Τά παρακάτω είναι μικρό απόσπασμα από το βιβλίο της Ελεωνόρας Σταθοπούλου, "Εκείνος", που κυκλοφόρησε το 2006 από τις εκδόσεις Οδός Πανός. Τά κείμενα δημοσιεύονται εδώ με την ελπίδα να μεταφέρουν μια μικρή γεύση της χαράς και συγκίνησης που χάρισε σε μας η ανάγνωσή τους.
Από το εξώφυλλο αντιγράφουμε: Η Ελεωνόρα Σταθοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε θέατρο στην σχολή του Κ. Κούν και στο Εθνικό. Έπαιξε στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Πήρε δύο Κρατικά Βραβεία Α΄ γυναικείου ρόλου για τις ταινίες "1922" του Ν. Κούνδουρου και "Ένας ήσυχος θάνατος" της Φ. Λιάπα. Έκανε για πολλά χρόνια ραδιοφωνικές παραγωγές στο Τρίτο και στο Πρώτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου. Σπούδασε αγιογραφία και παράλληλα άρχισε να γράφει. Αυτό είναι το πρώτο της βιβλίο.


Τό δείπνο του Βασιλιά


Σας φώναξα, λέει ο βασιλιάς, γιατί είχα στρώσει στο τραπέζι μου το πιο λευκό λινό και είχα για σας μέλι και γάλα. Σας φώναξα γιατί ήσασταν οι καλύτεροι φίλοι μου και λαχτάρησα να φάω μαζί σας. Δέν κράτησα τίποτα για άλλον κανέναν. Όλα τα φύλαξα για σας. Μά εσείς δεν ήρθατε.
Καί βρήκατε τόσο ασήμαντες δικαιολογίες που δεν ήρθατε κι εγώ σας άκουγα κι αναρωτιόμουν γιατί όλες οι έγνοιες που πάντοτε θα σας απασχολούν, να είναι πιο σπουδαίες από το δείπνο που θα μοιραζόμασταν.
Είχα αγοράσει το καλύτερο κρασί, τα πιο αρωματικά τριαντάφυλλα, τα απαλότερα μαξιλάρια. Καί σας περίμενα. Χρόνια σας περίμενα. σας καλώ χρόνια. Ποτέ δεν έρχεστε. Πάντα κάτι επείγον προέχει. Πάντα κάτι με παρακάμπτει, με σβήνει, με εξαφανίζει από τις ζωές σας. Κι οι ζωές σας τρέχουν αλλού. Εκεί που τρέχει η ζωή κάθε μέρα.
Θά ΄θελα να σηκώσω το χέρι μου κι αυτό το αλλοπρόσαλλο ποτάμι να πάψει να κυλά. Νά κατεβάζει σκουπίδια, κλαριά, ψόφια ζώα, τα χρόνια που χάνονται. Θά ΄θελα αυτό το ποτάμι να σταματήσει στο άκουσμα του αυλού που θα παίξει απόψε στο τραπέζι μου. Γι΄ αυτό σας κάλεσα, για ν΄ αλλάξω τη ροή της ζωής σας, μ΄ ένα αγκάλιασμα. Είχα πολλά να σας πώ καθώς θα τρώγαμε, που ξέρω πώς θα ΄καναν τα μάτια σας να λάμπουν. Γιατί προτιμάτε να είναι σβησμένα τα μάτια σας; Νομίζω δεν θα σας ξαναπαρακαλέσω ποτέ πια. Αντίθετα θ΄ ανοίξω τις πόρτες μου διάπλατες να μπεί ο οποιοσδήποτε. Θά κατακλύσουν το σπίτι μου πλάσματα παράξενα και παραγνωρισμένα. Ίσως μάλιστα και πλάσματα που δεν είχα φανταστεί, γιατί έκανα το λάθος, εσάς να θεωρώ εκλεκτούς. Τώρα δεν περιμένω πια τίποτα από τους εκλεκτούς. Βλέπω τους άλλους να έρχονται. Τό βλέμμα τους είναι τόσο κουρασμένο που ντρέπομαι. Σκέφτομαι πώς θα τους είχα στερήσει για χάρη σας το καλύτερο κρασί μου. Πώς ήμουν έτοιμος να ρίξω τα Άγια στα σκυλιά και τα μαργαριτάρια στους χοίρους.
Εκείνοι που έρχονται τώρα, δεν ζητάνε τίποτα. Τά μάτια τους κοιτάνε ταπεινά όλα όσα είναι απλωμένα πάνω στο τραπέζι και τα χέρια τους μένουν κρεμασμένα στα πλευρά τους.
Τούς παρακαλώ να καθίσουν και κάθονται. Όλοι κάθονται. Καί τότε βλέπω πώς μένουν άδειες τόσες και τόσες θέσεις. Τρέχω στις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα και φωνάζω: "υπάρχει κι άλλος χώρος. Ελάτε όλοι σας".
Καί ξαφνικά εμφανίζονται μυριάδες, που είναι ένα με τις σκιές και πλησιάζουν δειλά και καταφθάνουν και συμπληρώνεται το τραπέζι μου και δεν λείπει κανένας.
Έξω από σας.
Εσάς που δεν θυμάμαι πια το πρόσωπό σας κι αισθάνομαι πώς ποτέ δεν σας γνώρισα.

