έτσι εχάλασαν την λειτουργική αρμονία της Ορθοδόξου Εκκλησίας οι Έλληνες ιεράρχαι που αποφάσισαν να ακολουθούν στην Ελλάδα άλλο εορτολόγιο διαφορετικό από εκείνο που ακολουθούν οι άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και το Άγιον Όρος. Έτσι άλλον άγιον εορτάζουν και άλλα τροπάρια ψάλλουν στό Άγιον Όρος, και άλλον άγιο εορτάζουν και άλλα τροπάρια ψάλλουν στην Θεσσαλονίκη, άλλη μέρα εορτάζεται η Μεταμόρφωσις του Κυρίου στην Αθήνα και άλλη στα Ιεροσόλυμα, στην Αντιόχεια ή στη Μόσχα.
Το πόσο τραγική είναι αυτή η παραφωνία είναι δύσκολο να γίνη αντιληπτό στη χώρα μας, λόγω των αποστάσεων. Γίνεται όμως πολύ οδυνηρά αντιληπτό απ’ αυτόν που ταξιδεύει στην Ευρώπη, και ο οποίος βλέπει μέσα στην ίδια πόλι, σε γειτονικές συνοικίες, τους μέν Ρώσους να εορτάζουν άλλη εορτή, τους δε Έλληνας άλλη. Ή ακούει τις καμπάνες της ελληνικής Εκκλησίας να καλούν τους πιστούς, όταν οι καμπάνες της ρωσικής Εκκλησίας παραμένουν βουβές. Και διερωτάται τότε αν και οι δύο Εκκλησίες είναι Ορθόδοξες.
Δεν έγινε λοιπόν αντιληπτό στην Ελλάδα το πόσο σοβαρά υποχώρησις υπήρξε πρός τα στοιχεία του κόσμου, και τι πλήγμα κατεφέρετο κατά της Εκκλησίας με την κατάργησι του παλιού και την εισαγωγή του νέου εορτολογίου. Αλλά και αν μερικοί το αντιλήφθησαν, δεν είχαν την δύναμι να σηκώσουν το ανάστημά τους και να κηρύξουν την αλήθεια. Κανένας σοφός και κανένας δυνατός κατά κόσμον, δεν βρήκε λέξεις να διαμαρτυρηθή. Έτσι απεδείχθη για πολλοστή φορά ότι “ο Θεός τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ίνα καταισχύνη τα ισχυρά”, και ότι “εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν των σοφών”. Γιατί, ενώ οι σοφοί σιωπούσαν και απεδέχοντο, οι αγράμματοι πιστοί εξεγείροντο. Και αυτοί “ουχ ώσπερ οι μωροί του κόσμου σοφοί μωρά ελάλησαν”. Δεν αναλύθηκαν σε αστρονομικές θεωρίες και μαθηματικούς υπολογισμούς, αλλά μίλησαν στό όνομα της παραδόσεως την οποία αισθάνονταν σαν πράγμα ιερό, που δεν μπορεί κανείς να το καταπατή χάριν της συνεχώς απαρνουμένης τις απόψεις της επιστήμης ή του πολιτικού και οικονομικού συμφέροντος μιας χώρας.
Αλλά “τους διδακτούς Θεού οι μαθηταί των σοφών του αιώνος τούτου ανθρώπων ηγούνται μωρούς”. Έτσι από την αρχή και μέχρι σήμερα τους Παλαιοημερολογίτας τους θεωρούν μωρούς, θρησκόληπτους, δεισιδαίμονας κ.τ.τ. και χαίρονται για την δική τους γνώσι που τους κάνει να στέκωνται πάνω από αυτές τις “λεπτομέρειες” και να μήν δημιουργούν ζητήματα για το “τίποτε”.
