Μέσα στο Φώς Σου
Ελέησέ με Κύριε.
Τή χήρα και την ορφανή ψυχή μη παραβλέψεις.
Εκεί που πάς, πάρε κι' εμένα,
τέταρτον στη συνοδία,
στο Όρος Σου το Άγιο.
Μή εσκλήρυνα του αιτήσθαι;
Εσύ όμως είπες:
“Ζητείτε την Βασιλείαν του Θεού”.
Πάρε με λοιπόν μαζί Σου.
Εγώ θα κουβαλήσω τις σκηνές
κι' όλα τα σύνεργα για το στήσιμο,
για να μη κουρασθεί ο Ιάκωβος
και για να μπορεί ο Ιωάννης
να κουβεντιάζει μαζί Σου.
Άν και νομίζω πώς ο Πέτρος δεν κατάλαβε
ότι η Νεφέλη είναι τέλεια σκηνή
και δεν χρειάζονται άλλες.
Όμως είμαι σύμφωνος μαζί του
ότι “καλόν ημάς ώδε είναι”.
Δέν συμφωνώ να κατεβούμε
με κανέναν τρόπο
θέλω το ανέβασμά μας
να μήν έχει γυρισμό.
Νά είναι ανέβασμα αιώνιο.
Καί η σκηνή που θα στήσουμε
σκηνή αθανασίας.
Στής Μάρθας τις μέριμνες
μη μας αφήσεις να ξαναγυρίσουμε,
στα κατατόπια των Φαρισαίων
των τελωνών και των Πιλάτων.
Μέσα στο φως Σου κράτησέ μας,
κι άς είναι στα μέτρα των ματιών μας,
χαμηλό.
Νά μη χρειασθεί να πέσουμε χάμω
από τη δύναμη της Χάρης Σου.
Μήν αφήσεις τον Μωϋσή και τον Ηλία
να φύγουνε.
Φώναξε όλη την Εκκλησία
και την Παλιά και τη Νέα.
Σκέπασέ μας με τον Γνόφο του Αγίου Πνεύματος
και οδήγησέ μας στον Πατέρα.
Κύριε, εσκλήρυνα του αιτήσθαι;
Ξέρω ότι είμαι αμαρτωλός και ανάξιος.
Όμως εσύ για τους αρρώστους ήρθες
και τους κακώς έχοντας.
Ρίξε επάνω μου τα κύματά Σου
και πλύνε την ψυχή και το σώμα μου.
Σκληρός άς είναι ο δρόμος στο ανέβασμα,
άς ματώσουν τα χέρια και τα πόδια,
άς στεγνώσει το στόμα,
φθάνει Εσύ να κρατάς το χέρι μας
και ο λόγος Σου ν' άναι στ' αυτιά μας.
Μήν επιτρέψεις να γυρίσουμε
νοσταλγικά τη ματιά στα Σόδομα
τα σκόρδα και τα κρεμμύδια της Αιγύπτου
να μη ξαναποθήσουμε.
Κύριε, τετρακόσια ολόκληρα χρόνια
ν' ασχολούμαστε με τούβλα και άχυρα
πολλά δεν είναι;
Ο Φαραώ δεν πρόκειται ποτέ
να μας αφήσει να φύγουμε
αν εσύ δεν τον αναγκάσεις.
Σχίσε ξανά την Ερυθρά
και πάρε μας μαζί Σου,
στον γνόφο του όρους
τον γλυκύτατο και φωτεινότατο.
Τώρα πια δεν χρειάζεται να στέκεσαι
σαν στύλος πυρός.
Αφού Σέ είδαμε πρόσωπο προς πρόσωπο.
Αφού πιάσαμε τα χέρια Σου
και ακούσαμε τη φωνή Σου.
Αφού σκουντήξαμε τον ώμο Σου
να Σέ ξυπνήσουμε
όταν κοιμώσουν
κι εμείς πνιγόμασταν.
Μή πηγαίνεις μπροστά,
μόνο ακολούθα,
μη χαθεί κανένας μας
βόσκοντας πικράγγουρα.
Τό νερό της Μεράς
Είναι γλυκό στα χείλη του λαού Σου
αφού το γλύκανε το αίμα του Σταυρού.
Κράτα με στην Παρεμβολή
όσο μικρή κι αν είναι.
Τούς Αμαλικίτες δεν φοβούμαι
όσο ο Μωϋσής στέκεται
με απλωμένα χέρια.
Τά φίδια τα φαρμακερά
τα εξουδετερώνει
ένα βλέμμα στο Σταυρό.
Όμως άς μήν αργούμε Κύριε.
Σαράντα χρόνια μές την έρημο,
Νά στήνουμε και να ξεστήνουμε σκηνές,
είναι αρκετά.
Έλα, και πάρε μας μαζί Σου
στην Καινούργια Γή,
την Αιώνια Γή της Επαγγελίας.
Άς φύγει ο ήλιος, κι έλα Εσύ.
Κι άς στηθούν πια οι σκηνές μας μόνιμα
μέσα στο Φώς Σου.
Ψελλίσματα Αλέξανδρου Καλόμοιρου
Ποσείδι, 1982
Μπορεί να προσληφθεί η φυσική θρησκευτικότητα στο εκκλησιαστικό γεγονός;του Χρήστου Γιανναρά
Τό εκκλησιαστικό γεγονός λειτουργεί (συγκροτεί ενεργό πραγματικότητα) oταν συνεχίζει τον τρόπο (τη ζωτική δυναμική) της ενανθρώπισης του Θεού: Όταν προσλαμβάνει τη σάρκα του κόσμου (την ύλη, την επιστήμονα γνώση της ύλης, την αίσθηση του κάλλους της ύλης, τον επικαιρικό κάθε φορά ανθρώπινο πολιτισμό και τα ιστορικά του παράγωγα: γλώσσα, τέχνη, τεχνική). Προσλαμβάνει το εκκλησιαστικό γεγονός τη σάρκα του κόσμου, σημαίνει: την αποσπά από την αυτονομία της ατομικής χρήσης και τη μεταποιεί σε κοινωνούμενη πραγματικότητα αγαπητικής-ευχαριστιακής σχέσης.