Τό αιώνιο παρόν της Αγάπης

Η αγάπη συμβαίνει πάντα στο παρόν. Τό αιώνιο παρόν του Θεού. Ο χρόνος των αγγέλων. Ο χρόνος της ψυχής. Είναι το τώρα.
Ο Πέτρος τώρα λέει "σ΄ αγαπάω" κι η άρνηση του παρελθόντος σβήνεται. Εκείνος λέει, τώρα "βλέπεις" κι η τύφλωση του παρελθόντος λύνεται. Εκείνος λέει, είμαι ο Όν και υπάρχει αιωνιότητα. Η συγνώμη είναι το τώρα. Αποδέχομαι τη συγνώμη σου, σημαίνει σε αποδέχομαι όπως είσαι τώρα, γιατί το όπως ήσουν χθές, δεν υπάρχει. Δέν κρίνω, σημαίνει αντιλαμβάνομαι ένα πράγμα τώρα. Μέ απόλυτη αθωότητα. Χωρίς να με επηρεάζουν οι εμπειρίες του παρελθόντος που χρωματίζουν το σήμερα. Σέ βλέπω σαν για πρώτη φορά. Είμαι άπειρος και άπειρος. Χωρίς πείρα και χωρίς πέρας. Αγαπάω σημαίνει, τώρα που σε βλέπω γίνομαι εσύ. Είμαστε αχώριστοι. Είμαστε ένα. Είμαστε το πάν.
Πιστεύω πώς αυτή η αγάπη δεν γνωρίζει τέλος. Όχι μόνο όσο ζεί ο άνθρωπος, αλλά και πέρα από τον θάνατό του. Πιστεύω στην αθανασία της αγάπης. Πιστεύω πώς όλα θάβονται κάτω απ΄ το χώμα, εκτός από την αγάπη. Πιστεύω πώς η αγάπη έρχεται από τον Θεό και επιστρέφει στον Θεό. Πιστεύω πώς η αγάπη είναι ίδια η αιωνιότητα κι ότι όποιος αγαπάει, μένει στον αιώνα. Πιστεύω πώς ο απλησίαστος Θεός, είναι αγάπη και μόνο με την αγάπη πλησιάζεται. Πιστεύω πώς οι άγιοι δεν φοβούνται τον Θεό, γιατί τον αγαπάνε. Πιστεύω σ΄ Εκείνον, που είναι η ίδια η αγάπη του Θεού στους ανθρώπους κι η μόνη απάντηση.

Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω

Είμαι πάντα παρούσα στους λιθοβολισμούς. Εγώ και το δέντρο της πλατείας. Στέκομαι δίπλα στον κορμό και κοιτάμε. Τούς άντρες στα μάτια. Γνωρίζω έναν-έναν καλύτερα από τη μάνα τους γιατί τους γνώρισα πάνω στο σώμα μου και δεν γελιέμαι. Πηγαίνω στους λιθοβολισμούς για να με βλέπουν, την ώρα που θα τολμάν να σηκώσουν την πέτρα. Μέ βλέπουν και αδιαπέραστοι, σκοτώνουν αυτή τη γυναίκα που είμαι εγώ. Νά μήν υπάρχει πια το σώμα μου που τους παίρνει την τιμή και την αναίδεια. Αυτό που βρίζουν φεύγοντας κι εκλιπαρούν όταν έρχονται. Αυτό που τους κάνει τρελούς και πρέπει να το τσακίσουν για να ξαναβρούν τη γαλήνη τους.
Στέκομαι κάτω από το δέντρο και παρατηρώ τα σφιγμένα στόματα και τα εξαγνισμένα μάτια. Οι πέτρες τους τώρα σπάν και τον μικρό καθρέφτη πάνω απ΄ το λαβομάνο, που πάντα κοιτάζονται φεύγοντας. Εκεί που προσπαθούν να χτίσουν πάλι το αξιοσέβαστο πρόσωπο. Οι πέτρες τους πέφτουν σαν βροχή πάνω στο ματωμένο σώμα μέχρι να μείνει ακίνητο. Κάποιοι πρίν φύγουν το φτύνουν. Άλλοι κοιτάν τον ουρανό κατάματα. Αυτό με κάνει να γελάω τόσο δυνατά, γιατί εγώ τώρα τους φτύνω με το γέλιο μου. Έτσι κάνω πάντοτε κι έτσι θα κάνω μέχρι να ξεραθώ κι εγώ μαζί με το δέντρο.
Κάποτε πέρασε από δώ ένας ξένος. Τόν θυμάμαι πολύ καλά. Καί τη γυναίκα με το κίτρινο φόρεμα που ούρλιαζε θυμάμαι. Μέχρι κι ένα σκυλί κουτσό που έκανε σαν τρελαμένο.
Όταν σήκωσαν τις πέτρες, ο ξένος κάτι έγραφε μ΄ ένα ξυλάκι στο χώμα. Καί τότε μου δημιουργήθηκε η εντύπωση, πώς δεν θα $καναν καμιά κίνηση αν δεν μάθαιναν πρώτα τι σκεφτόταν. Τούς απασχολούσε φοβερά τι σκεφτόταν. Ένας τον ρώτησε και τότε Εκείνος σηκώθηκε απάνω, σαν να είχε έρθει η ώρα του να μιλήσει και είπε:
Ο αναμάρτητος να ρίξει την πέτρα πρώτος.
Αυτό μόνο. Καί όλοι πάγωσαν. Τί εικόνες να πέρασαν εκείνη την ώρα από τα μάτια τους; Ακούμπησαν τις πέτρες κάτω και σκόρπισαν σαν κουρελόχαρτα που τα παίρνει ο άνεμος. Ένα άρωμα βιολέττας με χτύπησε ξαφνικά και τότε σκέφτηκα πώς η άνοιξη είχε μπεί για τα καλά κι ούτε που το ΄χα πάρει είδηση.

 



Μεθεόρτια

Aν και ίσως δεν έπρεπε να περιμένω κάτι διαφορετικό, πρέπει να παραδεχτώ ότι το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του αρχιεπισκόπου με εξέπληξε οδυνηρά. Γράφω, λοιπόν, τούτο το σημείωμα σαν ένα είδος εξομολόγησης. Άν κάτι κλωτσά μέσα μου τόσο δυνατά, αυτό δεν σημαίνει άραγε ένα ρήγμα στις ψυχές που πρέπει να φανερωθεί; Άν κάποιος, όπως εγώ, που διδάχτηκε το ευαγγέλιο από μικρό παιδί, βρίσκει ξένο τούτο τον λόγο και τον τρόπο της εκφοράς του, τότε τι άραγε σκέφτεται, πώς τον προσεγγίζει κάθε άλλη ψυχή που αγωνιά συνειδητά ή ανεπίγνωστα για το νόημα της ζωής και της ύπαρξης; Καί ποιά είναι άραγε η δικιά μας ευθύνη γι΄ αυτό; Είναι μόνον θέμα των κληρικών; Μήπως έχουμε εκχωρήσει ζωτικά δικαιώματα και ζωτικές ευθύνες εκεί που δεν πρέπει; Ίσως, χρειαζόμαστε πράγματι έναν καινούριο τρόπο εκκλησιαστικής ζωής, όπου ο δικός μας λόγος, όλων όσων επιθυμούν να μετέχουν στο εκκλησιαστικό γεγονός, θα γεννά μια νέα πραγματικότητα.