Όταν όμως λογαριάσης σαν λεπτομέρεια ένα στοιχείο της παραδόσεως, τότε με την πρώτη ευκαιρία θα θεωρήσης σαν λεπτομέρεια και ένα άλλο, και τέλος θα αναγάγης σε λεπτομέρειες όλα όσα δεν σ’ αρέσουν μέσα στην παράδοσι της Εκκλησίας. Έτσι έγινε με την εικονογραφία, έτσι έγινε με την ψαλμωδία, το ίδιο με την εμφάνισι των ιερέων. Τώρα τα ράσα τους φαίνονται πολύ μαύρα, ύστερα τα γένεια και τα μαλλιά πολύ μακριά. Θέλουν να βάλουν μουσικά όργανα στην εκκλησία. Καταργούν τα στασίδια και τα αντικαθιστούν με πολυθρόνες. Κατηγορούν τον μοναχισμό, συκοφαντούν τους μοναχούς, στερούν τις περιουσίες των Μονών, κάνουν συστηματική προπαγάνδα κατά του μοναχισμού. Παραβλέπουν τους Κανόνες που απαγορεύουν την συμπροσευχή με τους αιρετικούς, πηγαίνουν στα συνέδριά τους, συμπροσεύχονται μαζί τους. Αδιαφορούν για την γνώμη του λαού στην εκλογή των επισκόπων και των ιερέων. Βραχύνουν την Λειτουργία, κόβουν αποσπάσματα από τις ακολουθίες “για να μη κουράζεται ο κόσμος”. Με άλλες λέξεις, μεταβάλλουν τις ορθόδοξες συνήθειες σύμφωνα με τα γούστα ενός παρηκμασμένου πλήθους γεμάτου σαρκολατρία και υλισμό.
Έτσι αρχίζει να ξεφτά το υφάδι της παραδόσεως και δεν ξέρει κανείς που θα σταματήση ή αν θα σταματήση ποτέ το ξέφτισμα. Το ξέφτισμα είναι τόσο εύκολο εξ άλλου σήμερα, γιατί έχει την επιδοκιμασία των μορφωμένων. Οι μορφωμένοι, πρό παντός, το θεωρούν τιμή τους όχι να είναι σύμφωνοι με τους Πατέρας της Εκκλησίας αλλά να είναι σύμφωνοι με τον τάδε μεγάλον επιστήμονα καθηγητή της προτεσταντικής θεολογίας, ή με τον τάδε Ιησουϊτη καθηγητή που είναι διάσημος στην Ευρώπη κ.τ.λ.
Πώς να μη νοθευθή μετά η ορθόδοξη παράδοσις και η ορθόδοξη πίστις; Και πώς κάτω από τέτοιες συνθήκες να μη συζητούμε για Ένωσι των Εκκλησιών και να μήν την θεωρούμε πράγμα ευκολοκατόρθωτο; Μια “Ορθόδοξη” Εκκλησία που έχει αποκτήσει την ίδια νοοτροπία και τις ίδιες διαθέσεις με τις “Εκκλησίες” της Δύσεως, είναι άρα γε δύσκολο να ενωθή μαζί τους; Είναι άρα γε μακριά η ημέρα εκείνη που, πηγαίνοντας αμέριμνοι την Κυριακή στην εκκλησία, θα ακούσουμε τον παπά να λέγη: “και υπέρ του πατρός ημών Πάπα Ρώμης”; Θα αντιδράση άρα γε κανείς αν γίνη κάτι τέτοιο, ή θα φανή σε όλους φυσικό που επί τέλους υπερπηδήθηκαν οι διαφορές που εχώριζαν την Ανατολή από την Δύσι;
Αλλά άς καταλάβουν όσοι με τόση ελαφρότητα μιλούν για Ένωσι των Εκκλησιών, πώς η ενότης της Εκκλησίας είναι δώρον μυστικόν της θείας παρουσίας. Δεν είναι κάτι που αποφασίζεται σε συνέδρια, αλλά κάτι που υπάρχει ή δεν υπάρχει. Καμμία απόφασις των ανθρώπων δεν μπορεί να εξαναγκάση τον Θεό.
