ΤΕΥΧΟΣ 95

Άνοιξη 2006


Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος

πρωτ. Αλεξάνδρου Σμέμαν

«Eι δε Χριστός ουκ εγείγερται, ματαία η πίστις υμών». Τα λόγια του Αποστόλου Παύλου παραμένουν καίρια για κάθε Χριστιανό μέχρι τις μέρες μας. Πίστη στον Χριστό, πρίν από κάθε τι άλλο, σημαίνει εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι ο Κύριος δεν παρέμεινε στο μνήμα^ ότι η ζωή ανέτειλε από τον θάνατο^ ότι στην Ανάσταση του Χριστού εκ νεκρών ο τυρρανικός, αναγκαστικός νόμος της θνητότητας που δεν ανέχεται καμία εξαίρεση, κατέρρευσε και νικήθηκε έσωθεν.

Η Ανάσταση του Χριστού συγκροτεί την καρδιά της Χριστιανικής πίστης και του Χριστιανικού Ευαγγελίου. Και, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, στην καθημερινή ζωή των Χριστιανών των ημερών μας υπάρχει ελάχιστος χώρος γι’ αυτήν την πίστη. Παραμένει ένα γεγονός θολό, συσκοτισμένο. Κι ενώ οι άνθρωποι δεν έχουν επίγνωση της σημασίας του γεγονότος, συγχρόνως δεν το απορρίπτουν αλλά με κάποιο τρόπο το αποφεύγουν και πάντως δεν το βιώνουν όπως οι πρώτοι Χριστιανοί. Εάν συμμετέχουν στις ακολουθίες ακούνε βεβαίως την επαναλαμβανόμενη χαρμόσυνη είδηση: «Θανάτω θάνατον πατήσας», «κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος» και «νεκρός ουδείς εν τω μνήματι». Αλλά αν ερωτηθούν τι σκέφτονται για τον θάνατο, συχνά (αλίμονο, πολύ συχνά) θα απαντήσουν —στην καλύτερη των περιπτώσεων— με κάποιες ασυνάρτητες βεβαιότητες για την αθανασία της ψυχής και για την επιβίωσή της σε κάποιον κόσμο πέρα από τον τάφο, μια πίστη πολύ διαδεδομένη ήδη πρίν τον Χριστιανισμό.

Κι όμως συμβαίνει να είναι απολύτως απαραίτητο να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτό το γεγονός, γιατί δεν πρόκειται απλά για την «αθανασία της ψυχής», αλλά για την Ανάσταση του Χριστού και την δική μας εξανάσταση στο τέλος των καιρών. Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε το Ευαγγέλιο είναι απάτη. Αλλά εάν ο Χριστός αναστήθηκε, τότε όλες οι προ-χριστιανικές εκδοχές και ερμηνείες περί «αθανασίας της ψυχής» παραμερίζονται. Τότε ολόκληρο το ζήτημα του θανάτου εμφανίζεται κάτω από μια εντελώς διαφορετική οπτική. Η Ανάσταση ζητά από μας μία στάση και αντίληψη απέναντι στον θάνατο ριζικά διαφορετική από τις συνήθεις θρησκευτικές εξηγήσεις. Μία αντίληψη που στην πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με όλες αυτές τις ερμηνείες.

Πρέπει με ειλικρίνεια να παραδεχθούμε ότι η κλασσική πίστη στην αθανασία της ψυχής καταργεί την πίστη στην ανάσταση, γιατί η ανάσταση αφορά στην ουσία της όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα. Η ανάγνωση του Ευαγγελίου δεν αφήνει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. όταν οι Απόστολοι είδαν τον αναστημένο Χριστό νόμισαν πώς βλέπουν ένα φάντασμα ή ένα όραμα. Το πρώτο μέλημα του Χριστού ήταν να τους δώσει μία αίσθηση της πραγματικότητας του σώματός Του. Παίρνει τροφή και την τρώγει ενώπιόν τους. Καλεί τον επιφυλαχτικό Θωμά να ψηλαφίσει το σώμα Του, να βεβαιώσει την Ανάσταση με το άγγιγμα των δακτύλων του. Και όταν οι Απόστολοι πιστεύουν, κέντρο του κηρύγματός τους γίνεται ακριβώς το ευαγγέλιο της Ανάστασης —η σάρκινη πραγματικότητά της. Και πρωταρχικό μυστήριο της Εκκλησίας γίνεται η Μετάληψη του Σώματος και Αίματος του αναστάντος Χριστού. Με αυτή την πράξη, γράφει ο Απόστολος Παύλος, «κηρύσσοντας τον θάνατο του Κυρίου, ομολογούμε την Ανάστασή Του».


Ας μήν μιλήσουμε εδώ για όσους απορρίπτουν την Ανάσταση του Χριστού γιατί αρνούνται την ίδια την ύπαρξη του Θεού. Μεγαλύτερη σημασία έχει εκείνο το είδος του συσκοτισμού ανάμεσα στους πιστούς που, κατά έναν περίεργο τρόπο, συνδέουν την εορτή του Πάσχα με μία, λανθάνουσα ίσως, πάντως ουσιαστική άρνηση της Ανάστασης του Χριστού. Στη διάρκεια της ιστορικής πορείας του Χριστιανισμού έχει προκύψει ένα είδος επιστροφής στην προ-Χριστιανική κατανόηση του θανάτου: αυτή βασίζεται καταρχήν στην αποδοχή ότι ο θάνατος είναι «νόμος της φύσης», δηλαδή ένα φαινόμενο με το οποίο κανείς πρέπει να συμβιβαστεί ανεξαρτήτως της απανθρωπίας και της αλογίας του. Και αφού το αποδεχτεί, να μετατοπίσει την πηγή της αθάνατης ζωής σε κάποιον εξωγήινο κόσμο πέρα από τον τάφο. Ο Πλάτωνας, για παράδειγμα, και οι αναρίθμητοι μαθητές του δίδαξαν ότι ο θάνατος είναι απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα. Υπό αυτή την έννοια η πίστη στην ανάσταση του σώματος όχι μόνο καταντάει ανώφελη, αλλά επίσης ακατανόητη, κι ακόμα ψευδής και πλανεμένη.