Τί νόημα θα είχε να κρύψω αυτά που σκέφτομαι; Aν κάνω κάπου λάθος, με μεγάλη χαρά θα δεχτώ τη διόρθωση. Τό θέμα της δεοντολογίας κλείνει εκεί. Ρωτώ λοιπόν: Τί σχέση έχει αυτό το υπεροπτικό πατρονάρισμα με τον λόγο της Εκκλησίας, αν εξαιρέσουμε το ότι προέρχεται από επισκοπικά χείλη; Τί σχέση έχει αυτός ο καταγγελτικός λόγος, εκφερόμενος από καθέδρας, με την ταπείνωση και τη διακονία του Χριστού; Γιατί άραγε, ένιωσα κάθε λέξη να με μαστιγώνει;
Αναρωτιέμαι, ποιόν καταγγέλλει εν τέλει αυτή η σαρωτική αναφορά σε ηθικές αξίες, ηθικές προστακτικές. Άν ο κόσμος είναι έκπτωτος ηθικά, οι χριστιανοί τι ρόλο παίζουν και ποιά είναι η δική τους τρομερή ευθύνη; Πού επιστρέφουν άραγε οι καταγγελίες και οι χαρακτηρισμοί; Ποιός μας κατέστησε δικαστές; Από πότε οι Χριστιανοί "κρίνουν τον κόσμο"; Μέ ποιο δικαίωμα αναλαμβάνουν τον ρόλο που αρνήθηκε για τον εαυτό του ο Χριστός;
Τέλος, ποιο είναι αυτό το άγνωστο ευαγγέλιο, όπου το μέτρο της ζωής είναι οι "ελληνοχριστιανικές αξίες", οι "ηθικές προστακτικές", και όπου η "αμαρτία" υπερμεγεθύνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε καταντά να υποκαθιστά κάθε υπαρκτική κατηγορία; Πράγματι, η έννοια της αμαρτίας υπεραναπληρώνει το οντολογικό κενό που αφήνει πίσω του αυτός ο κενός σε υπαρκτικό νόημα λόγος.

