Όλγα Σταυρίδου
Γιά να απλώσει η Όλγα Σταυρίδου την τέχνη του χρωστήρα της στον καμβά, πρέπει το δωμάτιο στο οποίο εργάζεται να φωτίζεται άπλετα από το φως του ήλιου. Ωστόσο η εν ροή πινελιά της δεν παρασύρεται από τα ψιμύθια του αισθητού φωτός. Χρησιμοποιώντας μικρές ποσότητες χρωματικής ύλης, δίνει υπόσταση εικαστική σε συνθέσεις που φαίνονται απηωρημένες.
Οι πλούσιες χρωματικές κλίμακες της βλάστησης, τα σπίτια και οι τοποθεσίες που αποτελούν προεκτάσεις του κυρίαρχου φυτικού βασιλείου, υποδηλώνουν εργόχειρο κεντήματος, ενώ οι λύσεις στο γέμισμα των επιφανειών και η χρωματική τους ισορροπία, χωρίς την ελάχιστη φανταιζίστικη ή κραυγαλέα υπερτίμηση των επί μέρους στοιχείων, αποκαλύπτουν την γνησιότητα του αισθήματος. Κόσμος ακέραιος, που πρέπει να ονειρεύεται κανείς με μάτια ανοιχτά για να μπορέσει να ταξιδέψει. Εξ αυτού συνάγεται και ο παραμυθητικός χαρακτήρας του έργου της Όλγας Σταυρίδου που υπερβαίνει τον ρεαλισμό της αμεσότητας, υπακούοντας σε μια πειθαρχία που δεν αφίσταται των απαιτήσεων της κεντητικής.
Ασφαλώς, η παραμονή της επί πενταετία στην Καστοριά έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην όλη ζωγραφική της εξέλιξη. Η χρωματική και σχεδιαστική ενότητα των διαφόρων φάσεων της ζωγραφικής της έγκειται στη ροή των εν αφυπνίσει ονείρων, που της επιτρέπει να γίνει μέρος της ψυχής του τόπου όπου εγκαταβιεί, και που προσφέρει το έδαφος για να πραγματωθούν καλλιτεχνικά. Προσπάθεια της ζωγράφου να ψαύσει κατά το δυνατόν τη μορφή του πραγματικού, πειθαρχώντας στο ρυθμό των ονείρων που γεννιούνται από τον ζωντανό στη συνείδησή της πυρήνα του παραμυθιού.
Η κίνησή της θέτει το πρόβλημα της αναζήτησης της μορφής, πέρα από τη δεξιοτεχνία της σχεδιάσεως του έργου και της ευρηματικότητας των ιδεών. Στήν τελευταία φάση της δουλειάς της εντάσσεται μια σειρά από εντάφιες προσωπίδες του Φαγιούμ, σαν μια προσπάθεια ευρέσεως ενός άφθαρτου προσώπου πέρα από τον θάνατο. Η προσπάθεια τούτη της ζωγράφου επιβεβαιώνει, αν μη τι άλλο, ότι η ζωγραφική ουσιαστικά παραμένει μια τέχνη της σιωπής.
Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
"Πρός εκκλησιασμό..."
Ανυπομονείς να δρασκελίσεις το κατώφλι της στενής πόρτας του περίβολου^ ύστερα ανασαίνεις χαρούμενα: "Να μια πραγματικότητα άλλης τάξεως", σκέφτεσαι.