Άν αυτό συμβαίνει με την “καθόλου” σάρκα του κτιστού κόσμου την υποκείμενη στη φθορά και στον θάνατο, αν νεκροφόρος σάρκα μπορεί να μεταποιηθεί σε τρόπο πραγμάτωσης της ελεύθερης και απεριόριστης ζωής, γιατί να μήν συμπεράνουμε ότι η πρόσληψη μπορεί να συμπεριλάβει και τη φυσική θρησκεία; Άν η εκκλησιαστική μεταποίηση του θανάτου σε ζωή δεν είναι νοητικό απλώς σχήμα, αφετηρία ατομοκεντρικών ψυχολογικών βεβαιοτήτων, αν είναι ελπίδα που ως κοινωνούμενη εμπιστοσύνη συνιστά υπόσταση των ελπιζομένων, εμπειρική πιστοποίηση (“έλεγχο”) πραγμάτων ου βλεπομένων, γιατί να εξαιρέσουμε από την πρόσληψη και μεταποίηση την ορμέμφυτη θρησκευτικότητα του ανθρώπου;
Φυσική ορμή η θρησκευτικότητα, ανάγκη της φύσης του ανθρώπου ενστικτώδης, συχνά ανεξέλεγκτη από τη λογική και την κρίση. Θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την ορμή της πείνας, την ανάγκη τροφικής αυτοσυντήρησης (κεντρικό άξονα της βιολογικής ύπαρξης) ή με τη γενετήσια ορμή, την ενστικτώδη λειτουργία της διαιώνισης.
Η μετοχή στο εκκλησιαστικό γεγονός δεν καταργεί τη λήψη τροφής, δεν εξαφανίζει την πείνα ή την ηδονή της γευστικής απόλαυσης όπως δεν καταργεί και το ηδονικό ζευγάρωμα του άνδρα και της γυναίκας, την ευφροσύνη του έρωτα και της τεκνοποίησης. Είναι μετοχή σε κοινό άθλημα που αποβλέπει να μετατρέψει το ατομικό γεγονός σε κοινωνούμενο γεγονός: τη λήψη της τροφής σε κοινωνία της τροφής, τη γενετήσια μείξη σε εικονισμό της σχέσης του Χριστού με την Εκκλησία να μετατρέψει την ατομική επιβίωση σε αλληλοπεριχώρηση της ζωής, την αναγκαιότητα αυτοσυντήρησης και διαιώνισης του ατόμου σε αυθυπέρβαση και αγαπητική αυτοπροσφορά.
Αυτό είναι το “μυστήριο” της Ευχαριστίας, αυτό και το “μυστήριο” του Γάμου. Μέσα στην Εκκλησία η λέξη “μυστήριο” σημαίνει κάθε γεγονός που (με τη γλώσσα όχι των νοημάτων αλλά της τελετουργίας, της μεθεκτικής δραματουργίας) φανερώνει τον εκκλησιστικό τρόπον της υπάρξεως φανερώνει (ως υπόσταση των ελπιζομένων) ότι “νενίκηνται της φύσεως οι όροι”: μεταβάλλονται οι όροι-αναγκαιότητες της φύσης σε ελευθερία αγαπητικής κοινωνίας της ζωής.
Άν, λοιπόν, η Ευχαριστία είναι το μυστήριο που εγκεντρίζει στον εκκλησιαστικό τρόπο τη φυσική ανάγκη της αυτοσυντήρησης και ο Γάμος το μυστήριο που εγκεντρίζει στον ίδιο τρόπο τη φυσική ανάγκη της σεξουαλικότητας, ποιο είναι το μυστήριο που θα μπορούσε να εγκεντρίζει στην Εκκλησία τη φυσική ανάγκη του ανθρώπου για θρησκεία;
Στή γλώσσα της χριστιανικής γραμματείας και λατρείας το καθόλου εκκλησιαστικό γεγονός η Εκκλησία σε κάθε έκφανσή της λέγεται επίσης μυστήριο: είναι πραγματοποίηση και φανέρωση του Τριαδικού τρόπου της υπάρξεως. Τόν τρόπο αυτόν πραγματοποιεί και φανερώνει η σύναξη του “σώματος” της Εκκλησίας σε κάθε επιμέρους μυστηριακή πράξη, κατεξοχήν όμως στο δείπνο της Ευχαριστίας, όπου η πραγματοποίηση και φανέρωση του σώματος συντελείται με την ενεργό μετοχή στη βρώση και πόση του ενός άρτου και του ενός ποτηρίου. Η ευχαριστιακή πρόσληψη της τροφής-ζωής του ανθρώπου συγκεφαλαιώνει τον τρόπο αναφοράς στον Πατέρα κάθε πτυχής του βίου και είναι η κάθε πτυχή που εγκεντρίζεται, ως αγαπητική αναφορά, στο εκκλησιαστικό γεγονός.
Επομένως (με δεδομένη πάντοτε την ανεπάρκεια της γλώσσας να σημάνει με πληρότητα την υπαρκτική εμπειρία) μπορούμε να τολμήσουμε τη διατύπωση ότι: η Εκκλησία είναι μυστήριο στο μέτρο που προεκτείνει τον τρόπο της Ευχαριστίας σε κάθε επιμέρους πτυχή του βίου της. Μιά σύναξη επισκόπων γίνεται (δεν είναι εξ ορισμού) εκκλησιαστική Σύνοδος, όταν λειτουργεί σαρκώνοντας τον τρόπο της Ευχαριστίας. Μιά ζωγραφιά γίνεται εκκλησιαστική Εικόνα, όταν η τεχνοτροπία και η θεματική της επιτρέπουν να υπηρετεί τη “διάβαση” του θεατή “επί το πρωτότυπον”, δηλαδή στην προσωπική σχέση. Η γραφειακή οργάνωση δραστηριοτήτων και αναγκών μιας επισκοπής γίνεται εκκλησιαστική, όταν διακονεί την αγαπητική προσφορά (και όχι προτεραιότητες αποτελεσματικότητας).
Θά μπορούσε κανείς να συμπεράνει από τα παραπάνω ότι το “μυστήριο” που εγκεντρίζει στην Εκκλησία τη φυσική ανάγκη του ανθρώπου για θρησκεία είναι η Ευχαριστία: τρόπος συγκρότησης του καθόλου εκκλησιαστικού βίου. Γι' αυτό και στον χώρο όπου τελείται η Ευχαριστία, όπως και στην ίδια την τέλεσή της, γίνεται αμέσως φανερή (πρίν από οπουδήποτε αλλού) η τυχόν θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος: Είναι κατάδηλο αν οι Εικόνες, η δραματουργία, το μέλος, η ποίηση των ύμνων, ο φωτισμός του χώρου “αναφέρονται”, όπως ο άρτος και ο οίνος, ή αν αυτονομούνται για να υπηρετήσουν την ατομική εντύπωση και υποβολή, την ατομική συναισθηματική διέγερση, την ατομική εκζήτηση “σωτηρίας”.