Προκειμένου να αντιληφθούμε ολόκληρη την ουσία της χριστιανικής πίστης στην Ανάσταση, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την σύλληψη και κατανόηση του σώματος και του θανάτου, γιατί εδώ βρίσκεται η ρίζα της παρεξήγησης ακόμα και ανάμεσα στους χριστιανούς. Στις μέρες μας έχουμε σταδιακά σταματήσει να ερμηνεύουμε την κατάσταση των νεκρών υπό το φως της Ανάστασης του Χριστού. Βεβαιώνουμε ότι ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών, αλλά για τους εαυτούς μας αρκούμαστε να μιλήσουμε για πίστη στην αθανασία της ψυχής, στην οποία έλληνες και Ιουδαίοι πίστευαν αιώνες πρίν τον Χριστό όπως κάνουν και οι πιστοί κάθε θρησκείας χωρίς εξαίρεση σήμερα. Για μία τέτοια αθανασία η Ανάσταση του Χριστού (όσο παράδοξο κι αν ακούγεται) δεν είναι παρά περιττή και επουσιώδης.


Η θρησκευτική συνείδηση υποθέτει ότι η Ανάσταση του Χριστού είναι πάνω απ’ όλα ένα θαύμα, πράγμα για το οποίο βέβαια δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά για τον μέσο θρησκευτικό άνθρωπο είναι θαύμα μέγα: το υπέρτατο θαύμα που παραμένει «μοναδικό» και χαρακτηρίζει τον Χριστό. Από τη στιγμή όμως που αναγνωρίζουμε τον Χριστό ως Θεό, το θαύμα παύει να είναι τέτοιο κατά μία έννοια: Ο Θεός είναι παντοδύναμος, ο Θεός είναι Θεός και μπορεί να πράξει τα πάντα! Οτιδήποτε κι αν σημαίνει ο θάνατος του Χριστού, η θεϊκή του δύναμη δεν θα του επέτρεπε να παραμείνει στο μνήμα. Κι όμως αυτή η κατανόηση του γεγονότος δεν είναι παρά μία αποσπασματική ερμηνεία του γεγονότος της Ανάστασης του Χριστού. Η χαρά των πρώτων Χριστιανών, που βιώνεται και σήμερα μέσα στις εκκλησιές, στη δραματουργία και την υμνογραφία και ιδιαίτερα στην ασύγκριτη γιορτή της ημέρας του Πάσχα, δεν αποσυνδέει την Ανάσταση του Χριστού από την ανάσταση ολόκληρης της κτίσης η οποία πηγάζει από την Ανάσταση του Χριστού. Εορτάζοντας μια εβδομάδα πρίν το Πάσχα την ανάσταση του Λαζάρου, η Εκκλησία με δέος αλλά και χαρά επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για ένα θαύμα που αφορά σε όλη την κτίση. Ωστόσο στο νού των πιστών αυτά τα αδιαχώριστα γεγονότα —της πίστης στην Ανάσταση του Χριστού και της πίστης στην ανάσταση της κτίσης που εγκαινίασε ο Κύριος— έχουν με κάποιον τρόπο χωριστεί μεταξύ τους.


Η αιτία αυτού του παράδοξου διχασμού βρίσκεται σε μια κατανόηση του θανάτου που θέλει την ψυχή να χωρίζεται από το σώμα. Ο «θρησκευτικός» κόσμος όλων των εποχών διδάσκει ότι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα θα πρέπει να λογίζεται όχι απλά «φυσικός» αλλά και θετικός και επικοδομητικός^ ότι σ’ αυτόν πρέπει να βλέπουμε την απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα το οποίο την εμποδίζει να εξαγνισθεί, να γίνει πνευματική, ουράνια και ευλογημένη. Καθώς για την ανθρώπινη εμπειρία το κακό, η ασθένεια, ο πόνος και τα πάθη εφορμούν από το σώμα, ο σκοπός και το νόημα της θρησκείας και της θρησκευτικής ζωής αναπόφευκτα γίνεται η απολύτρωση της ψυχής από τη «φυλακή» του σώματος —μία απελευθέρωση που στον θάνατο βρίσκει το πλήρες νόημά της. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι αυτή η κατανόηση του θανάτου δεν είναι χριστιανική και δεν συμβιβάζεται με την πίστη στον Χριστό. Η Εκκλησία κηρύσσει ότι ο θάνατος είναι κακό. Δεν είναι μέρος της δημιουργίας του Θεού. Εισήλθε ο θάνατος στον κόσμο και τον υπέταξε στον εαυτό του αντίθετα στο σχέδιο και την πρόνοια του Θεού, σε σύγκρουση με το θέλημά Του για την ανθρωπότητα, την κτίση και την ζωή. Ο θάνατος είναι αυτό που ο Χριστός ήρθε να καταργήσει.


Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο με σώμα και ψυχή, δηλαδή ταυτόχρονα ύπαρξη πνευματική και υλική^ και είναι ακριβώς αυτή η άρρηκτη ένωση ψυχής και σώματος που καλείται σώμα στις Γραφές και στο Ευαγγέλιο. Ο άνθρωπος, ως δημιούργημα του Θεού, είναι ένα έμψυχο σώμα και ένα σαρκωμένο πνεύμα και για τον λόγο αυτό κάθε μεταξύ τους διαχωρισμός είναι κάτι κακό. όχι μόνο η διάσπαση που επιφέρει ο θάνατος, με την καταστροφή του σώματος, αλλά και κάθε παραβίαση αυτής της ένωσης πρίν από τον θάνατο είναι πνευματική καταστροφή. Δηλώνουμε πίστη στη σωτηρία του κόσμου μέσω του σαρκωθέντος Θεού, που σημαίνει καταρχήν την αποδοχή της σαρκός και του σώματός του, όχι μίας «απομίμησης σώματος», αλλά ενός σώματος με την πλήρη έννοια της λέξεως. έτσι, η φυσική ζωή —αυτή που συνίσταται στο ανθρώπινο σώμα ζωοποιημένο από το πνεύμα— φθάνει στο τέλος της με τον θάνατο, εκεί που σαββατίζει η ψυχή και το σώμα. όμως ο άνθρωπος δεν εξαφανίζεται με τον θάνατο, γιατί η φθορά δεν είναι δυνατόν να καταστρέψει αυτό που ο Θεός κάλεσε στην ύπαρξη εκ του μηδενός. Αλλά ο άνθρωπος βυθίζεται στην φυσική αδυναμία και την απώλεια.

«Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» κηρύσσει το Χριστιανικό Ευαγγέλιο. Αυτή η κατάργηση του θανάτου ξεκίνησε όταν ο Υιός του Θεού από άπειρο έρωτα για μας κατέβη οικειοθελώς στον άδη, γεμίζοντας το σκότος με το φως και την αγάπη Του. Η Ανάσταση είναι η αναγέννηση του κόσμου στην αρχική του ωραιότητα και ακεραιότητα. Είναι ο πλήρης πνευματικός αγιασμός της ύλης και η καινή σάρκωση του πνεύματος της εν Χριστώ δημιουργίας. Ο κόσμος χαρίστηκε στον άνθρωπο ως ζωή και γι’ αυτό, σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, ο Θεός δεν θα τον εκμηδενίσει αλλά θα τον μεταμορφώσει σε «καινή γή και καινούς ουρανούς», σε έμψυχο ανθρώπινο σώμα, σε ναό της παρουσίας και της δόξας του Θεού.

Μτφρ. Α.Μ.

 

Ει μη το σημείον Ιωνά του προφήτου

Ο λόγος ο του σταυρού, λέγει ο απόστολος Παύλος, για τους Ιουδαίους είναι σκάνδαλο ενώ για τους έλληνες είναι μωρία. Διότι, και Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και έλληνες σοφίαν ζητούσιν. Ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον. Ο απόστολος διακρίνει στη θρησκευτική αναζήτηση της εποχής του τα χαρακτηριστικά της αυτάρκειας, που εμποδίζουν τους ανθρώπους να δεχτούν τον λόγο του σταυρού. Τα ίδια προσκόμματα χαρακτηρίζουν τη μεταφυσική αναζήτηση και της σημερινής εποχής. Ο άνθρωπος έχει και σήμερα ανάγκη τις ίδιες ψευδαισθήσεις ισχύος, κύρους, εξουσιαστικής οχύρωσης. έχει ανάγκη την βεβαιότητα που προσπορίζει το «σημείον», το θαύμα που επιζητούσαν οι Εβραίοι για να πιστέψουν, ή τη βεβαιότητα που προσπορίζει η σοφία, η γνώση, η ψευδαίσθηση της κατοχής που ασκεί ο άνθρωπος πάνω στον φυσικό κόσμο. Υπάρχει μια βαθειά σύνδεση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο, στο θαύμα και στη γνώση, που έχει τη ρίζα της ακριβώς στο γεγονός ότι και τα δύο προσπορίζουν ψυχολογική βεβαιότητα, και συχνά λειτουργούν συμπληρωματικά, ώστε να απαλύνουν το άγος της ανασφάλειας και του ορμέμφυτου φόβου που καταλαμβάνει τον άνθρωπο, όταν αυτός αρνείται να κάνει το άλμα της ελευθερίας, που του ζητά ο Θεός. Ο άνθρωπος μένει έτσι μέσα στα όρια της φυσικής θρησκείας και της φυσικής γνώσης, που ακόμη κι όταν ντύνεται μια σοβαροφάνεια και επιστημονικότητα έχει περιορισμένη εμβέλεια και κρατά τον άνθρωπο δέσμιο στα μέτρα μιας υποβόσκουσας αλογίας.

Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι χαρακτηριστική στις μέρες μας η επίδραση που ασκεί στο συλλογικό μας ασυνείδητο η πρωτογενής αλογία των αλχημιστών. Οι άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, μορφωμένοι και απαίδευτοι, μοιάζουν να αναζητούν την αλήθεια σε κάποια μορφή πεμπτουσίας. Δεν έχει σημασία αν αυτή είναι κρυμμένη πίσω από μυθικές ή μυθιστορηματικές συμβάσεις. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις η ουσία είναι ότι η ουσία είναι κρυμμένη. Η απόκρυψή της είναι συνώνυμη με την αλογία της. όλες οι ιστορίες συνομωσίας που υπαινίσσονται ότι η αλήθεια είναι καλά κρυμμένη είτε σε μεσαιωνικά μυστικά, είτε σε κρυπτογραφημένα βιβλία, σε απόκρυφους κώδικες και διδασκαλίες κάθε λογής, ή σε κάποια μορφή άγνωστης ύλης, σε δυνάμεις που η γνώση τους προϋποθέτει ειδικές απόκρυφες σπουδές, δεν είναι άλλο από μια ενστικτώδης επιστροφή στην πρωτογενή αλογία της φυσικής θρησκείας. Η υποτιθέμενη φυσική ισχύς που προσπορίζει η καλά κρυμμένη γνώση καθιστά εύλογη την απόκρυψή της και αποδεκτή την κατασπατάληση των ψυχικών δυνάμεων που απαιτεί η αναζήτησή της. Επίσης, καθιστά εύλογη την κατοχή της από ελάχιστους μύστες ή εν τέλει από τους χάκερς των κωδίκων, που όπως ο Προμηθέας, προσφέρουν με τη σειρά τους την κρυμμένη γνώση σε μας τους αμύητους. Μαγείες, μυστικές διδασκαλίες, φυλαγμένα μυστικά, αθέατοι κόσμοι, αστρικοί σχηματισμοί, εσωτερικές δυνάμεις, αποτελούν το «νέο» είδος ερμητισμού στο οποίο εισάγονται οι σημερινοί άνθρωποι εξ απαλών ονύχων. Κάθε φυσική θρησκεία αποτελεί μία μορφή ερμητισμού, και κάθε ερμητισμός είναι σκοταδισμός, καθώς ανακυκλώνει το ψευδεπίγραφο υλικό του, ώστε αυτό να μένει καλά κρυμμένο στο σκοτάδι, διότι δεν αντέχει να φανερωθεί στο φως. Η αλογία είναι τέτοια διότι δεν παραπέμπει πουθενά, στο βάθος δεν φανερώνει τίποτε, και αυτή η βαθύτερη ουσία της πρέπει να παραμένει κρυφή.


Ο λόγος του σταυρού πηγάζει από τις ακριβώς αντίθετες πνευματικές προοπτικές, διότι υποδηλώνει την αυτοπαραίτηση του ανθρώπου από κάθε κατοχή ισχύος, φυσικής και πνευματικής. Υποδηλώνει, ακόμη παραπέρα την αυτοπαραίτηση του ίδιου του Θεού από αυτή την κατοχή. Ο λόγος του σταυρού δεν συνδέεται με κανένα μυστικό. Είναι η άρνηση του θαύματος. «Ει υιός εί του Θεού καταβάτω νυν από του σταυρού». «άλλους έσωσε, εαυτόν ου δύναται σώσαι». Είναι λοιπόν σκάνδαλο για όσους αναζητούν το θαύμα. Για όσους αναζητούν δε τη «σοφία», είναι μωρία. Τι γνώση μας φανερώνει αυτός που αρνήθηκε να πέσει από το πτερύγιο του ναού, στα χέρια των αγγέλων, ώστε να αποστομώσει τους υβριστές του και τώρα κρέμεται περίγελως, έρμαιος του φθόνου και της ανθρώπινης μικρότητας; Ποιο είναι το νόημα εν τέλει αυτής της άφατης κένωσης του Θεού από κάθε εξουσιαστική δύναμη απέναντι στη δημιουργία Του;

Σε εποχές άλλης ποιότητας και καλλιέργειας, ποιήτρια άγνωστης στις μέρες μας ευαισθησίας στοιχίζονταν με τον λόγο της απέναντι στο αποκαλυμμένο μυστήριο του σταυρού: «ήπλωσας τας παλάμας και ήνωσας τα το πρίν διεστώτα. Καταστολή δε Σώτερ τη εν σινδόνι και μνήματι πεπεδημένους έλυσας». «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον, υπό γης έκρυψαν των σεσωσμένων οι παίδες». Με μια μονοκονδυλιά ποιητικής μαεστρίας, με λόγο πνιγμένο στον πόθο που προσδίδει στους στίχους της απαρομοίαστη δυναμική, η Κασσιανή η ποιήτρια χάραξε την ιλλιγγιώδη φιλοσοφική τομή που ερμηνεύει τον κόσμο. «Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, ών εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη». Δεν ξέρω αν κάποιος πρίν από αυτήν διανοήθηκε να πεί αυτά που αυτή τόλμησε, ούτε νομίζω πώς υπάρχουν ακόμη και σήμερα πολλοί που καταλαβαίνουν τι ξεστόμισε με τους ύμνους της αυτή τότε. αν εμείς σήμερα αρκουδίζουμε προς τη χειρότερη μορφή αλογίας, η Κασσιανή πρίν από δώδεκα αιώνες ερμήνευε τη λογικότητα.

Αυτός ο ίδιος, λέγει η ποιήτρια, δείχνοντας σαν διψασμένο ελάφι το κέντρο της δημιουργίας να κρέμεται πάνω στον σταυρό^ Αυτός που τον θάβουνε σήμερα κάτω από το χώμα, αυτός έκρυψε τον διώκτη Φαραώ κάτω από τα νερά της Ερυθράς. Αυτός που σήμερα η αμαρτωλή γυναίκα του φιλά τα πόδια, αυτός ο ίδιος μιλούσε με την Εύα στον παράδεισο. Αυτός που κρέμεται στον σταυρό, αυτός ο ίδιος δημιούργησε τον κόσμο. Αυτός, απλώνοντας τα χέρια, ένωσε το κτιστό με το άκτιστο, τον Θεό με τον κόσμο, ασύγχυτα και αδιαίρετα, σε μια μοναδική ενότητα, όπου κατοικεί το νόημα. όπου το κτιστό παραπέμπει στο άκτιστο και έχει τη δύναμη να ζήσει με τις προδιαγραφές της ζωής του ακτίστου. Αυτός ενώνει στο πρόσωπό του τις δυνάμεις του κτιστού κόσμου με τις δυνάμεις του ακτίστου Θεού. Βάζει μέσα στη ζωή του κτιστού τις δυνατότητες και τις ενέργειες της Θείας ζωής.