Ελαφρά υπερυψωμένος, περίπου στο κέντρο της αυλής, στέκεται ο ναός: χτισμένος με κείνη την απαράμιλλη τέχνη των βυζαντινών μαστόρων, με όψεις ακανόνιστες, κόγχες ασύμετρες, τυχαία παράταξη από λίθους και διακοσμητικά κεραμικά σύνολα... Κι όμως, "το όλο είναι μια μουσική", τραγουδισμένη με αίσθημα... Περιμετρικά στο ναό πανύψηλα κυπαρίσσια: Τό μελώδημα των πουλιών που κρύβονται στο φύλλωμά τους, ολόκληρη ορχήστρα, σε παλαβώνει. Τό καλντερίμι με το γρασίδι, ένα μικρό δίπατο χαγιάτι που λειτουργεί σαν "αρχονταρίκι", κάποια απομεινάρια του αρχαίου πρόπυλου. Λίγα στοιχεία, λιτά^ αλλά, συνθέτουν έναν τόπο ήρεμης αρμονίας και ευφροσύνης. Πετροπερίκλειστη η αυλή, θαρρείς σαν για να φυλάξει αμόλευτο τον θησαυρό, σαν να διαγράφει τα όρια ανάμεσα στο όντως αληθινό και το ψεύτικο, το παράταιρο.
Τραβάς το κορδονάκι της πόρτας για την δεύτερη είσοδο, "της ημετέρας αυλής, ήγουν της καθολικής του Θεού και αποστολικής εκκλησίας". Κι ολοκληρώνεται η συναρπαγή. Είναι η αρίστη της τέχνης των τοιχογραφιών με τον θεματικό και χρωματικό πλούτο; Είναι η ξύλινη, σαμαρωτή στέγη με τον φεγγίτη ή μήπως τα μαρμάρινα κιονόκρανα με τις διπλές σειρές των φύλλων ακάνθου; Ίσως ο χορός των ψαλτών, που το τραγούδι τους εναρμονίζεται με το μέτρο των διαστάσεων του ναού, χωρίς συγκινησιακές εξάρσεις, χωρίς επίδειξη τεχνικής αρτιότητας. Είναι και η ψηλαφητή στην παρουσία του ιερέα αρχοντιά του ρόλου που διακονεί: όλος μια πράξη αγαπητικής έκφρασης, χωρίς ίχνος εξουσίας. Καί τα λόγια του απέριτα, διαλεγμένα: έχει συχνά την ετοιμότητα και το θάρρος να διαβάζει κείμενα γραμμένα από τον Βασίλειο τον Ιβηρίτη ή τον Νικόλαο Καβάσιλα, και να σηκώνει το ποίμνιο πάνω από τις συμβάσεις και τον βασανισμό της καθημερινότητας. Είναι ένα γύρω και τα αδελφικά βλέμματα που νεύουν "καλημέρα", ευχέτες και συγκοινωνοί στο Ποτήριο της Ζωής. Υποψιάζομαι πώς όλα συμβάλλουν^ όχι σε μία συναισθηματική κατάνυξη, ούτε μία τεχνητή θρησκευτικότητα. Αλλά σε αυτό που στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζουμε Λειτουργία, βίωμα μετοχής του λαού σε σώμα κοινωνίας με κεφαλή τον Χριστό.
Ανεπανάληπτη εμπειρία ενότητας: ό,τι βλέπουν τα μάτια, ό,τι ψηλαφούν τα δάχτυλα, ό,τι φθάνει στα αυτιά, δεν πληγώνει, δεν διασκεδάζει, δεν κερματίζει τον άνθρωπο. Αλλά, θαρρείς τον φέρνει σε καταλλαγή, σε επίγνωση και ευχαριστία...