Η Εκκλησία (το λαϊκό σώμα που τη συγκροτεί) δεν δίστασε να προσλάβει στοιχεία της θρησκείας και να τα εγκεντρίσει στον δικό της τρόπο ύπαρξης και ζωής. Προσέλαβε κάποιο θρησκευτικό λεξιλόγιο, όρους όπως αποκάλυψη, λατρεία, νόμος, εντολές, θυσία^ πρακτικές όπως η νηστεία, η προσευχή, η εγκράτεια, η γονυκλισία^ συμβολικούς τύπους όπως το βάπτισμα στο νερό, το χρίσμα με λάδι, το θυμίαμα, τα λειτουργικά ενδύματα και σκεύη και πάμπολλα άλλα. Τά προσέλαβε αντιστρέφοντας το νόημα και τη λειτουργία των προσλημμάτων: μεταποιώντας τους όρους χρήσης σε όρους σχέσης, την ατομοκεντρική σκοπιμότητα σε προτεραιότητα αγαπητικής κοινωνίας, τον νομικό χαρακτήρα σε πρόσκληση αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς. Στίς σελίδες που προηγήθηκαν είναι διάσπαρτες οι απόπειρες να ανιχνευθεί και δηλωθεί το καινούριο περιεχόμενο που προσλαμβάνουν μέσα στην Εκκλησία πολλές από τις παραπάνω λέξεις και πρακτικές.
Εκκλησία κάι θρησκεία είναι δύο πραγματικότητες ασύμβατες και ασυμβίβαστες, όπως η ζωή και ο θάνατος, η ελευθερία και η αναγκαιότητα, ο έρωτας και η ιδιοτέλεια. Δέν υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού, η μια πραγματικότητα αναιρεί την άλλη. Όμως η Εκκλησία ευαγγελίζεται την άρση των ανυπέρβλητων αντιθέσεων, βεβαιώνει εμπειρικά ότι καταλύθηκε “το μεσότοιχον του φραγμού”. Ότι ο θάνατος μπορεί να μεταποιηθεί σε ζωή, η αναγκαιότητα να καρπίσει ελευθερία, αρκεί να παλεύεται η παραίτηση από την ιδιοτέλεια. Καταλύτης για την υπέρβαση κάθε αντίθεσης είναι η εκ-στατική αγάπη, ο όντως έρως που είναι και ο τρόπος της όντως (της Τριαδικής) υπάρξεως αιτιώδης αρχή παντός υπαρκτού. Άν ο άνθρωπος παραιτηθεί ακόμα και από την αξίωση ύπαρξης και ζωής για το άτομό του εγκαταλειπόμενος στην αγάπη του Πατρός, τότε αίρεται και η αντίθεση θανάτου και ζωής, αναγκαιότητας και ελευθερίας.
Η θρησκεία είναι ορμέμφυτη ιδιοτέλεια, η Εκκλησία άθλημα ελευθερίας από την ιδιοτέλεια. Δίχως την ορμέμφυτη στη φύση ιδιοτέλεια θα ήταν άγνωστο το άθλημα της ελευθερίας από τη φύση, άγνωστο το πρόσωπο ως υπόσταση ελευθερίας. Καί αυτό σημαίνει ότι, δίχως την ενστικτώδη ανάγκη για θρησκεία μένει ανυπόστατο το εκκλησιαστικό άθλημα παραίτησης από τη θρησκεία. Μιλάμε για άθλημα, επομένως και για αναπόφευκτη την αποτυχία, την αστοχία του αθλήματος. Μάλλον γι' αυτό τον λόγο το ενδεχόμενο αλλά και η δυναμική της θρησκειοποίησης παρακολουθεί το εκκλησιαστικό γεγονός στην ιστορική του διαδρομή μόνιμος πειρασμός, σκάνδαλο, αλλά και δοκιμαστήριο της ελευθερίας.
Τά ζιζάνια θα συναυξάνονται με τον σίτο ώς τον θερισμό. Κάθε απόπειρα “κάθαρσης” έχει τον κίνδυνο να ξεριζώσει μαζί με τα ζιζάνια και το σιτάρι. Μόνο στον θερισμό θα ξεχωρίσει οριστικά η ιδιοτέλεια από τον έρωτα, για να είναι άτρεπτη η ελευθερία.(Προδημοσίευση από το βιβλίο "Ενάντια στη Θρησκεία" που κυκλοφορεί αρχές Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Ίκαρος).
Αποκάλυψη, φιλοσοφία και θεολογία[1]του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ
Υπάρχουν δύο όψεις της γνώσης του Θεού: η αποκάλυψη και η εμπειρία. Αποκάλυψη είναι η φωνή του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος τείνει την προσοχή του στη φωνή, ακούει προσεχτικά, αποδέχεται τον Λόγο του Θεού και τον κατανοεί. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ο Θεός μιλάει: ώστε να τον ακούσει ο άνθρωπος. Μέσω της αποκάλυψης, όταν την κατανοούμε ορθά, προσλαμβάνουμε με καθαρότητα τον λόγο του Θεού ακριβώς όπως μας φανερώνεται. Οι γραφές είναι η καταγραφή της αποκάλυψης που έχει φθάσει στ' αυτιά μας, αφού μέσΩω των γραφών διασώζεται και παρουσιάζεται σε μας η φωνή του Θεού με τη γλώσσα του ανθρώπου ...] Τό μεγαλύτερο μυστήριο και θαύμα της Γραφής συνίσταται στο γεγονός ότι πρόκειται για τον Λόγο του Θεού που σαρκώνεται στη γλώσσα του κόσμου. Πολύ σωστά οι πρώτοι Χριστιανοί εξηγητές είδαν στην Παλαιά Διαθήκη μία προτύπωση της επερχόμενης ενανθρώπισης του Θεού. Ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο Θείος Λόγος γίνεται ανθρώπινος. Ο Θεός μιλάει στον άνθρωπο στη γλώσσα του. Πρόκειται για την αυθεντική ανθρωπομορφική έκφραση της αποκάλυψης. Αυτός ο ανθρωπομορφισμός, ωστόσο, δεν είναι απλά ένας συμβιβασμός. Η ανθρώπινη γλώσσα με κανέναν τρόπο δεν μειώνει τον απόλυτο χαρακτήρα της αποκάλυψης του Θεού, ούτε περιορίζει τη δύναμη του Θείου “Λόγου”. Ο Λόγος του Θεού είναι δυνατόν να εκφραστεί με ακρίβεια και επάρκεια στην γλώσσα του ανθρώπου. Γιατί ο άνθρωπος πλάστηκε κατ' εικόνα Θεού, ώστε είναι ικανός να προσλαμβάνει τον Θεό, και να διασώζει τον Λόγο Του ...].
