ΤΕΥΧΟΣ 94
Χειμώνας 2005 - 2006
Πρόλογος
Εδώ και
αρκετά χρόνια παιδεύουμε τη σκέψη
να γράψουμε στην "Επίγνωση"
κάτι για την πλάνη του τελωνισμού
των ψυχών. Διαβάζαμε τη σχετική
αρθρογραφία σε ξενόγλωσσα κείμενα,
που γράφονταν και συζητιούνταν από
ορθόδοξους μεν, που ζούσαν όμως σε
χώρες όπου η ορθοδοξία δεν έχει
πατροπαράδοτη ρίζα. Ατελείωτες
δυτικότροπες μακρηγορίες, για
θέματα που σχετίζονται με τα βαθειά
μυστήρια του ανθρώπου και της
αιώνιας ζωής. Ψευδεπίγραφες
αποδείξεις της διδασκαλίας τάχα
της Εκκλησίας. Σκεφτόμασταν, λοιπόν,
ότι είναι ανάξιο να φέρουμε τέτοια
θέματα στην επικαιρότητα, έστω κι
αν ήταν γνωστό ότι αποτελούν μέρος
πλέον μιας παρεφθαρμένης
προφορικής, λαϊκότροπης παράδοσης
και στην Ελλάδα.
Τον τελευταίο καιρό, ανάμεσα σε
άλλα εισαγόμενα είδη, εμφανίζονται
με αυξανόμενη συχνότητα εκδόσεις
από αυτές που ελπίζαμε ότι το
ορθόδοξο αισθητήριο δεν θα
επέτρεπε να εμφανιστούν στη γλώσσα
μας. Μέσα από την προβολή σύγχρονων
γερόντων, που είναι αγαπημένο θέμα
των θρησκευτικών εκδοτών,
παράγεται πλέον και υποκουλτούρα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η
επίκληση των πατέρων της Εκκλησίας
αποκτά την πιο τρομοκρατική, αντι-πνευματική,
εξουσιαστική εκδοχή της.
Αντιστεκόμενοι σ' αυτόν τον
αντιεκκλησιαστικό λόγο
καταθέτουμε εδώ λίγες σκέψεις για
το θέμα του λεγόμενου τελωνισμού,
σαν ελάχιστο χρέος, κάνοντας
ταυτόχρονα μια προσπάθεια να
αποφύγουμε την διαλεκτική
απολογητική που είναι εγγενής σε
τέτοιες συζητήσεις.
Σάν κατακλείδα, που σχετίζεται με
τα παραπάνω, κάνουμε σε ένα δεύτερο
κείμενο μια σύντομη αναφορά στο
εκκλησιαστικό κήρυγμα. Άς μας
συγχωρεθεί αυτό το τελευταίο
τόλμημα. Είναι πιο εύκολο να κρίνει
κανείς και να καυτηριάζει τι δεν
είναι εκκλησιαστικός λόγος, τι
είναι πλάνη και κακοδοξία, παρά να
συνεισφέρει ουσιαστικά στον γόνιμο
καταρτισμό των ψυχών. Από την άλλη
μεριά, όμως, είναι αναγκαία η
εξαγόρευση των σκέψεων για τα
θέματα που μας πονούν. Το
εκκλησιαστικό κήρυγμα, λοιπόν,
είναι γνήσιο όταν φωτίζει και
οδηγεί την ψυχή στην εμπειρία και
τη νοσταλγία του Παραδείσου. Αυτός
ο λόγος ελευθερώνει την ψυχή, ενώ ο
εκφοβιστικός και εξουσιαστικός
λόγος την υποδουλώνει και την
εξευτελίζει.
Ι.Κ.