Άγιος Νικόλαος Ορφανός, στην καρδιά της Άνω Πόλης.***
Στήν πόλη της Θεσσαλονίκης (ίσως και σε πολλές άλλες πόλεις αυτού του καθημαγμένου τόπου) οι υποψιασμένοι της εκκλησιαστικής εμπειρίας βιώνουν έναν ιδιότυπο διωγμό: οι κατά τόπους ναοί κι είναι δεκάδες στερούνται σε τέτοιο βαθμό τις προϋποθέσεις εκκλησιαστικής συγκρότησης ώστε να διώχνουν μακρυά τους ίδιους τους ενορίτες τους. Κάθε αφορμή εκκλησιασμού γίνεται μια περιπέτεια αναζήτησης, με όλη την αγωνία και την πιθανή απογοήτευση που αυτή συνεπάγεται. Τυραννίζεται η ψυχή από την αρχιτεκτονική ακαλαισθησία, την αθεολόγητη αγιογράφηση, την εκκωφαντική βαναυσότητα, την αμετροέπεια της φωτοχυσίας. Δέν ξέρεις που να σταθείς για να συγκεντρώσεις λίγο το νού, να πάρεις είδηση από το νόημα της γιορτής. Χώροι αχανείς, ψυχροί σαν κενοτάφια, ο κόσμος μπαινοβγαίνει, οι επίτροποι κινούνται εξουσιαστικά, κάποιο τηλέφωνο δεν σταματάει να χτυπάει, οι "δίσκοι" κυριολεκτικά προελαύνουν την ώρα που ο ιερέας εκφωνεί "τα σά εκ των σών". Ξεχνάς τι σημαίνει εγγύτητα αδελφικής σχέσης λείπει ο συνεκτικός δεσμός που εδώ είναι η κοινή νοηματοδότηση και αναζήτηση. Κέντρο της προσοχής, οι ατέλειωτες "προετοιμασίες" για το μνημόσυνο που θα ακολουθήσει (τα φανταιζί κόλυβα, οι ανθοστήλες, οι κορνίζες με τις φωτογραφίες των κεκοιμημένων): όλα να μεταθέτουν εκβιαστικά το νόημα της ημέρας από την Ανάσταση, πίσω στον θάνατο...
Έσχατος βασανισμός, η δοκιμασία του κηρύγματος. Τρέμει ο πιστός, μήπως έχει σταλεί (πάλι) μητροπολιτική εγκύκλιος. Έχει προδιαγεγραμμένη θεματική, τη συγκέντρωση χρημάτων. Χρησιμοποιεί και συγκεκριμένη γλώσσα, όπου η μητρόπολη καλείται "υπηρεσία", οι λειτουργοί της "συνεργάτες".
Στήν καλύτερη περίπτωση γίνεται κανείς αποδέκτης ενός συναισθηματικού λόγου, με θρησκευτικά αυτονόητα που ποτέ δεν εξηγούν γιατί "πρέπει να προτιμούμε να ζούμε κοντά στον Χριστό", γιατί "η νηστεία είναι μεγάλο πράγμα", γιατί "θα πρέπει συχνά να αναλογιζόμαστε τα κολαστήρια και το σκότος του άδη", τι σχέση έχουν τα "ελληνοχριστιανικά ιδεώδη" με το μυστήριο της εκκλησίας. Καμία διάκριση ανάμεσα στην ψυχολογική θρησκευτικότητα και τον λόγο περί της υπάρξεως.
Τί θα συνέβαινε άραγε αν τη θέση του ηθικοπλαστικού κηρύγματος έπαιρνε κάποιο από τα Καθίσματα του όρθρου, ένας στίχος από τα Αντίφωνα του Ήχου της ημέρας ή ένα από τα εξαίρετα τροπάρια των Καταβασιών; Ο άμοιρος λαός δεν ξέρει για ποιο πράγμα διψά, γιατί είναι άγευστος από το αθάνατο νερό της εκκλησιαστικής δραματουργίας και ποίησης. Δέν υπάρχει όμως άνθρωπος που να μήν διασώζει στο βάθος της καρδιάς του δίψα για το κάλλιστο, το αιώνιο, το αληθινό και αυτό στερείται δραματικά μέσα στους ναούς της Θεσσαλονίκης.