Αυτός, λέγει η Κασσιανή, που ήταν στην αρχή, γεννιέται στο τέλος. Δεν έρχεται υπερβατικά, με ισχύ, ως Θεός, αλλά γεννιέται ταπεινά ως άνθρωπος, κατά νόμον, με σεβασμό απόλυτο στη ζωή του κτιστού, αδειάζοντας από τη Θεότητά Του και αναλαμβάνοντας την κτιστότητα κατά πάντα. Αυτός ο ίδιος που γεννιέται ως άνθρωπος, που σταυρώνεται ως άνθρωπος, που πεθαίνει ως άνθρωπος, αυτός ο ίδιος είναι η αρχή του παντός. έτσι συνέρραψε τα άκρα σε μια άρραφη ενότητα και έδωσε στο σύμπαν νόημα, κίνηση και προορισμό. Γι’ αυτό ο κόσμος είναι λογικός, γι’ αυτό αποτελεί εικόνα, γι’ αυτό παραπέμπει κάπου, γι’ αυτό υπάρχει στον κόσμο το νόημα, γι’ αυτό οι ενέργειες του κόσμου εικονίζουν αυτό που ο άνθρωπος επιθυμεί, γι’ αυτό ο άνθρωπος επιθυμεί, γι’ αυτό ερωτεύεται, γι’ αυτό είναι ικανός να νοσταλγεί και να κάνει τη νοσταλγία του τέχνη. έτσι και η Κασσιανή γράφει ποιήματα, για να μιλήσει για το νόημα που νοσταλγεί. Χωρίς ανάγκη, χωρίς φόβο, αλλά με την ελευθερία της αγάπης, που διαλέγεται με τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο.


Έτσι έγινε η κτίση δοχείο του αγίου πνεύματος, δοχείο γεμάτο με την δύναμη και την ενέργεια της θείας ζωής. έτσι έγινε «κόσμος», λογική αρμονία σχέσεων που παραπέμπουν σε σκοπό, σε υπαρκτικό λόγο. Λόγο ελεύθερο από κάθε καταναγκασμό, που ζητά την ελεύθερη απάντηση του ανθρώπου στην αγάπη και στο κάλεσμα του Θεού. Που ζητά από τον άνθρωπο την κένωσή του από την αλογία της ισχύος, της κρυμμένης γνώσης, και την ανταπόκρισή του στο κάλεσμα της ταπεινότητας, τη δική του συνδρομή στη λογικότητα που παράγει την ύπαρξη ως σχέση ζωής φωτεινής και όχι σαν επιβολή του ισχυρού επάνω στον αδύνατο.


«Την εν σταυρώ σου Θείαν κένωσιν προορών Αββακούμ εξεστηκώς εβόα^ Σύ δυναστών διέκοψας κράτος, αγαθέ, ομιλών τοις εν ΄Αδη ως παντοδύναμος». Στα βάθη της νοσταλγίας του ο προφήτης εξέστη. Στάθηκε έξω από τον κύκλο της αδήρητης φυσικής ανάγκης που χαρακτηρίζει κάθε κτιστό, έξω από τον κύκλο της αναγκαστικής επιστροφής στο πρωταρχικό μηδέν. Βγήκε από τα όρια του κτιστού σε εκείνο το παράδοξο σημείο, όπου στέκεται κάθε άνθρωπος για να κοιτάξει απέναντι τον εαυτό του και όλη τη δημιουργία. Και τι είδε; Είδε αυτό που ενώ ήρθε στο τέλος ήταν στην αρχή. Ο Αββακούμ είδε το μυστήριο της μετοχής του ανθρώπου στην αιωνιότητα. Είδε το τέλος του δυνάστη θανάτου. Είδε τη δυνατότητα της μετοχής στη ζωή χωρίς όρια, να αγκαλιάζει τους ζωντανούς και τους πεθαμένους.

Ποιο είναι όμως αυτό το «Σημείο», που μπορεί να κάνει απτή την άφατη δυνατότητα μιας τέτοιας μετοχής; Σε ποιά πραγματικότητα μετέχει ο άνθρωπος μέσα στα βάθη της νοσταλγίας του; Ποιο είναι αυτό το «μέρος» του κόσμου απ’ όπου ο άνθρωπος κοιτά τους αιώνες; Ποιο άλλο άραγε από τον ίδιο τον θρόνο του Δημιουργού, όπου κάθησε ο άνθρωπος, εκ δεξιών του Πατρός; Αυτό το ίδιο το σώμα της Αναστάσεως, του δεσπότου Χριστού, ο άρτος ο μελιζόμενος και μηδέποτε δαπανόμενος, ο «τους εσθίοντας αγιάζων», αυτός που κοινωνούμε εις «ζωήν την αιώνιον», αυτός που συγκεφαλαιώνει όλη την κτίση, που αφθαρτίζει την σάρκα του καθενός από μας, που την μεταφέρει εις μαρτύριον, σε ατέλειωτο διάλογο ερωτικής αγάπης, στους αιώνες των αιώνων.

Ι.Κ.