Τα τελώνια ή περί τρομολαγνείας
"Για τη δοκιμασία των ψυχών καθώς περνούν μέσα από τον αέρα, έχουν τοποθετηθεί από τις σκοτεινές δυνάμεις ξεχωριστοί τόποι κρίσης και φρουροί με αξιοσημείωτη τάξη. Στα υποουράνια στρώματα, από τη γή μέχρι τον ίδιο τον ουρανό, ορθώνονται λεγεώνες πεπτωκότων πνευμάτων που φρουρούν τη διάβαση της ψυχής. Κάθε τμήμα είναι υπεύθυνο για μία ειδική μορφή αμαρτίας και ελέγχει την ψυχή γι' αυτή τη μορφή αμαρτίας, όταν η ψυχή φθάνει εκεί. Στα Πατερικά κείμενα, οι εναέριοι δαιμονικοί φρουροί και οι τόποι κρίσης αποκαλούνται τελώνια και τα πνεύματα τα οποία υπηρετούν σε αυτούς αποκαλούνται εισπράκτορες". (Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, έργα, τόμ. ΙΙΙ, εκδ. Τουζώφ, Αγία Πετρούπολη 1886. Η παραπομπή από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ψυχή μετά τον θάνατο, Εκδ. Μυριόβιβλος, Αθήνα 2005)
"Στην Ορθόδοξη δογματική θεολογία η διέλευση των τελωνίων είναι μέρος της μερικής κρίσης μέσω της οποίας καθορίζεται η πορεία της ψυχής μέχρι την Τελική Κρίση. Τόσο η μερική όσο και η Τελική Κρίση διεξάγονται από αγγέλους, οι οποίοι ενεργούν ως όργανα της θείας δικαιοσύνης". (π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ψυχή μετά τον θάνατο, Εκδ. Μυριόβιβλος, Αθήνα 2005.)
Για τα
τελώνια πολύς ο λόγος: αγαπημένη
θεματική ενότητα σε ενοριακές
συναντήσεις, Κυριακά κηρύγματα,
περιοδικά δημοσιεύματα και
προσφάτως, αντικείμενο μελέτης
πολυσέλιδων και δή, επιμελημένων
βιβλίων που ασχολούνται με την ψυχή
μετά τον θάνατο. Το σεσιγημένο
μυστήριο του θανάτου αναλύεται με
λεπτομερείς περιγραφές,
επεξηγήσεις, διεξοδικά σχόλια, ενώ
έχει επιστρατευθεί μια πλειάδα
πατερικών και αγιογραφικών
κειμένων, γνήσιων και νόθων, που
πάντοτε ερμηνεύονται εν πολλοίς
αυθαίρετα με τρόπο ώστε να
προσφέρουν το ζητούμενο θεωρητικό
υπόβαθρο. Τίποτε δεν μένει κρυφό:
"Φωτίζεται" ενδελεχώς η "περιπλάνηση"
και η κατάσταση της ψυχής αμέσως
μετά τον θάνατο, στις δύο μέρες,
στις σαράντα μέρες αλλά και στο
διάστημα μέχρι την τελική Κρίση.
Περιγράφεται με εκπληκτική
σαφήνεια η φύση των αγγέλων και των
δαιμόνων, οι "χριστιανικές
εμπειρίες παραδείσου" σε
αντιπαράθεση με τις "εμπειρίες
του εναέριου κόσμου", οι "οράσεις
της κόλασης", η πάλη με τα
δαιμόνια, ακόμα και η
χαρακτηριστική "ευωδία" ή "δυσωδία"
που συνοδεύει το ανάλογο βίωμα. Όλη
αυτή η λεπτολογία συνοδεύεται από
μία συναισθηματική περιβολή τρόμου
και οδύνης: τρόπος ενδεικτικός της
ανενδοίαστης και ανηλεούς ανάγκης
του ανθρώπου να ασκήσει εξουσία.
Στην πραγματικότητα, η πλάνη των
τελωνείων δεν είναι παρά
παγανιστικό κατάλοιπο λαογραφικού
ενδιαφέροντος ανάλογο με τους
μύθους των καλικάντζαρων, των
νεκροπομπών του Χάρωνος, του
βαρκάρη του Αχέρωντος που
απαιτούσε τον οβολό στο χέρι των
νεκρών για να τους περάσει στην
άλλη όχθη. "Τελώνες του δεινού
κοσμοκράτορος", διδάσκει η
εμπειρία της Εκκλησίας, δεν είναι
παρά οι δαίμονες που πολιορκούν τον
άνθρωπο στη διάρκεια του εν χρόνω
βίου του, σημαίνοντας τη δυνατότητά
του εν ελευθερία να στραφεί μακρυά
από τη χάρη και την αγάπη του Θεού,
στην αυτο-εξορία από την όντως ζωή.