(Ας συγχωρέσει ο αναγνώστης την γενικότητα της κρίσης. Δέν είναι αποτέλεσμα υπερβολής, ούτε ανώδυνης κατάθεσης εντυπώσεων. Είναι τρόπος μόνο για να παρακάμψει κανείς το άχαρο της επώνυμης καταγραφής).***
Σέ καιρούς απόλυτης σύγχυσης και αλογίας, έχουμε ανάγκη ζωτική να βρούμε έναν μίτο που θα μας βοηθήσει να χτίσουμε προτεραιότητες. Ο μίτος είναι καταρχήν οι τύποι και οι εικόνες, όλα αυτά τα ερεθίσματα που τροφοδοτούν τις αισθήσεις και λίγο-λίγο μας φέρνουν σε γνωριμία με τον Θεό. Αγαπάμε τον Θεό με τον τρόπο που ερωτευόμαστε τον εκλεκτό της καρδιάς μας. "Ίδιος ο έρωτας επί σωμάτων και ασωμάτων". Καί περνάει πάντοτε από τη χαρά και την τέρψη των αισθήσεων δεν έχει άλλον τρόπο η φύση για να ερωτευθεί. "Καί έσται όν τρόπον ευφρανθήσεται νυμφίος επί νύμφη, ούτως ευφρανθήσεται Κύριος επί σοι".
Ας θυμόμαστε ότι οι τύποι στην εκκλησία όπως και κάθε λειτουργική πράξη, δεν είναι απλοί συμβολισμοί. Είναι τύποι ενεργούμενοι. Μεταφέρουν μία πνευματική αίσθηση της Βασιλείας του Θεού, έχουν φωτιστική και ενεργητική διάσταση που δεν γίνεται αντιληπτή με διανοητικές διεργασίες, αλλά στο μέτρο που μετέχουμε στην εκκλησιαστική σύναξη. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, χρειάζεται πολλά να αλλάξουν. Μέχρι τότε, οι υποψιασμένοι θα περιπλανώνται σε ξένες γειτονιές αναζητώντας τον χαμένο μίτο.Α. Μ.
Δημιουργία ή Περιβάλλον
Είναι πραγματικά οδυνηρό να γίνεται κανείς μάρτυρας των συζητήσεων που αφορούν στην περιβαλλοντική κρίση. Όχι μόνο γιατί έρχεται αντιμέτωπος με τη δραματική διασάλευση των φυσικών ισορροπιών του πλανήτη. Τό πιο συγκλονιστικό είναι μία αίσθηση αδιεξόδου και παράλυσης που διαφαίνεται πίσω από οποιαδήποτε τεχνολογική εξαγγελία ή πολιτική βούληση για ανακοπή των εξελίξεων. Σέ μια ύστατη προσπάθεια αναζωπύρωσης της αισιοδοξίας, οι οικολόγοι προσπάθησαν να τοποθετήσουν το ζήτημα ακόμα και σε βάση ηθική: το πρόβλημα θα λυθεί αν το αντιμετωπίσουμε στο επίπεδο μιας ηθικής επιταγής κανείς δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει γιατί και ποιος είναι αυτός που την επιβάλλει. Καί σ΄ αυτή την περίπτωση όμως, η καταληκτική έκκληση ήταν εξωφρενικά κοινότυπη: "Έχουμε στη διάθεσή μας μία ανανεώσιμη πηγή^ άς την εκμεταλλευτούμε".
Θά είχε ίσως κάποιο ενδιαφέρον το ερώτημα: Μπορεί να αλλάξει η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, όταν επιμένει να το αντιλαμβάνεται σαν ένα σύστημα χρηστικό έστω αναπόσπαστο και ζωτικό πάντως κατεξοχήν υποκείμενο στην ικανοποίηση των ατομικών και συλλογικών του αναγκών;
Είναι φανερό ότι μέσα από εθισμούς αιώνων προσεγγίζουμε τον φυσικό μας χώρο με μια διάθεση διαχειριστική, χρησιμοθηρική: είτε ως πηγή ωμής εκμετάλλευσης, είτε ως ανανεώσιμη πηγή ενέργειας και βιώσιμης ανάπτυξης, ή ως επίγειο παράδεισο αισθητικής απόλαυσης, η φύση προκαλεί το ενδιαφέρον μας στο μέτρο που είναι χρήσιμη για τη ζωή. Έχει πάψει ο άνθρωπος να διακρίνει στο κάλλος και τη σοφία της τον αίτιο του θαύματος. Έχει αποκοπεί από τη δυνατότητα να βλέπει τον παραπεμπτικό λόγο της κτίσης: το άγνωστο βάθος εκείνο που συνιστά την αληθινή, απροσδιόριστη ουσία των πραγμάτων και παραπέμπει σε κοινωνία με τον δημιουργό τους.