Ασφαλώς τύποις η ένωσις μπορεί να γίνη και να αρχίσουν όλοι να δηλώνουν, Προτεστάνται, Καθολικοί και Ορθόδοξοι, πώς τώρα πιά είμαστε μια Εκκλησία και να μνημονεύουμε εμείς τον Πάπα Ρώμης και ο Πάπας Ρώμης τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Εάν συμφωνήσουν όλοι επάνω σε ένα “ελάχιστο αληθείας”, επάνω σε ένα “πιστεύω” απλουστευμένο, και κανονισθούν και μερικά άλλα ζητήματα, μπορεί να γίνη η ένωσις. Θα γίνη ένα σύστημα νομικώς και τυπικώς ισχύον, ένα σύστημα όμως που δεν θα έχη καμμία σχέσι με την Εκκλησία του Χριστού, έστω και αν όλα τα εξωτερικά φαινόμενα το κάνουν να μοιάζη με την Εκκλησία. Ο “Θεός ου μυκτηρίζεται”. Όταν δεν υπάρχουν στους ανθρώπους οι προϋποθέσεις της Παρουσίας Του, ο Θεός δεν έρχεται στους ανθρώπους.
Η Εκκλησία του Χριστού δεν ήταν ποτέ ένα σύστημα ανθρώπινο. Η Εκκλησία γεννήθηκε, δεν κατασκευάσθηκε. Οι συζητήσεις των ανθρώπων μπορούν να κατασκευάσουν κάτι και να του δώσουν το όνομα “Εκκλησία”. Αυτό όμως το κατασκεύασμα θα είναι κάτι χωρίς ζωή. Η ζωντανή Εκκλησία δεν θα έχη καμμία σχέσι μ’ αυτό. Θα υπάρχη κάπου μακριά απ’ όλα αυτά τα κατασκευάσματα, αναλλοίωτη, γεμάτη αλήθεια και φώς, ανόθευτη από το ψέμα των συμβιβασμών, με το Πνεύμα το Άγιον να φέγγη τα βήματά της και να την περιβάλλη σαν το φώς του ηλίου, οδηγώντας την “εις πάσαν την αλήθειαν”.
Το πόσοι θα είναι οι πραγματικοί Χριστιανοί δεν έχει καμμία σημασία, ακόμη και αν μετρούνται στα δάκτυλα της μιας χειρός. Αυτοί θα είναι οι συνεχισταί της Παραδόσεως, την οποία δεν θα την έχουν μάθει απλώς, αλλά θα την έχουν ζήσει και θα τους έχη γίνει βίωμα. Οι Χριστιανοί ζούνε μέσα στην Παράδοσι σαν μέσα σ’ ένα στοιχείο, όπως τα ψάρια στό νερό.
Όσοι πραγματικά ποθούν τον Θεό άς πάψουν να μιλούν για ένωσι των “Εκκλησιών”. Η Εκκλησία δεν επιδέχεται ένωσι, γιατί ποτέ δεν διεσπάσθη. Οι άνθρωποι φεύγουν απ’ αυτήν, έστω και αν διατηρούν πολλά από τα εξωτερικά γνωρίσματά της. Όσοι αγαπούν τον Θεό άς επιστρέψουν στην Εκκλησία και άς ταπεινωθούν για να μπορέσουν να μπούν, γιατί στενή είναι η πύλη της και για να την περάση κανείς πρέπει να σκύψη βαθειά.
Μέσα όμως στό χάος και την υποκρισία του σύγχρονου κόσμου δεν είναι εύκολο να διακρίνη κανείς την Εκκλησία του Χριστού και να την πλησιάση. Γιατί δεν αρκεί να ονομάζεται Ορθόδοξη μια Εκκλησία για να είναι και στην κυριολεξία. Η αποστασία δυστυχώς υπάρχει και κάτω από το τυπικώς ορθόδοξο ράσο, και κάτω από τους ορθόδοξους θόλους, και μέσα στον θρησκευτικό λαό. Αυτό εξ άλλου δεν είναι κάτι το καινούργιο^ το εγνώρισε η Εκκλησία από τα πρώτα της βήματα. Μόνο που τώρα έχει πάρει απίθανες διαστάσεις.