Γι' αυτό "καθ' ημέραν ανάγκη ημίν
επίκειται, εκτίλαι εξ αυτής (της
φύσεως) τας ακάνθας, έως ού αυτή η γή
ίσταται".(Ισαάκ
του Σύρου, τα Ευρεθέντα Ασκητικά,
Λόγος ΟΔ΄, Εκδ. Ρηγόπουλου 1997).
Με τον θάνατο όμως, "σαββατίζει η
ψυχή και το σώμα", κι ο
σαββατισμός δεν είναι παρά "κατάπαυσις
από παντός λυπηρού, και ανάπαυσις
τελεία των οχληρών". (Ισαάκ του Σύρου, ό.π. )
Με τον θάνατο παύουν οι σύνολες
ψυχοσωματικές λειτουργίες αφού ο
άνθρωπος "ουκέτι δύναται
ενεργείν διά των μορίων του σώματος,
ου λαλείν, ου μιμνήσκεσθαι, ου
διακρίνειν, ουκ επιθυμείν, ου
λογίζεσθαι, ου θυμούσθαι, ου
καθοράν". (Αγ.
Αναστασίου Σιναΐτη, Οδηγός, Ερώτ.
ΠΘ΄, Migne P.G. 89, 36.) Η διδασκαλία
περί τελωνείων έρχεται σε ανοιχτή
ρήξη με την παραπάνω πατερική
κατανόηση αλλά και με την πίστη της
εκκλησίας ότι ο θανάτος είναι ύπνος
εν χειρί Θεού. Υποστηρίζεται
αντίθετα ότι η ψυχή είναι "ενεργή"
μετά τον θάνατο, ενώ η διδασκαλία
περί "ύπνου" ονοματίζεται
αίρεση της τάξεως των Χιλιαστών και
των Αντβεντιστών!
Η πλάνη του τελωνισμού καθιστά τους
δαίμονες κριτές ή τουλάχιστον
ανακριτές των ανθρώπινων ψυχών και
πάντως τους εμφανίζει σ' έναν ρόλο
επικουρίας του έργου του Θεού. Το
δικαστήριο των τελωνίων είναι ένα
"κατώτερο πρωτοβάθμιο
δικαστήριο", που βέβαια αφήνει
ανοικτό το ερώτημα αν υφίσταται
δευτεροβάθμιο τέτοιο ή αν η τελική
Κρίση έχει οποιαδήποτε σημασία,
αφού οι ψυχές που κρατούνται από τα
τελώνια δεν φαίνεται να έχουν την
παραμικρή δυνατότητα προσφυγής
στον ίδιο τον Θεό. Κι αφού τίποτε
δεν γίνεται εν αγνοίΑ του Θεού, τα
δαιμόνια αποδεικνύονται συνεργοί
του Θεού.
Δεν έχει νόημα να αντιπαραθέσει εδώ
κανείς τις πατερικές και
αγιογραφικές αναφορές που
απογυμνώνουν τη διδασκαλία περί
τελωνείων. Κι αυτό γιατί η ανάγνωση
των πηγών αποτελεί μέρος του
προβλήματος. Στις μέρες μας
δυστυχώς η στροφή στους Πατέρες
είναι συχνά ένα είδος μόδας που
επιβάλλεται με τους όρους της
αυθεντίας, της αναγκαστικής
επιβολής. Αυτό που κυρίως έχει
σημασία και χρειάζεται να τονισθεί
εδώ είναι ότι η πλάνη των τελωνίων
συμβάλλει στη συστηματική
διαμόρφωση ενός ήθους που αρνείται
την αποφατική γνώση και εγκλωβίζει
τη σκέψη σε μοτίβα που ευτελίζουν
το νόημα της χριστιανικής
θεολογίας.
Η επιτακτική ανάγκη της ανθρώπινης
ψυχής για βεβαιότητες και
περιγεγραμμένα σχήματα, η αδυναμία
της να παραδοθεί με εμπιστοσύνη στο
κάλεσμα της αγάπης του Θεού,
βρίσκονται στη ρίζα κάθε
σχολαστικής διδασκαλίας. Είναι η
φύση του ανθρώπινου νού να
υποτάσσει τη γνώση στους
περιορισμούς τούτου του κόσμου: τις
διαστάσεις του χώρου, του χρόνου,
της φθοράς εν γένει. "Ψάχνουμε το
αίνιγμα της ύπαρξής μας, το
μυστήριο της ζωής και του θανάτου,
όπως βλέπουμε τα σκουλίκια στο
απόβροχο να ψάχνουν τη λάσπη. Τυφλά,
μέσα σε προκαθορισμένα, αξεπέραστα
όρια. Η σκέψη και ο λόγος δεν μας
εξασφαλίζουν παρά μόνο
ψευδαισθήσεις γνώσης, μόνο
παραβολές, αλληγορίες, εικόνες μέσα
από έσοπτρα και αινίγματα.