Είναι ακριβώς ο παράγοντας της χρησιμότητας που υποσκάπτει την καλλιέργεια κάθε αληθινής, αγαπητικής σχέσης. Κι αυτό γιατί πρόκειται για δύο στάσεις ζωής που ερείζουν σε ριζικά διαφορετικές προϋποθέσεις: η χρηστική επιβάλλεται ως αναγκαιότητα, η αγαπητική είναι γεγονός ελευθερίας. Η πρώτη πηγάζει από μία αντίληψη φυσιοκρατική (όπου η φύση προσλαμβάνεται ως αυτόνομη, εντελεχής οντότητα)^ η δεύτερη από μία νοοτροπία οντολογική (αναζήτησης της αιτίας και του σκοπού των υπαρκτών).
Κάπου στα τέλη του 18ου αιώνα η δυτική σκέψη έβαλε τις βάσεις για τη διαμόρφωση μιας φιλοσοφίας απόλυτα συμβατής με τις δυνατότητες της ανθρώπινης νόησης, των φυσικών ορίων του νού. Στήν προσπάθεια να απαλλαγεί η κοινωνία από τη θρησκευτική αυθεντία των σκοτεινών μεσαιωνικών χρόνων παρακάμπτεται κάθε αναφορά στη μεταφυσική στο νόημα του βίου και το αίνιγμα του θανάτου. Υπάρχει πλέον μόνο ό,τι χωράει στην ατομική λογική ή την απτή, αισθητική εμπειρία. Ο Θεός, ναί, τεκμαίρεται ως "η υπέρτατη" αρχή, αλλά αποξενώνεται σαν μια αφηρημένη, ψηλή ιδέα, άσχετη με την πορεία του κόσμου και την ανθρώπινη εμπειρία. Στόν αντίποδα, η φύση γίνεται αυτοσκοπός και ο άνθρωπος, στην κορυφή της φυσικής εξελικτικής αλυσίδας, αποθεώνεται: Αυτοορίζεται ως κυρίαρχος του φυσικού του περιβάλλοντος, αφού αυτός μόνο μπορεί να την εξερευνήσει, να την αποκωδικοποιήσει και τελικά να την εξουσιάσει για την εξυπηρέτηση της ευζωίας του. Κριτήριο εξέλιξης είναι πλέον μόνο οι οικονομικοί όροι του βίου, η ζωή ερμηνεύεται στη βάση του ωφελιμότερου και του συμφερότερου. Ο άνθρωπος συμπαρασύρεται στα γρανάζια των μηχανισμών παραγωγής και η φύση γίνεται το κατεξοχήν αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Αν η Εκκλησία κατόρθωσε να προτείνει μία αντίληψη ριζικά διαφορετική από αυτήν της δυτικής νοησιαρχίας, είναι γιατί προσεγγίζει τον κόσμο μέσα από μια στάση αποφατική. Αρνείται να δεί τα φυσικά πράγματα σαν απλούς βιολογικούς μηχανισμούς, εντεταλμένους σε έναν αέναο ρυθμό γέννησης και φθοράς, παραγωγής και κατανάλωσης. Βιώνει το θάμβος της σύμπασας κτίσης ως εμπειρία κάλλους. Αλλά έχοντας επίγνωση της φθοράς που συμφύρεται με την κτίση, δεν την λατρεύει καθεαυτήν: αναζητά πίσω από κάθε έκφανσή της τον ποιητή. Ο θαυμασμός και η αντικειμενική γνώση που μας προσφέρει η επαφή με τη φύση παραχωρούν βαθμηδόν τη θέση τους στην εμπειρία της αγάπης του Θεού για τον κόσμο.