Ο Θεός αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους ώστε αυτοί να κρατούν τα λόγια Του στη μνήμη τους, αλλά κυρίως στη ζώσα και καιόμενη καρδιά τους. Ο Λόγος του Θεού μένει στο νού του ανθρώπου, όπως ο σπόρος που μεγαλώνει και καρποφορεί. Η αλήθεια της αποκάλυψης αποκτά νόημα όταν ζυμωθεί μέσα στον ανθρώπινο νού ώστε να του προσφέρει μια απώτερη προοπτική^ όταν αποκτήσει ο νούς, με τη βοήθεια της θείας αποκάλυψης, φιλοσοφικό βάθος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δίδει κανείς στην αποκάλυψη του Θεού μια υποκειμενική διάσταση. Η γνώση του Θεού είναι πάντα κατά την ουσία της ετερόνομη, είναι μια θέα και περιγραφή της θείας πραγματικότητας, που πηγάζει από την είσοδο του Θεού στον κόσμο. Ο Θεός κατεβαίνει στον κόσμο και όχι μόνο δείχνει την όψη Του στον άνθρωπο, αλλά φανερώνεται πραγματικά ενώπιόν του. Ο άνθρωπος κατανοεί την αποκάλυψη του Θεού με την πίστη, η δε πίστη είναι θέα και αίσθηση του Θεού. Οι αλήθειες της πίστης είναι εμπειρικές αλήθειες, που προκύπτουν από τη γνωριμία με ένα πρόσωπο. Αυτή είναι η βάση για την αποδεικτική βεβαιότητα της πίστεως. Η πίστη είναι η περιγραφική επιβεβαίωση συγκεκριμένων γεγονότων “ό είδαμεν” “ό εωράκαμεν και αι χείραι ημών εψηλάφησαν”. Η πίστη περιγράφει την εμπειρία.
Θά πρέπει να διακρίνουμε τις διαφορετικές εποχές της αποκάλυψης. Η Παλαιά Διαθήκη ήταν εποχή προσδοκίας, που στρέφονταν προς αυτό που θα ερχόταν. Η εποχή της προσδοκίας έχει παρέλθει. Οι προφητείες εκπληρώθηκαν, ο Κύριος ήλθε. Καί ήλθε για να μείνει με όσους έχουν πίστη σ' αυτόν, “έως της συντελείας του αιώνος”. Έδωσε στους ανθρώπους τη δύναμη “τέκνα Θεού γενέσθαι”. Έστειλε στον κόσμο το Πνεύμα το άγιο, για να οδηγήσει τους πιστούς “εις πάσαν την αλήθειαν”, κατά τον λόγο του Χριστού ότι “εκείνος υμάς διδάξει πάντα…” Γιά τον λόγο αυτό οι πιστοί του Χριστού “χρίσμα έχετε από του αγίου και οίδατε πάντα... και ου χρείαν έχετε ίνα τις διδάσκη υμάς” (Α$ Ιω. 2:20, 27). Οι χριστιανοί έχουν χάρισμα αληθείας, το “charisma veritatis” κατά τον άγιο Ειρηναίο, και ανοίγεται σ' αυτούς η οδός του πνεύματος, μέσα στην Εκκλησία. Τό αποκορύφωμα της πνευματικής ζωής είναι γνώσις και θεωρία. Έτσι, αλλάζει το νόημα της πίστεως. Δέν αναφέρεται πια σε μια μελλοντική προσδοκία, αλλά προσανατολίζεται προς αυτό που ήδη εκπληρώθηκε, προς το αιώνιο Παρόν, προς τη Θεία πληρότητα που αποκαλύπτεται διαρκώς εν Χριστώ.
Κατά μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τη γνώση των θείων πραγμάτων την έκανε για πρώτη φορά δυνατή ο Χριστός^ όχι ως κήρυκας ή ως προφήτης, αλλ' ως άρχων της Ζωής και Αρχιερεύς της Καινής Διαθήκης. Η γνώση του Θεού έγινε εφικτή μέσω της ανακαίνισης της φύσεως που έφερε ο Χριστός με τον θάνατο και την ανάστασή Του. Η ανακαίνιση αυτή συμπεριέλαβε και την ανθρώπινη λογική και το ανθρώπινο πνεύμα, ανανέωσε την πνευματική θεωρία.
Η γνώση του Θεού έγινε δυνατή μέσα στην Εκκλησία ως ενότητα της ζωής της χάριτος. Στήν Εκκλησία, η Αποκάλυψη γίνεται εσωτερική αποκάλυψη. Κατά μία έννοια, η αποκάλυψη γίνεται η ομολογία της Εκκλησίας. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι τα γραπτά της Καινής Διαθήκης είναι νεώτερα από την πρώτη Εκκλησία. Πρόκειται για ένα βιβλίο που γράφτηκε μέσα στην Εκκλησία. Είναι μία μαρτυρία της πίστεως που έχει διασώσει η Εκκλησία. Καί η Εκκλησία βεβαιώνει την αλήθεια των γραπτών, βεβαιώνει την γνησιότητά τους και το κάνει με τη δύναμη της αλήθειας του Πνεύματος που κατοικεί σ' αυτήν. Στά γραπτά Ευαγγέλια η εικόνα του Σωτήρα παραμένει σταθερή, είναι η ίδια εικόνα που ζούσε από την αρχή στη μνήμη της Εκκλησίας, όχι απλώς στην ιστορική μνήμη, αλλά στη ζωντανή μνήμη της πίστεως. Πρόκειται για ουσιαστική διάκριση, διότι δεν γνωρίζουμε τον Θεό από αναμνήσεις και μαρτυρίες. Η εικόνα Του δεν ζεί μόνο στη μνήμη των πιστών αυτός ο ίδιος κατοικεί ανάμεσά τους, στέκεται στην πόρτα της κάθε ψυχής. Μέσα από αυτήν ακριβώς την εμπειρία της κοινωνίας με τον Χριστό, το Ευαγγέλιο αποκτά ζωή ως ιερό βιβλίο. Η θεία αποκάλυψη είναι ζωντανή μέσα στην Εκκλησία πώς αλλιώς θα μπορούσε η Εκκλησία να τη διασώσει; Η αποκάλυψη βεβαίως σκιαγραφείται από τα λόγια των γραφών, όμως η σκιαγράφηση αυτή κάθε άλλο παρά εξαντλεί την πληρότητα της Χριστιανικής εμπειρίας. Ούτε αναιρεί τη δυνατότητα για καινούριες ή διαφορετικές λέξεις. Έτσι κι αλλιώς, η Γραφή έχει ανάγκη ερμηνείας.