Άς σταθούμε λίγο σ΄ αυτό. Άς αφήσουμε τα πορφυρά βήλα και τους δικέφαλους αετούς του εξουσιαστικού ντεκόρ, την επιθετικότητα και αφ΄ υψηλού προστακτικότητα του τρόπου, έστω κι αν αυτά προφανώς δεν αρμόζουν. Άς αφήσουμε και την παρωχημένη διάλεκτο καθώς και την εσωστρέφεια που την χαρακτηρίζει, αφού προφανώς προορίζεται για να προσληφθεί από όσους ήδη την δέχονται και να αποξενώνει όσους ήδη την αμφισβητούν. Είναι οδυνηρό όταν η γλώσσα βαθαίνει τα ρήγματα στις ψυχές, αντί να χτίζει γέφυρες νοήματος, γέφυρες για τη σύμπνοια και την επικοινωνία. Άς αφήσουμε και το γεγονός ότι το παράδειγμα αυτής της γλωσσικής εκφοράς το αναπαράγουν εκατοντάδες άμβωνες, που η μόνη τους φιλοδοξία είναι να συσπειρώσουν τους "δικούς τους". Άς σταθούμε όμως σε τούτο: Ποιό είναι το ευαγγέλιο στο οποίο ο κεντρικός υπαρκτικός άξονας του κόσμου είναι η λεγόμενη "αμαρτία"; Πώς γίνεται και σκεπτόμενοι άνθρωποι, όταν απευθύνονται σε σημερινούς ανθρώπους, μιλούν για την αμαρτία ως αυτονόητο υπαρκτικό δεδομένο, την προβάλλουν ως αντικειμενική κακή πρακτική, επισείοντας ταυτόχρονα ως αυτονόητη ανάγκη μία άλλη αντικειμενική πρακτική, που εμείς οι χριστιανοί έχουμε μάθει να πιπιλίζουμε μέχρις ανοησίας: τη "μετάνοια";
Όλοι το ξέρουμε ότι υπάρχει στη ζωή μια πεσμένη κατάσταση, στην οποία αναφερόμαστε διακριτικά με τη λέξη αμαρτία, όπως επίσης ότι υπάρχει εν δυνάμει μια κατάσταση σωτήριας μεταστροφής του νού, που ονομάζεται μετάνοια. Ποιός μας έδωσε, όμως, το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε τις έννοιες αυτές με αυθαίρετο, δικανικό και εξουσιαστικό τρόπο, μακριά από το βαθύτερο πνευματικό τους πλαίσιο; Ποιός μας είπε ότι οι λέξεις αυτές παράγουν νόημα όταν μετατρέπονται σε εκφοβιστικό νομικό δίπολο που καταντά να εξουσιάζει τον άνθρωπο; Άν υπάρχει κάποιο νόημα στη λέξη "αμαρτία" και στη λέξη "μετάνοια", το νόημα αυτό βρίσκεται μόνον στον τρόπο της υπάρξεως που ευαγγελίστηκε ο Χριστός. Όμως, αυτός ο τρόπος της υπάρξεως δεν έχει σχέση με ηθικές προστακτικές. Δέν έχει σχέση με καμία προστακτική και καμία εξουσία. Δέν έχει σχέση με ηθικιστικά κηρύγματα περί ελληνοχριστιανικών αξιών. Τό τι έχει αξία και τι δεν έχει δεν μας το προστάζει κανείς, αλλά βρίσκεται κρυμμένο για να το ανακαλύψει όποιος το επιθυμεί. Κανείς δεν μπορεί να μας προστάζει να το ανακαλύψουμε και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας καταγγέλλει αν δεν το βρούμε. Άν θέλουμε το βρίσκουμε, και αυτό, όσο θέλει ο καθένας. Άν κάποιος θέλει να μας βοηθήσει να το βρούμε, άς μας το δείξει με το παράδειγμά του. Όπως μας το έδειξε ο Χριστός, ο Καλός Σαμαρείτης, ο Χριστός που έπλυνε τα πόδια των μαθητών του.
Νομίζω πώς πρέπει να το πούμε καθαρά. Όλη αυτή η λατινικής προέλευσης νομική παραφιλολογία για την "αμαρτία" και τη "μετάνοια", με τον τρόπο που επισείεται απειλητικά σε κηρύγματα και διαγγέλματα είναι ένα καθαρά εξουσιαστικό εργαλείο, που καταδυναστεύει τις ψυχές με τον φόβο και τις ενοχές. Είναι ένας παρεφθαρμένος τρόπος κατανόησης της χριστιανικής ζωής, μια ανελεύθερη ψυχολογική εμμονή, ένα κλισέ που βάζει τη ζωή στις ράγες. Είναι μια ακόμη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους απλούς αμαρτωλούς και στους έχοντες την εξουσία της αφέσεως. Μετοχή στην Εκκλησία καταντά συχνά να σημαίνει απλή μετοχή στη νομική μετάνοια, εκζήτηση της "αφέσεως".

Γιά τον Χριστό η προσωπική "αμαρτία" ποτέ δεν ήτανε μεγάλο θέμα. Τήν σκέπαζε και την έσβηνε η συγκατάβαση της αγάπης του, που ελευθέρωνε την ψυχή από κάθε σκιά και ενοχή. Σήμερα, στα μυαλά των χριστιανών η "αμαρτία" έγινε θηρίο ανήμερο, απόκτησε διαστάσεις αντικειμενικού κακού, οντολογικού κακού, θεριεύει τις ενοχές, εξουσιάζει τα μυαλά και τις ψυχές.