Την Εκκλησία πρέπει να μάθουμε να την διακρίνουμε πίσω από τα φαινόμενα. Φαινομενικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία επικρατεί σήμερα η σύγχυσις και το χάος. Ο καθένας, εγγράμματος ή αγράμματος, πιστός ή άπιστος έχει και μια δική του εκδοχή για το τι είναι Ορθοδοξία ή Χριστιανισμός, και αυτή την εκδοχή την υποστηρίζει με φανατισμό. Μέσα σ’ αυτήν την τρικυμία είναι αδύνατον να βρής τον δρόμο σου χωρίς πυξίδα. Υπάρχει ένα κριτήριο αλάνθαστο: η συνέχεια της Παραδόσεως. Όπου η Παράδοσις διατηρείται ζωντανή και ανόθευτη, χωρίς διακοπή ή αλλοίωσι από τους χρόνους των Αποστόλων, όσοι πιστοί - επίσκοποι, πρεσβύτεροι ή λαϊκοί - ζούν και μεταδίδουν αυτήν την Παράδοσι, εκεί είναι η Ορθόδοξος Εκκλησία και αυτοί αποτελούν το σώμα του Χριστού. Όλοι οι άλλοι - ιερείς ή λαϊκοί - που θέλουν να λέγωνται Ορθόδοξοι χωρίς να ακολουθούν την από αιώνων ζώσα Παράδοσι, είναι παρείσακτοι, είναι τα ζιζάνια μέσα στό χωράφι του Χριστού.
Σήμερα τα ζιζάνια είναι πάρα πολλά και τα στάχια πολύ λίγα, όμως το χωράφι είναι χωράφι του Θεού και παρ’ όλη την ποικιλία των ζιζανίων, το σιτάρι παραμένει το ίδιο από γενεά σε γενεά, από σπορά σε σπορά, όπως εκείνο το πρώτο που φύτεψε, μέσα σ’ αυτό το ίδιο θεϊκό χωράφι, το Πνεύμα το Άγιο την ημέρα της Πεντηκοστής.
Το σιτάρι και τα ζιζάνια έχουν το ίδιο χρώμα, και από μακριά δύσκολα μπορεί να τα ξεχωρίση κανείς, από κοντά όμως, όταν το σιτάρι το πλησιάσης, ξέρεις πώς είναι σιτάρι.
Αυτή η ζώσα Παράδοσις δεν διεκόπη ποτέ, γιατί το στόμα του Χριστού υποσχέθηκε στην Εκκλησία ότι “και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής”, και το στόμα του Θεού δεν ψεύδεται. Άρα αυτοί που ψάχνουν να βρούν την Παράδοσι της Χριστιανικής Εκκλησίας των πρώτων αιώνων ή των αιώνων πρό του Σχίσματος για να την ακολουθήσουν, ομολογούν ότι έχουν χάσει την συνέχεια της Παραδόσεως, αλλά δεν πρόκειται πιά ποτέ να τη βρούν, όσο και αν προωθήσουν τις έρευνές τους. Γιατί η Παράδοσις είναι κάτι ζωνταντό και μεταδίδεται, όπως η ζωή, από ζωντανό σε ζωντανό. Δεν είναι κάτι που ανακαλύπτεται με επιστημονικές μελέτες, ούτε κάτι που μαθαίνεται εγκεφαλικά.
Αυτά τα εκατομμύρια ζιζάνια που φύτρωσαν μέσα στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον τελευταίο καιρό έφεραν μαζί τους τόσο κοσμικό πνεύμα, που καμμία Ορθόδοξος Εκκλησία δεν μπόρεσε να κρατήση αναλλοίωτα τα εξωτερικά της γνωρίσματα. Ακόμη και οι Παλαιοημερολογίται που διετήρησαν τόσο καλή γραμμή στό ζήτημα του Ημερολογίου, στό θέμα της εικονογραφίας φέρουν ολοκάθαρα τα στίγματα της προδοσίας πρός την Παράδοσι, πράγμα που είναι αμάρτημα κοινό όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών του τελευταίου αιώνος.