Οι εμπειρικές αλήθειες είναι δυνατό να εκφραστούν με διαφορετικούς τρόπους. Προσεγγίζουμε τη Θεία πραγματικότητα μέσα από εικόνες και παραβολές, με τη γλώσσα της λατρευτικής ποίησης και τον τρόπο της αγιογραφικής τέχνης. Τέτοια ήταν η γλώσσα των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, με αυτόν τον τρόπο μίλησαν οι Ευαγγελιστές και δίδαξαν οι Απόστολοι, την ίδια γλώσσα χρησιμοποιεί η Εκκλησία μέχρι σήμερα στην υμνολογία και την τυπολογία των μυστηρίων. Είναι η γλώσσα της επαγγελίας και των χαρμόσυνων ειδήσεων, η γλώσσα της προσευχής και του εσωτερικού βιώματος, ο λόγος της “κηρυγματικής” θεολογίας.
Υπάρχει και μία άλλη γλώσσα, η γλώσσα της κατανόησης, η γλώσσα του δόγματος. Τό δόγμα είναι μια μαρτυρία της εμπειρίας. Στήν καρδιά του δόγματος βρίσκεται το γεγονός ότι αυτό δείχνει τη Θεία πραγματικότητα. Μέ αυτή την έννοια η μαρτυρία του δόγματος είναι συμβολική. Τό δόγμα είναι η κατάθεση της σκέψεως για όσα μας φανερώθηκαν, για όσα είδε και μελέτησε ο άνθρωπος με την πίστη και αυτή η εμπειρία εκφράζεται με έννοιες και ορισμούς. Τό δόγμα είναι μία “διανοητική θεωρία”, μία αλήθεια της κατανόησης. Μπορεί να πεί κανείς ότι είναι μία “λογική εικόνα” της θείας πραγματικότητας. Καί την ίδια στιγμή το δόγμα είναι ένας ορισμός, γι' αυτό και η λογική μορφή είναι τόσο σημαντική για το δόγμα, καθώς πρόκειται για έναν “εσωτερικό λόγο” που αποκτά δύναμη μέσα από τη διατύπωση, την εξωτερική του εκφορά. Γι' αυτό και η εξωτερική μορφή, η διατύπωση του δόγματος έχει ουσιαστική σημασία.
Τό δόγμα, δεν αποτελεί μία νέα αποκάλυψη. Είναι μόνο μια μαρτυρία. Όλο το νόημα της δογματικής διατύπωσης συνίσταται στη μαρτυρία για την αναλλοίωτη αλήθεια, μια αλήθεια που έχει ήδη αποκαλυφθεί και διασωθεί εξ' αρχής. Γι' αυτό και είναι σοβαρή παρανόηση να μιλά κανείς για “εξέλιξη του δόγματος”. Τά δόγματα δεν εξελίσσονται. Είναι απαράλλακτα και απαραβίαστα, ακόμα και ως προς την λεκτική τους εκφορά. Ούτε στο ελάχιστο μπορεί κανείς να αλλάξει την δογματική γλώσσα και ορολογία. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, αυτό που πράγματι μπορεί να πεί κανείς είναι ότι: τα δόγματα γεννιούνται, καθιερώνονται, αλλά δεν εξελίσσονται. Κι από τη στιγμή που διατυπώνονται είναι διηνεκή και αποτελούν ήδη έναν απαράλλακτο “κανόνα της πίστεως” (“regula fidei”). Τό δόγμα είναι μια διαισθητική αλήθεια και όχι ένα έωλο αξίωμα που επιδέχεται λογική ανάπτυξη και διαμόρφωση. Όλη η ουσία του δόγματος βρίσκεται στο γεγονός ότι πρόκειται για εκπεφρασμένη αλήθεια. Η αποκάλυψη φανερώνει τον εαυτό της και λαμβάνεται μέσα στη σιωπή της πίστεως, μέσα σε σιωπηλή θεωρία αυτό είναι το πρώτο, αποφατικό βήμα προς τη γνώση του Θεού.
Τό πλήρωμα της αλήθειας εμπεριέχεται μέσα στην αποφατική αυτή θεωρία, αλλά η αλήθεια χρειάζεται να διατυπωθεί. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν καλείται μόνο να παραμένει σιωπηλός αλλά επίσης να μιλάει και να επικοινωνεί. Η “μυστική σιωπή” (silentium mysticum) δεν εξαντλεί την πληρότητα της κλήσης του Θεού προς τον άνθρωπο. Υπάρχει χώρος για την έκφραση της ευχαριστίας. Μέ την δογματική της ομολογία η Εκκλησία εκφράζεται και ευαγγελίζεται την αποφατική αλήθεια που διασώζει. Επομένως, η ανάγκη για δογματικούς όρους είναι πάνω απ' όλα ανάγκη εύρεσης της κατάλληλης γλώσσας. Γι' αυτό οι δογματικές αντιπαραθέσεις ήταν διαφωνίες ως προς την κατάλληλη ορολογία. Έπρεπε να βρεθούν ακριβείς και ξεκάθαρες λέξεις, ικανές να περιγράψουν και να εκφράσουν το βίωμα της Εκκλησίας. Έπρεπε να εκφραστεί η “πνευματική θεωρία” που αποκαλύπτεται στο πνεύμα των πιστών, μέσα από την εμπειρία και την προσευχή. Κι αυτό είναι απαραίτητο γιατί η αλήθεια της πίστης είναι επίσης αλήθεια για τη λογική και τη σκέψη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι μια αλήθεια της σκέψης και της καθαρής λογικής. Η αλήθεια της πίστης είναι γεγονός, είναι πραγματικότητα αλήθεια της υπάρξεως.