Άς παραμερίσουμε τις κωδικές αξίες και άς διαβάσουμε πίσω από τις λέξεις, σ΄ εκείνη την ευαγγελική περικοπή όπου ο Χριστός συναντά τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, στο πηγάδι του Ιακώβ. Πώς και η καρδιά της πλημμύρισε από χαρά και όχι από ντροπή, όταν ο Χριστός της είπε εκείνον τον λόγο: "ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου"; Έχω την εντύπωση ότι ο Χριστός μέσα του χαμογελούσε. Ούτε για αμαρτία της μίλησε, ούτε για μετάνοια. Καί όμως, το αιώνιο φως έλαμψε στο νού της και η παρουσία του άστραψε μέσα της.

Σκέφτομαι καμιά φορά τη γενιά μας και την κάθε γενιά, σαν εκείνη τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, που ερχόταν καθημερινά να πάρει νερό, στο πηγάδι του Ιακώβ. Έξυπνη, μορφωμένη, γεμάτη ερωτήματα, με δίψα για τη ζωή, ευθυτενής, άφοβη. Ελεύθερη απέναντι στην κοινωνική κατακραυγή, γήϊνη, ερωτική. Τουλάχιστον έτσι θέλω να φαντάζομαι τη γενιά μας και την κάθε ανθρώπινη γενιά. Δυσκολεύομαι να κρύψω το θαυμασμό μου για τη Σαμαρείτιδα γυναίκα. Όχι γι΄ αυτό που έγινε μετά, αλλά γι΄ αυτό που ήταν ούτως ή άλλως. Στάθηκε ευφυέστατη μπροστά στο δημιουργό της και συνομίλησε στα ίσια μαζί του. Απόρησαν οι μαθητές, πώς ο διδάσκαλος μετά γυναικός ελάλη. Πώς και έπιασε κουβέντα με μια ξένη γυναίκα στο δρόμο. Ο Χριστός δρασκέλισε όλα τα κοινωνικά στερεότυπα για να σταθεί απέναντί της. Καί τι της είπε; Ίσως, το νόημα δεν είναι τι της είπε, αλλά πώς της το είπε. Στάθηκε ισότιμα απέναντί της και της μίλησε με σεβασμό. Χωρίς συγκατάβαση, χωρίς επίπληξη, χωρίς διδακτική διάθεση. Τότε, η Σαμαρείτιδα γύρισε και τον κοίταξε. Καί όταν συνάντησε τη ματιά του, κατάλαβε. Στό δικό του κάλεσμα είδε τη δική της επιθυμία. Όλα μέσα της ενώθηκαν, σ΄ αυτό που ονομάζουμε "σωτηρία".

Η ματιά και το κάλεσμα είναι του Χριστού, όμως ο τρόπος της ταπείνωσης, του σεβασμού και της διακονίας είναι ο τρόπος της Εκκλησίας. Αυτό που χρειάζεται η πλαδαρή και καλοταϊσμένη γενιά μας είναι το ήθος και το παράδειγμα της φτώχιας. "Άνθρωπος δε τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο προφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ΄ ημέραν λαμπρώς". Νά μια άλλη αλληγορία για τη δική μας γενιά, για τον καθένα μας ξεχωριστά, που ανερυθρίαστα ζεί δέκα φορές πιο πλούσια από τον πλούσιο της παραβολής. Αυτό το σκληρό κουκούλι δεν θα μας βοηθήσει να το σπάσουμε η σκλήρυνση του ηθικιστικού διδακτισμού. Μόνο το παράδειγμα της θεληματικής απέκδυσης, της θεληματικής φτώχιας, της αληθινής διακονίας, το παράδειγμα της ταπείνωσης μπορεί να μας βοηθήσει.

Ι.Κ.