Ευτυχώς, μέχρι σήμερα, όλες οι παρεκκλίσεις από την Παράδοσι που περιγράψαμε δεν έχουν αποκόψει τις Ορθόδοξες Εκκλησίες από την ρίζα τους. Το δέντρο παραμένει ζωντανό και ακμαίο, παρ’ όλα τα φτιασίδια που του έχουνε προσθέσει. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν έχουν ξεραθή, όπως έγινε με τις “Εκκλησίες” της Δύσεως. Λίγο αν τινάξης τη σκόνη που έρριξε το κοσμικό πνεύμα επάνω τους θα βρής τα δροσερά φύλλα της γνήσιας Παραδόσεως. Η Παράδοσις δεν έπαψε ποτέ να ζή και να ισχύη μέσα στον περίβολο της Ορθοδοξίας. Υπάρχουν ακόμη μοναχοί που ζούν τον ορθόδοξο Μοναχισμό. Υπάρχουν ακόμη γνήσιοι θεολόγοι που δεν έχουν νοθεύσει την αλήθεια, αλλά την κρατούν λαμπερή και ολοκάθαρη, μακριά από κάθε ξένη πρόσμιξι. Υπάρχουν ακόμη βυζαντινοί ψαλτάδες και γνήσιοι συνεχισταί της ορθοδόξου εικονογραφικής παραδόσεως. Υπάρχουν ακόμη ιερείς σαν τους παλιούς, αφοσιωμένοι στό ιερό τους λειτούργημα, που η συνεχής επαφή τους με τον Θεό, δεν τους αφήνει το στενοχωρεθούν από τα μακριά γένεια και τα μαύρα ράσα, αλλά τα κάνει να ακτινοβολούν αγιότητα. Υπάρχει ακόμη απλός λαός που αξιώνεται να δή θαύματα φοβερά.
Η γνήσια Παράδοσις λοιπόν - η ζωή, τα βιώματα και η διδασκαλία των Αποστόλων και των αγίων Πατέρων όλων των εποχών, τα ίχνη αυτά των βημάτων του αγίου Πνεύματος μέσα στις καρδιές των Χριστιανών - υπάρχει και συνεχίζεται, ζωντανή ανάμεσα σε ζωντανούς, χωρίς καμμία διακοπή από τους αποστολικούς χρόνους. Υπάρχει μία συνεχής αρμονία σ’ όλες τις εκδηλώσεις των ορθοδόξων όλων των εποχών μέχρι σήμερα, γραπτές και άγραφες, και αυτός είναι ο χρυσούς κανών επάνω στον οποίον πρέπει ο καθένας να μετράη τις σκέψεις και τα έργα του για να βλέπη αν βρίσκεται μέσα ή έξω από τον χώρο της Ορθοδοξίας. Μπορεί τα φαινόμενα να δίνουν την εντύπωσι ότι έχει χαλάσει, ότι έχει διακοπή η συνέχεια, όμως λίγο αν σκάψη κανείς, την βλέπει να αναβλύζη και να δροσίζη αυτούς που την αποζητούν.
Η Παράδοσις υπάρχει και θα υπάρχη μέχρι της συντελείας του αιώνος. Όμως κάθε μέρα που περνά κάνει και πιο δύσκολη την ανακάλυψί της. Κάθε μέρα που περνά, σωρεύει και περισσότερα φτιασίδια επάνω στό δέντρο της Ορθοδοξίας, έτσι που οι άνθρωποι τα χάνουν και δεν ξέρουν που είναι η αλήθεια.
Κάποτε, αργά ή γρήγορα, κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς, οι “Εκκλησίες” και οι θρησκείες θα ενωθούν. Μέσα σ’ αυτό το χάος της ψευτιάς θα κινδυνεύσουν να χάσουν τον δρόμο τους ακόμη και οι εκλεκτοί. Θα είναι η εποχή του Αντιχρίστου.