 

Πάθη και αμαρτήματα

με αναφορές στη Μήδεια και τη Φραγκογιαννού

Ευαγγελίας Βαμβίνη

Τάλαιν, ως άρ’ ήσθα πέτρος ή σίδαρος,
άτις τέκνων
όν έτεκες άροτον αυτόχειρι μοίρα κτενείς.
1

Έτσι απορεί —σχεδόν μοιρολογεί— ο χορός των γυναικών της Κορίνθου στη Μήδεια του Ευριπίδη, οι οποίες μόλις έγιναν αυτήκοοι μάρτυρες του φριχτού φονικού^ δύο μικρά παιδιά τα θύματα και δράστης η μητέρα τους, μια γυναίκα απατημένη από το σύζυγό της, τυφλωμένη από την οργή της, διψασμένη για εκδίκηση για την ατιμία που της έγινε. Η ίδια είχε λίγο πρίν βεβαιώσει, «και μανθάνω μεν οία δράν μέλλω κακά,/ θυμός δε κρείσσων των εμών βουλευμάτων,/ όσπερ μεγίστων αίτιος κακών βροτοίς».2

Αιώνες αργότερα «η θειά-Χαδούλα, η κοινώς καλουμένη Γιαννού η Φράγκισσα», γυναίκα βασανισμένη στη ζωή, σεργιανάει στις σελίδες του Παπαδιαμάντη, όπως στις αυλές, στα περιβόλια, στις ρεματιές του νησιού της και σπέρνει το θάνατο στα μικρά κορίτσια, γιατί ο νούς της «είχεν ψηλώσει» και «ησθάνετο αγρίαν χαράν» να πνίγει θηλυκά, που η γέννησή τους βάσανα κι έγνοιες για τους γονείς και για τα ίδια σήμαινε. Τέσσερα έσπρωξε το χέρι της στο θάνατο, ένα το σκότωσε η ευχή της και μόνο και για άλλα, μια δυό φορές, δεν πρόλαβε να αποτελειώσει το φοβερό της έργο. Τις φωνές τους τις άκουγε «μέσα εις την ψυχήν της, όπου υπήρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ηχώ... Κ’ ενόμιζεν ότι έφευγε τον κίνδυνον και την συμφοράν, και την συμφοράν και την πληγήν την έφερε μαζί της. Κ’ εφαντάζετο ότι έφευγε το υπόγειον και την ειρκτή, και η ειρκτή και η κόλασις ήτο μέσα της» .
3

Τη σύζευξη των δύο κειμένων, πέρα από την κοινή αναφορά τους σε φόνους μικρών παιδιών, θα μπορούσε να συνοψίσει η διαπίστωση του Ιάσονα, ο οποίος στην πρώτη του συνομιλία με τη μαινόμενη Μήδεια λέει: «ου νυν κατείδον πρώτον αλλά πολλάκις/ τραχείαν οργήν ως αμήχανον κακόν».
4 Ο λόγος αυτός του Ιάσονα, αναφορικός στο δικό του παρόν και σε γνωστές του ιστορίες παλιότερες, συνιστά σχεδόν αξιωματική διαπίστωση, όχι μόνο για την περίπτωση της Φραγκογιαννούς, της Φόνισσας, αλλά και για την καθημερινή ζωή του μεταπτωτικού ανθρώπου εν γένει, στην οποία το κακό ως οργή, θυμός, μίσος, υπερηφάνεια, αλαζονεία, απόγνωση, ζήλια και τόσα άλλα, έχει παρεισφρήσει.

Η στάση του Αδάμ και της Εύας, που θέλησαν να πραγματοποιήσουν τη ζωή με την δική τους δύναμη και όχι με την δύναμη του Θεού, συγκεφαλαιώνει το γεγονός της πτώσης της κτιστής φύσεως. ένα γεγονός που μας δίνει μια εικόνα για τη δυνατότητα ελευθερίας κάθε ανθρώπου να αρνηθεί τον Θεό. Στη νέα αυτή πραγματικότητα της εγκατάλειψης του αγαθού και μόνο ο άνθρωπος αποκτά την εμπειρία του κακού, αφού το κακό δεν υφίσταται ως όν. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα πάθη.

Τα πάθη είναι ασθένεια εσωτερική, σημεία της αμαύρωσης του κατ’ εικόνα, στρέβλωση και απομάκρυνση των δυνάμεων της ψυχής από την φυσική τους κίνηση προς το Θεό. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, μιλώντας για την πνευματική ζωή και υγεία του ανθρώπου, διακρίνουν —κάποτε με ανατομική ακρίβεια— την κατά φύσιν από την παρά φύσιν κίνηση ή ζωή. Στην κατά φύσιν κατάσταση οι δυνάμεις της ψυχής, το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμικό, είναι στραμμένες προς τον Θεό, κινούνται προς την αναζήτησή του^ εκεί έχουν θέση και οι αρετές. Αντίθετα στην παρά φύσιν κατάσταση οι ψυχικές δυνάμεις απομακρύνονται από τον Θεό, στρέφονται στην ύλη και προσπαθούν να αντλήσουν ζωή από αυτήν^ εκεί εμφανίζονται τα πάθη, τα οποία μόνο τότε αποκτούν ουσία και υπόσταση. Και τα πάθη δηλαδή, ως ασθένεια της ψυχής, ανήκουν στα μη όντα, καθώς ο Θεός δεν είναι κτίστης παθών ^
5 οι άνθρωποι είμαστε εκείνοι που «τα συστατικά της φύσεως ιδιώματα εις πάθη μετηνέγκαμεν»6 , γιατί, όπως εξηγεί ο έμπειρος λόγος του οσίου Ισαάκ του Σύρου, εάν τα πάθη φυσικώ τω τρόπω ήταν μέρος της ψυχής, δεν θα προέρχονταν βλάβη από αυτά, γιατί όσα έχουν κοινή καταγωγή δεν λυμαίνονται την ίδια τους τη φύση (λόγος πγ΄).