 



Ποιό το νόημα;

Τις ανταλλαγές επισκέψεων ανάμεσα στις κεφαλές των εκκλησιών Δύσης και Ανατολής ακολουθούν συχνά ενστάσεις και επικριτικά σχόλια από συντηρητικούς κυρίως θρησκευτικούς χώρους που εκφράζουν μια αγωνία ή και ένα είδος αυτοματικών, καθ΄ έξη αντιδράσεων απέναντι σε τέτοια γεγονότα. Η στάση αυτή είναι δύσκολο να κριθεί γιατί πολλές φορές συμπλέκει τον ειλικρινή πόνο για την Εκκλησία με μια μηχανιστική αντίρρηση απέναντι σε κάθε κινητικότητα που βάζει σε "κίνδυνο" τα παραδεδομένα. Στόν ανθρώπινο νού και ψυχισμό είναι βαθειά ριζωμένη η ανάγκη να τραβά διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο "σωστό" και το "λάθος", την "αλήθεια" και την "αίρεση", ώστε να δικαιώνεται η ατομική στάση ανά πάσα στιγμή. Έτσι, αποκτά νόημα η διαφοροποίηση, ανανεώνεται και η πολεμική επιχειρηματολογία συχνά ζωτικό στοιχείο της θρησκευτικότητας. Μόνο που τόσο η αλήθεια όσο και η αίρεση ξεπερνούν τα στενά καλούπια δογματικής ακρίβειας όπου προσπαθούμε να τις χωρέσουμε και έχουν προεκτάσεις στην ίδια την πραγματικότητα της ζωής, την ρεαλιστικά πάντοτε απροσδιόριστη.

Όμως, ακόμη κι αν θελήσει κανείς να αποφύγει τον σκόπελο της εύκολης ιδεολογικής κριτικής και προσπαθήσει να διακρίνει κριτήρια και στόχους εκκλησιαστικούς, όπως θα ταίριαζε στην περίπτωση συνάντησης εκκλησιαστικών ανδρών, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εγγενή αντίφαση: Οι φέροντες το επισκοπικό χάρισμα φαίνεται να χάνουν τις προϋποθέσεις του εκκλησιαστικού θεσμού που καλούνται να υπηρετήσουν, τείνουν να καταργήσουν τους όρους συγκρότησης των διακριτών τους ρόλων με την αναστροφή και τη νοο-τροπία που επιδεικνύουν.

Άς σκεφτούμε με όρους εκκλησιαστικούς: Ο επίσκοπος εικονίζει την ενότητα και ακεραιότητα του σώματος, περιχωρεί την από κοινού μετοχή στην ελπίδα της Εκκλησίας. Ελπίδα ενάντια στον θάνατο, ελπίδα που καρποφορεί μέσα σ΄ έναν τρόπο υπάρξεως που είναι εντός του κόσμου, αλλά όχι εκ του κόσμου. Στό πρόσωπο του επισκόπου στρέφεται η εμπιστοσύνη των πιστών να ακολουθούν ποιμένα που τους οδηγεί στον κενωτικό, "εν γνώμη Ιησού Χριστού" τρόπο της εκκλησιαστικής κοινωνίας.

Ποιό αληθινό (όχι ψεύτικο και φαινομενικό) νόημα κομίζουν οι συναντήσεις πατριαρχών και επισκόπων της Ανατολής με πάπες της Δύσης, όταν είναι τόσο τραγικά κενές από οποιαδήποτε αναφορά στην αλήθεια; Ποιά σύγκλιση αληθινή στον τρόπο υπάρξεως της Εκκλησίας μαρτυρείται μέσα από αυτές τις συναντήσεις σκοπιμότητας; Τί σχέση έχει, λοιπόν, ο ουμανιστικός, άδειος από υπαρκτικό νόημα λόγος, με την εμπειρία που ανακαινίζει τη ζωή και τη σηκώνει πάνω από τις σκοπιμότητες του κόσμου τούτου;