Έτσι, η φύση γίνεται η διάβαση του δημιουργημένου προς το αδημιούργητο. Είδε η Εκκλησία στη δημιουργία μία κλίμακα αποκαλύψεων ή φανερώσεων του ίδιου του Θεού. Μέσα από την ομορφιά και την αρμονία της κτίσης ο άνθρωπος διαβαίνει στον Δημιουργό, με τον ίδιο τρόπο που μέσα από ένα έργο τέχνης γνωρίζει τον τεχνίτη. "Πάς οίκος κατασκευάζεται υπό τινος, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός". Τό δημιούργημα φέρει πάντοτε το μοναδικό αποτύπωμα του καλλιτέχνη και μαρτυρεί όχι μόνο για τη σχέση του με το υλικό, αλλά κυρίως την ετοιμότητά του να κοινωνήσει με τους αποδέκτες της τέχνης του. Τό κάλλος της φύσης μαρτυρεί πώς η δημιουργία δεν μπορεί να είναι προϊόν τυχαιότητας ή έστω αποτέλεσμα μιας απρόσωπης υπέρτατης αρχής. Αλλά είναι βίωμα χάρηςδωρεάς, δηλαδή, πρόσκληση σε κοινωνία αγάπης. Καί η αγάπη δεν ξεκινάει ποτέ από κάτι απρόσωπο και αφηρημένο, αλλά φανερώνεται μόνο ως ελεύθερη, προσωπική έκφραση. Μόνο το πρόσωπο του ερωτευμένου διψάει την αμοιβαιότητα και κάνει τα πάντα για να κερδίσει τη σχέση. Χωρίς αναφορά στον Δημιουργό η φύση παραμένει εκκρεμής και ανερμήνευτη. Πρός τι η αποκάλυψη τέτοιας σοφίας και μεγαλείου; Τί σημαίνει το μελούργημα της φύσης, αν όχι την έκφραση μιας ερωτικής κλήσης, εύλογα φανερωμένης;
Ίσως μια εικόνα να μεταφέρει εναργέστερα το κάλεσμα: ""Νόει μοι ερωμένην κόρην" που καλεί σε δείπνο τον που ξεχώρισε η καρδιά της. Καί ετοιμάζει τα εκλεκτότερα όσο μπορεί εδέσματα. Στρώνει γιορτινό τραπέζι, στολίζει με κεντήματα και λουλούδια, ανάβει κεριά σε ασημένια κηροπήγια. Γιά να πεί με όλα αυτά στον καλεσμένο της, άφωνα και διακριτικά: "Σέ αγαπώ, είμαι ερωτευμένη μαζί σου". Ο δέκτης ή αποκρυπτογραφεί τα σημαίνοντα της δοχής ή, πολύ πιθανό, "βραδύς τη καρδία", δειπνεί και ευφραίνεται δίχως την παραμικρή υποψία για τα κίνητρα και τον στόχο της πρόσκλησης".
Παρόμοια και ο σκοπός, το τέλος της φυσικής κοσμιότητας δεν είναι παρά η αναφορά του κόσμου στον Κτίστη. Προσφέρουμε τα δώρα της φύσης, "τα σά εκ των σών", διαμεσολαβώντας μέσα από τα κτιστά, την ανταπόκριση στην αγάπη. Εμπιστευόμαστε το αψευδές της θείας και γλυκυτάτης εκείνης φωνής που υπόσχεται να ανακαινίσει την κτίση και να πληρώσει τα πάντα με την αγαπητική του παρουσία.