Σ' αυτή την αναζήτηση για κατάλληλες λέξεις η ανθρώπινη σκέψη αλλάζει, η ουσία της σκέψης καθαυτής μεταμορφώνεται και αγιάζεται. Η Εκκλησία το επιβεβαίωσε εμμέσως απορρίπτοντας την αίρεση του Απολλιναρίου. Στό βάθος, ο Απολλιναριανισμός είναι μια λανθασμένη ανθρωπολογία, μια λανθασμένη διδασκαλία για τον άνθρωπο, επομένως και για τον Θεάνθρωπο Χριστό. Είναι η άρνηση της ανθρώπινης λογικής, ο φόβος ότι δεν μπορεί η ανθρώπινη σκέψη να μήν αμαρτάνει “αδύνατον δε εστίν εν λογισμοίς ανθρωπίνοις αμαρτίαν μη είναι” (Γρηγ. Νύσσης, Κατά Απολλιν. 11, 6, 8^ 1,2). Καί αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη λογική κατά τον Απολλινάριο είναι αθεράπευτη, άρα πρέπει να αποκοπεί. Έτσι, η απόρριψη του Απολλιναριανισμού την εποχή εκείνη σήμαινε ακριβώς την θεμελιώδη δικαίωση της λογικής και της σκέψης. Όχι, βέβαια, με την έννοια ότι η φυσική λογική είναι αναμάρτητη και ορθή καθαυτή, αλλά με την έννοια ότι είναι δεκτική σε μεταμόρφωση, ότι μπορεί να θεραπευτεί, ότι μπορεί να ανακαινισθεί. Καί όχι μόνο μπορεί, αλλά είναι αναγκαίο να θεραπευτεί και να ανακαινιστεί. Η λογική προσκαλείται στη γνώση του Θεού. Τό να “φιλοσοφεί” κανείς για τον Θεό δεν χαρακτηρίζει απλά μια ανάγκη διερεύνησης ή μια αυθάδη περιέργεια. Αντίθετα, είναι εκπλήρωση της κλήσης και καθήκον του Χριστιανού. Δέν αποτελεί καθόλου εξεζητημένο έργο ούτε ιδιαίτερο κατόρθωμα, αλλά απαραίτητο και οργανικό μέρος της ζωής του Χριστιανού. Καί αυτός είναι ο λόγος που η Εκκλησία “φιλοσοφεί” για τον Θεό. Η δογματική διδασκαλία των Πατέρων παρουσιάζει το αναλλοίωτο περιεχόμενο της αποστολικής διδασκαλίας, με φιλοσοφικούς όρους. Η εμπειρία της πίστης δεν αλλάζει, ούτε κάν αυξάνεται. Αντίθετα, η ανθρώπινη σκέψη μεταμορφώνεται, καθώς διεισδύει στην “κατανόηση της αλήθειας”.
Μπορεί να πεί κανείς απλά, ότι η Εκκλησία θεμελιώνοντας τα δόγματα εξέφρασε την Θεία αποκάλυψη στη γλώσσα της Ελληνικής φιλοσοφίας ή ίσως, μετέφρασε την αποκάλυψη από την Εβραϊκή ποιητική και προφητική γλώσσα στην Ελληνική. Αυτό σήμαινε, κατά μία έννοια, τον “Εξελληνισμό” της αποκάλυψης. Στήν πραγματικότητα, βεβαίως, επρόκειτο για την “Εκκλησιοποίηση” του Ελληνισμού.
Θά μπορούσε κανείς να μιλήσει εκτενώς γι' αυτό το θέμα το οποίο, πράγματι, επανέρχεται και συζητιέται, ίσως μάλιστα υπερβολικά. Εδώ χρειάζεται μόνο να επισημάνουμε το εξής: Η Παλαιά Διαθήκη έχει παρέλθει. Ο λαός του Ισραήλ δεν αποδέχθηκε τον Θεάνθρωπο, δεν τον αναγνώρισε ούτε τον ομολόγησε και η επαγγελία πέρασε σε λαούς Εθνικούς. Η Εκκλησία είναι κυρίως ecclesia ex gentibus (εκκλησία των εθνών). Θά πρέπει να παραδεχτούμε αυτή τη βασική αλήθεια της Χριστιανικής ιστορίας με ταπείνωση ενώπιον του θελήματος του Θεού, που ολοκληρώνεται μέσα από τον προορισμό των εθνών. Καί “το κάλεσμα των εθνών” σήμαινε ότι ο Ελληνισμός ευλογήθηκε από τον Θεό. Στό γεγονός αυτό δεν υπήρξε κανένα “ιστορικό ατύχημα”^ δεν συμβαίνουν “ατυχήματα” στη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Σέ κάθε περίπτωση, γεγονός παραμένει ότι το Ευαγγέλιο δόθηκε σε όλους εμάς, μια για πάντα, στην Ελληνική γλώσσα. Σ' αυτή τη γλώσσα το Ευαγγέλιο διατυπώνεται σ' όλη την πληρότητα και μεστότητά του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει με κανέναν τρόπο ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφραστεί αλλά το μεταφράζουμε πάντοτε από τα Ελληνικά. Η “επιλογή”, λοιπόν, της Ελληνικής γλώσσας ως αναλλοίωτης πρωτο-γλώσσας του Χριστιανικού Ευαγγελίου ήταν τόσο “τυχαία” ή “συμπτωματική”, όσο και η “εκλογή” του λαού του Ισραήλ ανάμεσα σε όλους τους αρχαίους λαούς ήταν τόσο τυχαία η εκλογή της Ελληνικής γλώσσας, όσο τυχαίο ήταν και το γεγονός ότι “η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστί” (Ιω. 4:22).