Τά γεγονότα φανερώνουν μία μάλλον καινοφανή αντίληψη για τη σημασία αυτών των επαφών: οι εκκλησιαστικοί θεσμοί ή τα χαρίσματα αποκόπτονται από το υπαρκτικό νόημα που υπηρετούν. Επιπλέον, παύουν να σημαίνουν το άθλημα της ελευθερίας από τις πεπερασμένες συμβάσεις που υπαγορεύει η κοσμική κοινωνικότητα. Οι θεσμοί δεν φαίνεται να χρειάζονται τον εγκεντρισμό στην αλήθεια και τη γνησιότητα της εκκλησιαστικής σχέσης για να αποκτήσουν περιεχόμενο. Χρειάζονται μόνο κύρος και ισχύ που τα αντλούν από τις πρακτικές των εξουσιαστικών δομών που υιοθετούν. Καί μένει ανοιχτό το ερώτημα μήπως η αποκοπή των λειτουργημάτων από την οντολογική τους βάση αφαιρεί κάθε νόημα από το ίδιο το λειτούργημα.
Ποιόν εκκλησιαστικό εικονισμό μεταφέρει άραγε η παρουσία των Πρώτων της Εκκλησίας όταν μάλιστα ενεργούν "άνευ της των πάντων γνώμης"; Ποιά ελπίδα ανατροπής των κριτηρίων του ατομοκεντρικού και εξατομικευμένου μας πολιτισμού σαρκώνουν; Μέ ποιο τρόπο μαρτυρήθηκε στο πρόσωπό τους η υπαρκτική αλήθεια του Χριστού και της Εκκλησίας;
Μέ οδυνηρό τρόπο πιστοποιείται ότι οι επισκοπικές αβρότητες δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα καινό στους απελπισμένους από τις ψευδαισθήσεις της ανθρώπινης αυτάρκειας, σε όσους προσδοκούν να βρούν στη ζωή της Εκκλησίας έναν άλλον τρόπο ύπαρξης, ριζικά διαφορετικό από την κενότητα των πολιτικών σκοπιμοτήτων και των διπλωματικών ελιγμών. Αντί γι΄ αυτό προβάλλεται ως αυτονόητη η αναγκαιότητα συμβιβασμών και συσπειρώσεων λόγω ιστορικών συγκυριών σαν να $ναι οι ιστορικές συνθήκες που καθορίζουν και προδιαγράφουν τον βίο των ανθρώπων και όχι το αντίθετο.
Είναι χαρακτηριστική η ομοιογένεια των "σημείων" στις συναντήσεις που έλαβαν χώρα στο Φανάρι και το Βατικανό, αντίστοιχα: ο εκφυλισμός του ρόλου των λειτουργημάτων, η απουσία υπαρκτικού προσανατολισμού, η περίσσεια των συμβόλων εξουσίας, η αναγωγή της εκκλησιαστικής δραματουργίας σε ένα είδος διακοσμητικού στοιχείου της υποδοχής. Όλα αυτά μαρτυρούν ότι, τουλάχιστον στο επίπεδο των τύπων και της νοο-τροπίας, η προσέγγιση Ανατολής και Δύσης είναι πραγματική και προχωρά. Μπορεί οι υποψιασμένοι του εκκλησιαστικού γεγονότος να βλέπουν την "Ένωση" ασύμβατη με την κοινή λογική αφού αφορά σε δύο διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης και ζωής, όμως για την πλειοψηφία του χριστεπώνυμου πληρώματος χάνεται κάθε κριτήριο διάκρισης. Όταν η μεταφυσική ελπίδα που υποτίθεται ότι συγκεφαλαιώνει το επισκοπικό χάρισμα συρρικνώνεται από αμφότερες τις πλευρές σε ευχολογίες για "τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης", "τα δικαιώματα των μειονοτήτων", "την παγκόσμια ειρήνη" και "την προστασία του περιβάλλοντος", κανείς δεν αντιλαμβάνεται σε τι διαφέρει ένα τέτοιο μήνυμα από μια διακήρυξη του ΟΗΕ. Υπάρχει τελικά κάτι πολύτιμο το οποίο διακυβεύεται ως προς τον τρόπο του βίου; Κι αν όχι, προς τι όλη αυτή η δυσκολία περί "Ενώσεως";
Άς αναρωτηθούμε (κλήρος και λαός) ποιο είναι το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων μέσα στην εκκλησία και αν με τις ενέργειές μας φωτίζουμε αυτό το νόημα ή το συσκοτίζουμε όλο και πιο πολύ. Η έγνοια μας ας είναι μήπως χαθεί το κριτήριο της διάκρισης ανάμεσα στον ακόρεστο πόθο της αναζήτησης του Νυμφίου Χριστού και στη νεκρότητα των ιδεολογημάτων και εγκόσμιων προσδοκιών που προσφέρουν τα θρησκειοποιημένα καθιδρύματα.

 



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