Αν ο άνθρωπος απωλέσει αυτή τη διάσταση της φυσικής πραγματικότητας ως φανέρωση αγάπης^ αν προσπεράσει με αδιαφορία το θάμβος της φύσης που διαρκώς και πολυεπίπεδα του αποκαλύπτεται^ αν απλά βιώσει τον κόσμο σαν ένα χώρο ατομικής ευδαιμονίας και απόλαυσης χωρίς να αναρωτηθεί για την αιτία και το τέλος του, τότε είναι πιθανόν ότι σταδιακά η σχέση του με τη φύση θα εκφυλλιστεί σε ένα είδος χρησιμοθηρίας ή ειδωλοποίησης. Μόνο η λογική (δηλαδή προσωπική) σχέση διασώζει την αμοιβαία αγάπη και ελευθερία. Γιά να φθάσει ο άνθρωπος σε αυτή την αλληλοπεριχώρηση, όπου κανένα από τα μέρη δεν θα υποτάσσεται στο άλλο, καλείται να ανακαλύψει πίσω από την φυσική πραγματικότητα τον Λόγο που τη ζωοποιεί. Χρειάζεται να πάψει να αντιλαμβάνεται τη φύση σαν αντι-κείμενη, αυτόνομη πραγματικότητα, που τη θηρεύει, την μετρά στατιστικά, πειραματίζεται στο κορμί της ή την θεοποιεί. Αλλά, γεύεται τα νάματα της παρουσίας του Θεού που του φανερώνεται και ποθεί να ανταποκριθεί με τα ίδια μέτρα αγάπης στην κτίση που τον περιβάλλει. Τότε, ο κόσμος φανερώνεται στα μάτια της ψυχής του ως τόπος εκδήλωσης των πιο ερωτικών ενεργημάτων του Θεού: μιας συναρπαστικής ποικιλομορφίας και πολυχρωμίας που βρίσκεται σε αδιάκοπο διάλογο με τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά ένα είδος προσωπικής πρόσκλησης που πλημμυρίζει με χαρά και ευχαριστία τη ζωή.
Ίσως μέσα από μια τέτοια ματιά κατορθώσει να δεί ένα "δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον", μία βασιλική δρύν, να μεταμορφώνεται σε "κόρη", σε "δέσποινα αγρίας καλλονής", σε "ποθητή νύμφη": "Έθαλπον οι ζωηφόροι οποί της έρωτα θείας ακμής, κ΄ έπνεεν η θεσπεσία φυλλάς της ίμερον τρυφής ακηράτου... Μ΄ έθελγε, μ΄ εκήλει, μ΄ εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω^ να περιπτυχθώ τον κορμόν της... και να τον φιλήσω... Εις μίαν στιγμήν η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι, κολλημέναι η μία επάνω εις την άλλην, είτα κατ΄ ολίγον εξεκόλλησαν κ΄ εχωρίσθησαν εις δύο^ ο κορμός μου εφάνη ότι διεπλάσσετο και εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας^ οι δύο παμμέγιστοι κλάδοι μου εφάνησαν ως δύο βραχίονες, χείρες ορεγόμεναι εις το άπειρον, είτα κατερχόμεναι συγκαταβατικώς προς την γην, εφ΄ ής εγώ εκείμην^ και το βαθύφαιον, αειθαλές φύλλωμα μου εφάνη ως κόμη πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τ΄ άνω, είτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη προς τα κάτω"...
Μόνο η εμπειρία του Θεού που αποκαλύπτεται μέσα από τη δημιουργία του, μπορεί να φέρει τον άνθρωπο σε τέτοιον "έρωτα θείας ακμής", σε τέτοια έκσταση χαράς με τη φύση γύρω του. Κάτι που καμιά "οικολογική" συνείδηση δεν θα μπορέσει ποτέ να πετύχει.Α.Μ.