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής κάνει τη διάκριση ανάμεσα στη χρήση και την παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής, ταυτίζοντας την παράχρηση με την εμπαθή παρά φύσιν κατάσταση και τη χρήση με την ενάρετη ζωή, στην οποία αξίζει να σημειωθεί ότι δεν εξαφανίζονται τα πάθη, δεν νεκρώνονται, αλλά μεταστρέφονται ^
7 προσανατολίζονται στην αναζήτηση του Θεού και στη συν αυτώ και εν αυτώ ζωή. Εξάλλου υπάρχουν και μη ψεκτά πάθη, όπως η πείνα, η δίψα ή ακόμα ο φόβος του θανάτου, «τα κατ’ ανάγκην ακούσια ως αδιάβλητα πάθη λεγόμενα, ά και παρακολουθήματα και φυσικά ιδιώματα οι Πατέρες εκάλεσαν», όπως αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης .8

Τα πάθη διακρίνονται από την αμαρτία, δεν ταυτίζονται με αυτή. Ενώ το πάθος είναι ασθένεια εσωτερική της ψυχής, οι αμαρτίες είναι ενέργειες των παθών και όπως χαρακτηριστικά έχει γραφεί, μπορεί ο άνθρωπος να είναι γεμάτος από πάθη και να μη το γνωρίζει, να μη μπορεί να το αντιληφθεί επειδή δεν συνέβη να εκδηλωθούν αυτά με κάποιο αμάρτημα. Και αντίστροφα, βέβαια, συμβαίνει κάποιο αμάρτημα να επαναλαμβάνεται συχνά κι έτσι να χρονίζει μέσα στην ψυχή^ τότε γίνεται πάθος. Κάτι τέτοιο άλλωστε συνέβη και στη Φραγκογιαννού, η οποία μετά τον πρώτο φόνο και παρά τις τύψεις, που κατά καιρούς ένιωθε, δεν μπορούσε να αντισταθεί στη θέα των μικρών κοριτσιών^ άπλωνε αμέσως το χέρι της και τα πίεζε στο λαιμό.

Στη Φραγκογιαννού μπορούν να ψηλαφηθούν και τα στάδια της εξέλιξης ενός λογισμού σε πάθος, όπως τα διέκριναν και μίλησαν γι’ αυτά οι Πατέρες. Αρχικά προσβάλλεται ο νούς της από τον λογισμό ότι τα θηλυκά γεννιούνται για να δημιουργούν στους άλλους βάσανα και να υποφέρουν και τα ίδια. Ο λογισμός αυτός χρονίζει μέσα της και κατά κάποιο τρόπο την «πείθει» ότι ο θάνατος των κοριτσιών είναι η καλύτερη λύση για όλους. Ακολουθεί η συγκατάθεση στον λογισμό, η ενήδονη συμφωνία με αυτόν, η «άγρια χαρά» της φόνισσας και τελικά η πράξη, η αμαρτία, που, αφού πολλές φορές επαναληφθεί, γίνεται πάθος.

Στα φιλοκαλικά κείμενα γίνεται ακόμα λόγος για πάθη που γεννούν άλλα και για πάθη που από άλλα γεννιούνται. Μητέρα των παθών θεωρείται η φιλαυτία, «η προς το σώμα εμπαθής και άλογος φιλία»
9 , αυτή που έφερε τελικά την καταστροφή και στην αυλή του βασιλιά της Κορίνθου· «...πάς τις αυτόν του πέλας μάλλον φιλεί,/ οί μεν δικαίως, οί δε και κέρδους χάριν» 10, αναφωνεί ο παιδαγωγός των παιδιών της Μήδειας κι εκείνη μετά το ανοσιούργημά της δηλώνει μεν ότι λυπάται, ανακουφίζεται όμως ο πόνος της από την εκδίκηση, από την ικανοποίηση του εγωισμού της .11

Από τη φιλαυτία γεννιούνται η φιλαργυρία, η γαστριμαργία και η κενοδοξία, από τις οποίες ακολούθως πηγάζουν όλα τα υπόλοιπα νοσήματα της ψυχής. Η φιλαργυρία και η φιλοκτημοσύνη δηλώνουν την προσήλωση στην ύλη και ενίοτε την λατρεία της^ η γαστριμαργία και τα συνακόλουθά της σαρκικά παραπτώματα είναι η υποδούλωση στην ορμέμφυτη ανάγκη και επιθυμία και η κενοδοξία, που οδηγεί στην υπερηφάνεια και τον φθόνο, μπορεί ύπουλα να κρύβεται ακόμα και πίσω από τις εξωτερικά ενάρετες και φιλάνθρωπες πράξεις. άλλωστε και η Φραγκογιαννού ησύχαζε τη συνείδησή της με την πρόφαση της φιλανθρωπίας και μονολογούσε: «δεν το έκαμα για κακό» !
12

Η κορύφωση της εξωτερικής και κυρίως της εσωτερικής δράσης στα δύο λογοτεχνικά κείμενα αναφοράς προδίδει την άθλια και φοβερή κατάσταση, στην οποία περιέρχεται ο εμπαθής άνθρωπος. Η Μήδεια, ανίκανη να σηκώσει το βάρος της αδικίας και της εξαπάτησης, του θιγμένου εγωισμού της λέει ότι προτιμά να πεθάνει και στη συνέχεια παλεύει μέσα της φριχτά με την απόφαση να σκοτώσει τα ίδια της τα παιδιά, αλλά τελικά ο θυμός και το μίσος οπλίζουν το χέρι της. Η Φραγκογιαννού επίσης παλεύει με τις φωνές που ακούει μέσα της, παλεύει με τον εαυτό της, και σε νηφάλιες στιγμές του αναγνωρίζει και επισημαίνει την αμαρτία και προσπαθεί να βρεί κίνητρο να νικήσει τον δισταγμό και να οδηγηθεί στην εξομολόγηση. Δεν νιώθει άξια να μπεί σε εκκλησάκι, που λειτουργείται συχνά, στη γλώσσα της έρχονται αυτόματα σε στιγμές φόβου και ανησυχίας τροπάρια και η προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ...» κι επιθυμεί να λυτρωθεί από τα δεσμά του πάθους της^ θέλει καλύτερα να πεθάνει ή να γίνει πουλί να πετάξει και να φύγει μακριά, για να αρχίσει αλλού μια νέα ζωή ή απλά να ξεφύγει από αυτήν, που συμφορές είναι γεμάτη. Παρόλα αυτά μπροστά στην εξομολόγηση είναι αναβλητική —πάντοτε εξάλλου τυπικά εξομολογούνταν- και ο εσωτερικός έλεγχος παύει αυτόματα, κάθε φορά που βρίσκει μπροστά της κορίτσι μικρό^ τυφλώνεται, θολώνει.