Πότε και πώς θα έλθη ο Αντίχριστος κανείς δεν μπορεί να το πή, και είναι άγνωστο πόσοι θα μπορέσουν να τον αναγνωρίσουν όταν θα έλθη. Γιατί θα έλθη σαν ευεργέτης της ανθρωπότητος. Πρός το παρόν ένα πράγμα μπορεί να ειπωθή με βεβαιότητα: όλες αυτές οι κινήσεις για ένωσι στα κράτη και στις “Εκκλησίες”, όλοι αυτοί οι συμβιβασμοί, όλη αυτή η σχηματιζομένη ομοιομορφία της ανθρωπότητος κάτω από τον οδοστρωτήρα του τεχνικού πολιτισμού, είναι το άνοιγμα του δρόμου για τον ερχομό του Αντίχριστου.
Η εξέλιξις αυτή της ανθρωπότητος είναι, σύμφωνα με τα κριτήρια του κόσμου, θαυμασία. Με τα χριστιανικά όμως κριτήρια είναι εξέλιξις πρός την καταστροφή.
Αυτό δεν εκπλήσσει ούτε φοβίζει τον Χριστιανό. Ξέρει ότι ο κόσμος έχει αυτοκαταδικαστή. Γι’ αυτό και ο Χριστός αρνήθηκε να προσευχηθή για τον κόσμο. “Ου περί του κόσμου ερωτώ”. Ο άρχων του κόσμου είναι ο διάβολος και ο διάβολος “απ’ αρχής ήν ανθρωποκτόνος”.
Ο θάνατος θα βρή τον κόσμο στό αποκορύφωμα της “δόξης” του, στό αποκορύφωμα της οιήσεως, στην κορυφή του πύργου της Βαβέλ, όταν ο άνθρωπος θα βρίσκεται στό ζενίθ της προαιώνιας προσπαθείας του να γίνη θεός με τις ίδιες του δυνάμεις, μακριά από τον Θεό. Όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου θα βρή τον άνθρωπο σ’ όλη τη δόξα της εωσφορικής του μανίας.
Ο Θεός δεν ζητάει από τον Χριστιανό να σώση τον κόσμο. Κάθε προσπάθεια να σταματήση ο κόσμος τον δρόμο που έχει πάρει θα ήταν μάταιη και γελοία. Ο κόσμος είναι ένα πλοίο που βυθίζεται γιατί η ίδια η κατασκευή του είναι σαθρή. Ο Θεός δεν ζητάει από τον Χριστιανό να σώση το πλοίο, αλλά να σώση όσους μπορεί από τους ναυαγούς.
Η νέα Κιβωτός του Νώε, η Εκκλησία του Χριστού, πλέει κοντά στον τόπο του ναυαγίου. Όσοι θέλουν να γλυτώσουν από τα νερά, πρέπει να καταφύγουν σ’ αυτήν. Για να καταφύγουν σ’ αυτήν πρέπει να εγκαταλείψουν τον κόσμο, όχι τόσο τοπικώς, όσο ουσιαστικώς. “Δι’ ό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε”, λέγει Κύριος, “και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς” (Β΄ Κορ., στ΄ 17).
Εδώ όμως αρχίζουν οι δυσκολίες. Πώς να εγκαταλείψης τον κόσμο, όταν όλη σου η ζωή είναι πλεγμένη μαζί του; Αλλά η απάντησις ου του παρόντος. Την βρίσκει κανείς στην Αγία Γραφή και τους Πατέρας. Ολόκληρη εξ άλλου η εν Χριστώ ζωή είναι αγώνας για την έξοδο από τον κόσμο, από την Αίγυπτο αυτή των παθών, και την καταφυγή στην Κιβωτό της Εκκλησίας.