Γαντζωνόμαστε σε εμπειρίες άλλων,
εμπειρίες ανθρώπων που μαρτυρούν
πώς είδαν τον Θεό, πώς μίλησαν μαζί
Του. Και αντικειμενοποιούμε αυτές
τις άρρητες εμπειρίες σε
τετράγωνες έννοιες που στηρίζουν
τη λογική μας. Για να χτίσουμε πάνω
στη λογική την ψυχολογική μας
αυτάρκεια, τη θωράκιση που
αποτρέπει τον φόβο και τον πανικό".
(Χρήστου
Γιανναρά, Σχόλιο στο άσμα Ασμάτων,
Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1991)
Η πλάνη των τελωνείων συγκροτείται
και θεμελιώνεται στη βάση μιας
ορθολογικής και εκβιαστικής
αντίληψης που αποκαλύπτεται σε
κάθε έκφρασή της: ο άνθρωπος
οφείλει "να ακολουθήσει την εν
Χριστώ ζωή" ως "τον μοναδικό
τρόπο για να διαφύγει τα αιώνια
μαρτύρια". Έτσι, τα τελώνια
λειτουργούν στις ψυχές με τον τρόπο
του δια-βόλου: "Ο διάβολος
κατόρθωσε να κάνει τους ανθρώπους
να πιστέψουν ότι ο Θεός δεν μας
αγαπά πραγματικά, ότι ουσιαστικά
αγαπά μόνο τον εαυτό του και ότι μας
δέχεται μόνο αν συμπεριφερόμαστε
όπως Εκείνος θέλει να
συμπεριφερόμαστε. Τους έπεισε ότι ο
Θεός μας μισεί αν δεν
συμπεριφερόμαστε όπως Εκείνος μας
πρόσταξε και προσβάλλεται σε
τέτοιο σημείο από την ανυπακοή μας,
ώστε πρέπει να πληρώσουμε γι' αυτήν
με αιώνια βάσανα, τα οποία Εκείνος
δημιούργησε γι' αυτό το σκοπό". (Αλέξανδρου
Καλόμοιρου, Ο πύρινος ποταμός, Εκδ.
Ζέφυρος, Θεσσαλονίκη 1992).
Οι κήρυκες της περί τελωνίων
διδασκαλίας όχι μόνο στερούν από
τον άνθρωπο τη δυνατότητα να
εμπιστευθεί τι νόημα έχει να
εμπιστεύεσαι όταν γνωρίζεις το
αναμενόμενο; αλλά πλήττουν καίρια
την ίδια τη σχέση του με τον Θεό. Πώς
να αναζητήσει κανείς ελεύθερα τη
σχέση του μ' έναν Θεό κομμένο και
ραμμένο στα μέτρα της ανθρώπινης
"δικαιοσύνης"; Πώς να
εμπιστευθεί έναν Θεό που
εγκαταλείπει τα παιδιά του έρμαια
στην αρπαχτικότητα των δαιμονίων
και εξαρτά τη "σωτηρία" τους
από το παραμικρό ανεξομολόγητο (όχι
αμετανόητο) παράπτωμα; Εθίζεται ο
άνθρωπος να υποκαθιστά την αναφορά
του στο Θεό με την ανέλπιδη αγωνία
της αναμέτρησης με τους δαίμονες,
αυτούς που αρνήθηκαν πρώτοι κάθε
αναφορά και κοινωνία με τον Θεό.
Αγωνίζεται να περισώσει έναν
τέλειο κατά το δυνατόν εαυτό που θα
του χαρίσει αξιόμισθη ανταπόδοση
και περιχαρακώνεται στην ασφάλεια
της εγωϊστικής του μοναξιάς και
αυτοδικαίωσης^ αρνείται κάθε
αληθινή σχέση με τον πλησίον από
τον φόβο μήπως πληγεί η ατομικότητά
του, μήπως διακινδυνεύσει και "πέσει"
ώστε τελικά βιώνει την κόλαση από
τούτη τη ζωή.