Αυτή ακριβώς είναι η δράση των παθών στον άνθρωπο^ είναι σκοτασμός και τύφλωση, νέκρωση του νού και στέρηση της Βασιλείας του Θεού, απομάκρυνση από την πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν. Ο άνθρωπος μοιάζει με πέτρα ή σίδερο
13 και ζεί αγνοώντας τον Θεό, προσηλωμένος στα κτίσματα, που από μόνα τους είναι αδύνατο να του προσφέρουν ελπίδα και νόημα ζωής. Τα πάθη φυλακίζουν την ψυχή και ετοιμάζουν τον θάνατό της, που αν και προηγείται του βιολογικού θανάτου, είναι σκληρότερος και χειρότερος από αυτόν, καθώς είναι η εν ζωή πρόγευση της κόλασης.

Η βίωση, βέβαια, αυτής ακριβώς της κατάστασης είναι δυνατό να κινητοποιήσει τον άνθρωπο, να αφυπνίσει τη συνείδησή του και να τον οδηγήσει εκεί όπου μπορεί να βρεί ανάπαυση και να κερδίσει την κατά φύσιν ζωή^ εκεί όπου ήξερε και η Φραγκογιαννού, στη μετάνοια και στην εξομολόγηση σε πνευματικό διακριτικό. Μόνο που απαιτείται εγρήγορση, αγάπη πραγματική και πόθος για τον Θεό, που θα φέρει τη γνώση, τον φωτισμό και την μεταποίηση των παθών^ επιλογή ελεύθερη του δρόμου αυτού και επιμονή μέχρι το τέρμα της πορείας, κάτι που η θειά-Χαδούλα δεν κατάφερε, για να προικιστεί τελικά με θάνατο μέσα στο κύμα «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης»
14.

Υποσημειώσεις:

1. Βέβαι’ από πέτρα πλάστηκες ή σίδερο έχεις γίνει/ που μπόρεσες των σπλάχνων σου των ίδιων τη σπορά/ που μοναχή τη γέννησες, βαρειόμοιρη, μονάχη/ ν’ αποθερίσεις σύρριζα κι’ έτσι άκαρδη, σκληρά. (Ευριπίδη Μήδεια, στίχοι 1279-1281 από το Evripidis, Fabulae, t.1, Oxford Classical Texts, Εκδ. Καρδαμίτσα. Από την έκδοση αυτή αντλούνται όλα τα χωρία. έμμετρος μετάφραση Παναγή Λεκατσά, Βιβλιοθήκη Αρχ. Ελλ. Πεζογρ. και Ποιητών, Εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος).

2. Καλά το ξέρω τι 'ναι αυτό το κρίμα/ που πάω να κάμω^ μα το λογικό μου/ νικά η οργή, πούναι στις πιο μεγάλες/ τ’ ανθρώπου συμφορές η μόνη αιτία. (Ευριπίδη Μήδεια, στίχοι 1078-1080, μετφ. ό.π.)

3. Η Φόνισσα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, άπαντα, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Εκδ. Δόμος, τ. 3, σ. 484.14-17. (όλες οι παραπομπές στο έργο του Παπαδιαμάντη γίνονται σε αυτή την έκδοση).

4. Η πρώτη δα φορά δεν είναι τώρα/ που τι κακό η οργή ολέθριον είναι/ κατάλαβα^ πολλές ως τώρα τώδα. (Ευριπίδη Μήδεια, στίχοι 446-447)

5. Ιωάννου Σιναίτου, Κλίμαξ, σελ.131, μα’

6. Ιωάννου Σιναίτου, Κλίμαξ, σελ.142, μα’

7. Μητρ. Ιεροθέου Σ. Βλάχου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική αγωγή), τ.1, Εκδ. Ι. Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου, 41992, σελ. 236 & 237.

8. Φιλοκαλία Β΄, σελ. 233.

9. Αγ. Μάξιμος Ομολογητής, Φιλοκαλία Β’.

10. ... πιότερο αγαπάει/ καθείς παρά τον άλλον τον εαυτό του/ή γιατί τ’ άδικο δε βλέπει, ή πάλι/ γιατί συμφέρο του είναι. (Ευριπίδη Μήδεια, στίχοι 86 – 87)

11. Ια: Καυτή γε λυπή και κακών κοινωνός εί/ Μη: σάφ’ ίσθι^ λύει δ’ άλγος, ήν σύ μη ’γγελάς. Μτφρ. Ια: Αλλά κι εσύ πονάς κι από τις ίδιες γεύεσαι συμφορές/ Μη: Σωστό^ μα παύει την πίκρα μου η δική μου η δυστυχία. (Ευριπίδη Μήδεια, στίχοι 1361-1362)

12. Η Φόνισσα, 3, 475.35

13. Βλ. Ευριπίδη Μήδεια, στίχοι 1279-1281.

14. Η Φόνισσα, 3, 520.15-16

 



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