Παραλαμβάνουμε την Αποκάλυψη του Θεού όπως συμβαίνει. Καί θα ήταν άσκοπο να αναρωτιόμαστε εάν θα μπορούσε να συμβεί με τρόπο διαφορετικό. Στήν επιλογή των “Ελλήνων” θα πρέπει να διακρίνουμε το κρυμμένο θέλημα του Θεού. Η παρουσίαση της αποκάλυψης στη γλώσσα του ιστορικού Ελληνισμού σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζει την αποκάλυψη. Αντίθετα, αποδεικνύει ότι αυτή η γλώσσα κατέχει εκείνη τη δυναμική και τον πλούτο που βοηθά ώστε να αναπτυχθεί και να εκφρασθεί με λόγια η αλήθεια της αποκάλυψης.
Όταν οι αλήθειες του Θεού μεταφέρονται στην ανθρώπινη γλώσσα, οι ίδιες οι λέξεις μεταμορφώνονται. Τό γεγονός ότι οι αλήθειες της πίστης περιβάλλονται με λογικές εικόνες και νοήματα, μαρτυρεί την αλλοίωση του λόγου και της σκέψης οι λέξεις αγιάζονται μέσα από αυτή τη χρήση τους. Οι λέξεις των δογματικών διατυπώσεων δεν είναι “απλές λέξεις”, δεν είναι “τυχαίες” λέξεις που κανείς μπορεί να αντικαταστήσει με κάποιες άλλες. Είναι λέξεις αιώνιες, ανεπίδεκτες αντικατάστασης. Αυτό σημαίνει ότι συγκεκριμένες λέξεις συγκεκριμένα νοήματα καθιερώνονται από το ίδιο το γεγονός ότι εκφράζουν την θεία αλήθεια. Άρα, υπάρχει μία, άς πούμε, philosophia perennis, υπάρχει κάτι που είναι διηνεκές και απόλυτο στη σκέψη. Αλλά, βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο “αιώνιο” φιλοσοφικό “σύστημα”. Γιά να το πούμε πιο σωστά: η Χριστιανική δογματική είναι το μόνο αληθινό φιλοσοφικό “σύστημα”. Άς θυμηθούμε ότι τα δόγματα διατυπώνονται σε γλώσσα φιλοσοφική, σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφική γλώσσα, αλλά σε καμιά περίπτωση στη γλώσσα μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής σχολής. Ωστόσο, μπορεί κανείς να μιλήσει για έναν φιλοσοφικό “εκλεκτικισμό” της Χριστιανικής δογματικής. Κι αυτός ο “εκλεκτικισμός” έχει βαθύτερο νόημα απ' αυτό που κανείς συνήθως υποψιάζεται. Η ουσία του συνίσταται στο γεγονός ότι ειδικά θέματα της Ελληνικής φιλοσοφίας προσλαμβάνονται και διά της πρόσληψης αλλάζουν ουσιωδώς. Αλλάζουν τόσο που πλέον δεν είναι αναγνωρίσιμα. Γιατί, με την ορολογία της Ελληνικής φιλοσοφίας, καταγράφεται μία νέα, τελείως διαφορετική εμπειρία. Παρά το γεγονός ότι η θεματική και τα μοτίβα της Ελληνικής σκέψης διατηρούνται, οι απαντήσεις που δίδονται πλέον στα προβλήματα είναι εντελώς διαφορετικές^ γιατί προέρχονται από μια καινή εμπειρία. Αυτός ήταν ο λόγος που οι αρχαίοι Έλληνες προσέλαβαν τον Χριστιανισμό σαν κάτι απόμακρο και ξένο και το Χριστιανικό Ευαγγέλιο τους φαίνονταν “μωρία” (Α' Κορ. 1:23).
Ο Ελληνισμός σφυρηλατείται στην πυρά της νέας εμπειρίας και πίστης και ανανεώνεται. Η Ελληνική σκέψη μεταμορφώνεται. Συνήθως δεν προσλαμβάνουμε επαρκώς ολόκληρη την σημασία αυτής της μεταμόρφωσης που ο Χριστιανισμός επέφερε στη σφαίρα της σκέψης. Κι αυτό συμβαίνει εν μέρει γιατί συχνά συνεχίζουμε να φιλοσοφούμε ως αρχαίοι Έλληνες που η σκέψη τους δεν έχει λάβει αυτό το βάπτισμα του πυρός. Καί από την άλλη μεριά, αντίστροφα, επειδή έχουμε υπερβολικά εξοικειωθεί με τη νέα κοσμοθεωρία, εκλαμβάνοντάς την ως “διασθητική αλήθεια”, ενώ στην πραγματικότητα μας δόθηκε μόνο μέσω της Αποκάλυψης του Θεού.
Είναι αρκετό να δώσει κανείς μερικά παραδείγματα: Κατ' αρχήν η ιδέα της κτιστότητας του κόσμου, όχι μόνο ως προς την παροδικότητα και την φθαρτότητά του, αλλά και ως προς τις πρωτογενείς βάσεις του. Γιά την Ελληνική σκέψη η αντίληψη των “κτιστών ιδεών” ήταν αδιανόητη και προσβλητική. Σύμφυτη με αυτή την ιδέα ήταν η χριστιανική διαίσθηση για την Ιστορία ως μια δημιουργική πορεία μοναδικών ανεπανάληπτων συμβάντων, μια κίνηση που ξεκινά από μια πραγματική αρχή και οδεύει προς ένα απώτερο τέλος, μια αίσθηση της Ιστορίας που δεν μπορεί με κανένα τρόπο να σχετιστεί με τη στατικότητα και παθητικότητα της αρχαίας Ελληνικής ιστορικής αντίληψης. Επίσης, η κατανόηση του ανθρώπου ως προσώπου, η έννοια της προσωπικότητας, ήταν εντελώς ξένη στους Έλληνες που κατανοούσαν το πρόσωπο μόνον ως προσωπείο δηλαδή τη μάσκα της αρχαίας τραγωδίας]. Καί τέλος, είναι το μήνυμα της Ανάστασης του ανθρώπου με δοξασμένη αλλά απτή σάρκα, μια σκέψη που θα τρόμαζε τους Έλληνες που ζούσαν με την ελπίδα της μελλοντικής εξα-ύλωσης του πνεύματος. Αυτές, λοιπόν, είναι μερικές από τις αντιλήψεις που φανερώνονται μέσα από την νέα εμπειρία της αποκάλυψης. Είναι οι προϋποθέσεις και κατηγορίες μιας καινούριας Χριστιανικής φιλοσοφίας. Αυτή η νέα φιλοσοφία εμπεριέχεται στη δογματική της Εκκλησίας.