Και τι είναι αληθινά κόλαση; Είναι
"η ανταπόδοση μίσους στην αγάπη.
Η πικρία στη θέα μιας αθώας χαράς.
Να περιβάλλεσαι από αγάπη και να
έχεις στην καρδιά σου μίσος".
Αυτό θα είναι το μαρτύριο όσων
αρνηθούν τη σχέση τους με τον Θεό.
"Όλοι τους είναι προσκεκλημένοι
στη χαρούμενη γιορτή. Όλοι τους
ζούν στη Βασιλεία του Θεού, στην
Καινή Γή και στους Καινούς Ουρανούς.
Κανένας δεν τους διώχνει. Ακόμα κι
αν ήθελαν ν' απομακρυνθούν δεν θα
μπορούσαν να δραπευτεύσουν από την
Καινή Κτίση του Θεού, ούτε να
κρυφτούν από την τρυφερή αγάπη της
πανταχού παρουσίας Του. Η μόνη τους
εναλλακτική λύση ίσως θα ήταν ν'
απομακρυνθούν από τους αδελφούς
τους και ν' αναζητήσουν μια πικρή
μοναξιά, αλλά δεν θα μπορούσαν να
ξεφύγουν από το Θεό και την αγάπη
Του". (Αλέξανδρου
Καλόμοιρου, ό.π.)
Και πώς να ξεφύγεις από
τέτοιον ποταμό αγάπης; "Εγώ πατήρ,
εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία,
εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ
θεμέλιος. Πάν όπερ αν θέλης εγώ.
Μηδενός εν χρείΑ καταστής. Εγώ
δουλεύσω. ήλθον γαρ διακονήσαι, ου
διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και
μέλος και κεφαλή και αδελφός και
αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ. Μόνον
οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης διά
σε και αλήτης διά σε, επί σταυρού
διά σε, επί τάφου διά σε. άνω υπέρ
σού εντυγχάνω τω πατρί. Κάτω υπέρ
σού πρεσβευτής παραγέγονα παρά του
πατρός. Πάντα μοι σύ και αδελφός και
συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.
Τι πλέον θέλεις;".(Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου, Εις το
κατά Ματθαίον Ομιλία ΟΣΤ΄, P.G. 58, 700)
Να η απάντηση στον φόβο του
κολασμού και των τελωνείων: η
άμετρη αγάπη του Θεού, ο μόνος
ρεαλιστικός λόγος πρόσκλησης στην
Εκκλησία^ λόγος που να ξεπερνά την
αναγκαιότητα της ικανοποίησης του
θρησκευτικού ορμέμφυτου και να
απαντά στον πόθο για την αναζήτηση
της α-λήθειας του ανθρώπινου
προσώπου. "Υπάρχει ένας τρόπος να
απορείς, ενώ εμπιστεύεσαι. Κι αυτό
τον τρόπο τον ψηλαφούμε μόνο στον
έρωτα. Ο έρωτας σημαίνει πίστη,
εμπιστοσύνη, αυτοπαράδοση. Είσαι
μέσα στη σκοτεινιά ατέλειωτων
αναπάντητων ερωτημάτων. Όμως
εγκαταλείπεσαι στον πόθο, κι αυτός
σε βεβαιώνει αν ο άλλος ποθεί τον
πόθο σου. Και τότε έχουν απαντηθεί
τα ερωτήματα δίχως απάντηση". (Χρήστου Γιανναρά, ό.π.)
Α.Μ.
Το κήρυγμα λόγος α-λήθειας ή λήθης;
"...Η αλήθεια δεν επιβάλλεται από τη γλώσσα
στη ζωή, αλλά από τη ζωή στη γλώσσα"
(Ζήσιμου Λορεντζάτου, Το χαμένο κέντρο, σελ. 44)
Δεν είναι
εύκολο να μιλήσει κανείς για τον
λόγο που εκφέρεται σήμερα ως
κήρυγμα^ κινδυνεύει να περιπέσει σε
όλα εκείνα τα ατοπήματα που
επιχειρεί να εντοπίσει. Κι ακόμα:
πώς να περιγράψεις τα
χαρακτηριστικά ενός λόγου που
οφείλει να είναι αποφατικός, χωρίς
να πέσεις στην παγίδα να τον "καλουπώσεις"
σε ασφυκτικούς περιορισμούς; έτσι,
τούτο εδώ το κείμενο άς εκληφθεί
μόνο ως απόπειρα προβληματισμού
τίποτε περισσότερο.