Αλλά όταν θα πλησιάζη η εποχή του Αντιχρίστου, και αυτή η Κιβωτός της Εκκλησίας θα είναι δυσδιάκριτος. Πολλοί θα λέν “ιδού εδώ ο Χριστός” και “εκεί ο Χριστός”, αλλά θα είναι ψευδοπροφήται. Ό,τι θα αναγνωρίζεται επισήμως ως Εκκλησία, έχοντας ήδη ολίγον κατ’ ολίγον προδώσει τους θησαυρούς της Πίστεως, θα έχη αφομοιωθή από την απερίγραπτη ενωτική μαρμελάδα, η οποία θα κρατάη με εωσφορική εξυπνάδα τα περισσότερα εξωτερικά γνωρίσματα της Εκκλησίας. Που και που μικρές ομάδες πιστών με κανέναν ιερέα θα διατηρούν ακόμη ζωντανή την γνήσια Παράδοσι.
Ποιος όμως θα μπορέση να αναγνωρίση σ’ αυτές τις μικρές, τις περιφρονημένες και χωρίς καμμία κοσμική αίγλη ομάδες των πιστών, την Εκκλησία του Χριστού; Και όμως, στό τέλος των καιρών, η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία θα είναι ακριβώς αυτές οι ξεχασμένες και ασύνδετες μικροενορίες, που μπορεί ακόμη και να αγνοούν η μία την ύπαρξι της άλλης, όμως θα συνδέωνται μεταξύ τους με τον μυστικό δεσμό του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου εν Αγίω Πνεύματι, με την κοινή Πίστι και Παράδοσι, που θα διατηρούν ανόθευτη.
Τότε και οι εκλεκτοί θα κινδυνεύσουν να πλανηθούν. Χρειάζεται μεγάλο θάρρος για να μπορέση να συνταχθή κανείς με τους λίγους και να πάη αντίθετα στα ρεύματα του κόσμου, με κίνδυνο να γελοιοποιηθή από τους “έξυπνους” και να αδικηθή από τους δυνατούς. Χρειάζεται μεγάλη σοφία για να διακρίνει κανείς την αλήθεια εκεί που όλος ο κόσμος βλέπει την αφέλεια και την ηλιθιότητα. Εξ’ άλλου, η παράταξις του ψεύδους θα έχη με το μέρος της το θαύμα, το θαύμα εκείνο που ζήτησε ο διάβολος από τον Χριστό στην έρημο, τα σημεία και τα τέρατα των ψευδοχρίστων και των ψευδοπροφητών. “Εγερθήσονται γάρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε πλανήσαι ει δυνατόν και τους εκλεκτούς” (Ματθ. ΚΔ΄ 24). Πόσοι θα μπορέσουν να βρούν τον δρόμο τους, όταν όλοι οι φάροι θα οδηγούν στραβά; Τότε “ο υπομείνας εις τέλος σωθήσεται”.
Πρός το παρόν όσοι θέλουν να ζήσουν κοντά στον Χριστό άς βιασθούν να αποκτήσουν διάκρισι, για να αναγνωρίζουν εγκαίρως τους ψευδοπροφήτες και τους ψευδόχριστους, και άς φορέσουν την πανοπλία της Πίστεως, για να μπορέσουν, αήττητοι, να κτυπήσουν τόσο αυτούς όσο και τους οπαδούς των.
Γιατί η εποχή μας είναι εποχή πονηρή, όπου το ψέμα είναι σκεπασμένο και το δηλητήριο προσφέρεται σε σακχαρόπηκτα, όπου οι δρόμοι γέμισαν από παγίδες και από λάκκους καλά παρηλλαγμένους. Όποιος παρασυρθή από τα φαινόμενα είναι χαμένος.
Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε την Εκκλησία από τον κόσμο, γιατί άλλα είναι τα πεπρωμένα της Εκκλησίας και άλλα τα πεπρωμένα του κόσμου. Όση πίστι έχουμε πρός την Εκκλησία, τόση απιστία πρέπει να έχουμε πρός τον κόσμο, όση αγάπη πρός την Εκκλησία τόση έχθρα πρός τον κόσμο (όχι πρός τους ανθρώπους αλλά πρός τον κόσμο), όση αισιοδοξία για την Εκκλησία, τόση απαισιοδοξία για τον κόσμο.