Μέ την εμπειρία της πίστης ο κόσμος αποκαλύπτει τον εαυτό του με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που βιώνει ο “φυσικός άνθρωπος”. Γιατί η αποκάλυψη δεν αφορά μόνον στον Θεό, αλλά επίσης αφορά και στον κόσμο. Η πληρότητα της αποκάλυψης βρίσκεται στην εικόνα του Θεανθρώπου^ δηλαδή, στο γεγονός της άρρητης ένωσης του Θεού και του Ανθρώπου, του Θείου και του ανθρώπινου, του Δημιουργού και της κτίσης σ' αυτή την παντοτινή αδιαίρετη και ασύγχυτη ένωση. Τό Χαλκηδόνιο δόγμα της ένωσης του Θεού και του Ανθρώπου είναι το αληθινό, αποφασιστικό σημείο της αποκάλυψης και της εμπειρίας της πίστης και της Χριστιανικής θεωρίας.
Αυστηρά μιλώντας, είναι αδύνατον για τον άνθρωπο να έχει μία καθαρή γνώση του Θεού, εάν επιμένει να προσκολλάται σε αόριστες και λανθασμένες ιδέες για τον κόσμο και για τον εαυτό του. Κι αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο. Εφόσον ο κόσμος είναι δημιούργημα του Θεού, εάν έχει κανείς μια λανθασμένη κατανόηση του κόσμου, αποδίδει στον Θεό-δημιουργό ένα έργο που δεν είναι δικό του. Έτσι κανείς επιρρίπτει μία στρεβλή κρίση πάνω στην ενέργεια και την θέληση του Θεού. Μέ αυτή την έννοια η αληθινή φιλοσοφία είναι απαραίτητη για την πίστη. Καί, από την άλλη μεριά, η πίστη συνδέεται με συγκεκριμένες μεταφυσικές προϋποθέσεις. Η δογματική θεολογία, ως αποκάλυψη και επεξήγηση της θεόθεν αποκεκαλυμμένης αλήθειας στα όρια της ανθρώπινης σκέψης, είναι η βάση της Χριστιανικής φιλοσοφίας, μιας εξαγιασμένης φιλοσοφίας, της φιλοσοφίας του αγίου Πνεύματος.
Πρέπει να τονιστεί ακόμη μια φορά: Τό δόγμα προϋποθέτει την εμπειρία και μόνο με την εμπειρία της πίστης και της θεωρίας το δόγμα φθάνει σε μια πληρότητα που του επιτρέπει να διατυπωθεί. Καί πάλι: Η εμπειρία της Εκκλησίας δεν εξαντλείται στα δόγματα, ακριβώς όπως η αποκάλυψη δεν εξαντλείται σε “λέξεις” ή στο “γράμμα” της Γραφής. Η εμπειρία και η γνώση της Εκκλησίας είναι πολύ πιο πλήρεις και περιεκτικές από την δογματική τους εκφορά. Η Εκκλησία έχει βιώματα πολλά που δεν εμπεριέχονται σε “δογματικούς” όρους, αλλά μάλλον σε τύπους και εικόνες. Μέ άλλα λόγια, η “δογματική” θεολογία δεν μπορεί ούτε να καταργήσει, ούτε να αντικαταστήσει την “κηρυγματική” θεολογία. Στήν Εκκλησία έχει δοθεί το πλήρωμα της γνώσης και της κατανόησης, αλλά αυτή μας αποκαλύπτεται και επιβεβαιώνεται σταδιακά και μερικώς. Εν γένει, η γνώση στον κόσμο αυτό δεν είναι παρά “μερική” γνώση (“άρτι γινώσκω εκ μέρους...” Α' Κορ. 13:12) και θα μας αποκαλυφθεί στην πληρότητά της μόνο με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Η “ατέλεια” της γνώσης ξεκινάει από το γεγονός ότι η Εκκλησία είναι ακόμα “πορευομένη”, σε μία διαδικασία “γίγνεσθαι”. Η Εκκλησία γίνεται μάρτυρας της μυστικής έννοιας του χρόνου κατά τον οποίο ολοκληρώνεται η εξέλιξη του ανθρώπου κατά το μέτρο της εικόνας του Χριστού. Καί ακόμα παραπέρα: η Εκκλησία δεν επιχείρησε ουδέποτε να εκφράσει και να διακηρύξει τα πάντα. Δέν είναι στην προσπάθειά της να αποκρυσταλλώσει την εμπειρία της μέσα σ' ένα κλειστό σύστημα λέξεων και νοημάτων. Ωστόσο, αυτή η “ατέλεια” της γνώσης μας εδώ και τώρα δεν αδυνατίζει τον αυθεντικό και αποδεικτικό της χαρακτήρα.
Ένας Ρώσος θεολόγος περιέγραψε αυτή την κατάσταση ως εξής: “Η Εκκλησία δεν δίνει στους πιστούς ένα σαφές πλάνο της Πόλης του Θεού, αλλά τους παραχωρεί το κλειδί της Πόλης του Θεού. Αυτός που θα εισέλθει χωρίς να έχει ακριβές σχέδιο, ίσως συμπτωματικά να χάσει τον δρόμο του. Ωστόσο, κάθε τι που θα δεί, θα το δεί όπως είναι, σ' όλη του την πραγματικότητα. Εκείνος, όμως, που μελετά την Πόλη σύμφωνα με κάποιο σχέδιο, χωρίς να έχει λάβει το κλειδί της ίδιας της Πόλης, δεν θα εισέλθει ποτέ σ' αυτήν” (Β.Μ. Melioranskii, από τις διαλέξεις για την Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Εκκλησίας, “Strannik”, Ιούν. 1910, σ. 931, στα Ρωσικά).
[1] Τό παραπάνω είναι απόσπασμα από τό αρθρο “Αποκάλυψη, Φιλοσοφία καί Θεολογία”, από τόν τρίτο τόμο των Απάντων του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Δημιουργία καί Σωτηρία (Nordland Publishing Company Belmont Mass ., 1976). Τό αρθρο αυτό εμφανίστηκε αρχικά μέ τόν τίτλο “Offenbarung, Philosophie und Theologie” στό περιοδικό “Εν μέσω των καιρών” τεύχος 6, Μόναχο 1931. Μετάφραση από τά αγγλικά: Α.Μ., Ι.Κ.