Ο κόσμος είναι η παράταξις, η νοοτροπία και οι προθέσεις αυτών που αρνήθηκαν την προσφορά του Θεού, που του γύρισαν την πλάτη όταν πήγε να τους μιλήση, που χωρίσθηκαν για πάντα από αυτόν. Οι άνθρωποι αυτοί προτίμησαν τον θάνατο από την ζωή. Δεν είναι τιμωρημένοι, όπως δεν είναι τιμωρημένοι και οι δαίμονες, γιατί κανένας δεν τους κάνει κακό. Μόνοι τους ελεύθερα διάλεξαν τον θάνατο, μόνοι τους ελεύθερα διάλεξαν να είναι εχθροί του Θεού και να στέκωνται μακριά του.
Αυτοί η εκλογή γίνεται μέσα στη ζωή, ανεξάρτητα από στιγμές και από τον χρόνο, μέσα στα κατάβαθα της καρδιάς μας, και είναι αμετάκλητη. Η ελευθερία χωρίζει τα πνευματικά όντα σε δύο στρατόπεδα. Υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι, όπως υπάρχουν και δύο ειδών άγγελοι: οι φίλοι του Θεού και οι εχθροί του Θεού.
Η ελευθερία δεν έγκειται στις καθ’ έκαστον πράξεις, αλλά στην όλη κλίσι και διάθεσι του ανθρώπου, στην εν γένει καταφατική ή αποφατική απάντησι στό κάλεσμα του Θεού. Η ελευθερία έγκειται στην γενική κατεύθυνσι της ζωής του ανθρώπου, και όχι στις λεπτομέρειες αυτής της ζωής.
Οι λεπτομέρειες απατούν, κάνουν τους Φαρισαίους και τους γραμματείς να φαίνωνται φίλοι του Θεού, και τον ληστή, την πόρνη, τον τελώνη και τον Σαούλ να φαίνωνται εχθροί Του.
Πρέπει να μπορούμε να αναγνωρίζουμε κάτω απ’ τις μάσκες της υποκρισίας ή των αδυναμιών τους πραγματικούς εχθρούς και τους πραγματικούς φίλους του Θεού.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου οι μάσκες της υποκρισίας έχουν πληθύνει και έχουν φθάσει σε μια καταπληκτική τελειότητα. Κινδυνεύουμε από στιγμή σε στιγμή να πλανηθούμε από ανθρώπους που φορούνε την μάσκα των φίλων του Θεού ενώ είναι στην πραγματικότητα εχθροί του.
Τέτοιοι είναι όσοι μιλούν για την Ένωσι των Εκκλησιών. Αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι εχθροί της Εκκλησίας, οι ψευδοπροφήται του Ευαγγελίου.
Οι εχθροί που εμφανίζονται χωρίς μάσκα, οι άθεοι, οι υλισταί, οι κομμουνισταί, δεν μπορούν να ξεγελάσουν κανέναν. Είναι απ’ αυτούς που μπορούν να σκοτώσουν τα σώματα, αλλά δεν μπορούν να πειράξουν την ψυχή. Οι άλλοι όμως, οι “ορθόδοξοι” Πατριάρχαι, οι Επίσκοποι και Αρχιεπίσκοποι, οι αρχηγοί των χριστιανικών οργανώσεων, οι θεολόγοι και καθηγηταί της Θεολογίας, όλοι όσοι μιλούν με υποκριτική χριστιανική αγάπη για τους “αδελφούς μας” αιρετικούς, και διαδίδουν τα συνθήματα περί ενώσεως, όλοι αυτοί οι προσωπιδοφόροι μπορεί να μη σκοτώνουν το σώμα, σκοτώνουν όμως την ψυχή. Γι’ αυτό ο πόλεμος εναντίον τους πρέπει να είναι αδυσώπητος.