Κριτήριο για να αναγνωρίσει κανείς
την θεολογική αλήθεια του
εκκλησιαστικού λόγου είναι το
μέτρο που αυτός παραπέμπει στη
βαθύτερη αιτία και τον σκοπό της
ύπαρξης. Οι σύγχρονοι άνθρωποι
αποφεύγουν αυτού του είδους την
εντρύφηση στο λόγο των όντων, γιατί
υπακούν σε μια προκατειλλημένη
αντίληψη που υπαγορεύει ότι η
οντολογία είναι δυσπρόσιτη και
καθαρά φιλοσοφική.
όμως, αιτία της ύπαρξης και τέλος
της ιστορίας είναι ο ίδιος ο
σαρκωθείς Θεός, ο Χριστός. Αυτή η
απλή αλλά βαθύτατη αλήθεια είναι η
βάση της οντολογίας αλλά και
οποιασδήποτε θεολογίας. Ο
εκκλησιαστικός λόγος οφείλει να
θεμελιώνεται και να επιστρέφει στο
νόημα της ενανθρώπισης του Χριστού,
γιατί μόνο χάρη σ' αυτήν μας δόθηκε
η δυνατότητα να ξεφύγουμε από την
ανυπαρξία όπου μας οδηγεί η
αναπόφευκτη φθορά της φύσης και να
ενωθούμε με την πηγή της Zωής της
αιωνίου. Η επίγνωση του νοήματος
της ύπαρξης φωτίζει κάθε πτυχή του
βίου και επιτρέπει στον άνθρωπο να
έλθει σε επικοινωνία με τους γύρω
του με έναν άμεσο και ειλικρινή
τρόπο, χωρίς την αντιπαλότητα και
τη σύγκρουση που αναδύεται συχνά
στις ανθρώπινες σχέσεις.
Αυτό που αληθινά αγγίζει τις ψυχές
και τις φέρνει σε ενότητα δεν είναι
αυτή καθ' αυτή η ανθρώπινη γλώσσα,
όσο τέλεια και εκλεπτυσμένη κι αν
είναι. Η γλώσσα μπορεί με ακρίβεια
να μεταφέρει ένα επιστημονικό
δεδομένο ή ένα ιδεολόγημα. Δεν
μπορεί όμως να "περιγράψει"
τον ίδιο τον Θεό. Πώς να χωρέσουν οι
λέξεις το άπειρο, το αχώρητο, το
απερινόητο, το άρρευστο, το άτρεπτο,
το αναλλοίωτο του Θεού; Γι' αυτό ο
γνήσια θεολογικός λόγος επιλέγει
να μιλήσει αποφατικά αρνείται να
εξαντλήσει το νόημα στα γλωσσικά
όρια και μόνο τότε έχει μια
διάσταση καθολική, που περικλείει
ολόκληρη την κτίση.
Την αδυναμία των γλωσσικών
περιορισμών οφείλει ο άνθρωπος να
αναπληρώνει κομίζοντας, κατά τη
δύναμη και το τάλαντό του, βίωμα
Χριστού. Στο μέτρο που ο εν Χριστώ
άνθρωπος εκφράζει "ενότητα νού
και καρδίας, λόγου και πράξεως,
ήθους και είναι, εξασφαλίζει την
καθολική αμεσότητα και τη
βιωματική αποδεικτικότητα της
αληθούς γνώσεως".(Χρήστου Γιανναρά, Η
απολογητική στην Ορθοδοξία, εκδ.
Γρηγόρη, Αθήνα 1989, σ. 36)
Αυτή η αμεσότητα και η
βιωματική αποδεικτικότητα
λειτουργούν ως δίαυλοι
επικοινωνίας με το ποίμνιο, γιατί η
πλειοψηφία των ανθρώπων
συμμερίζεται μια έμφυτη αν και
λανθάνουσα ικανότητα να διακρίνει
το γνήσιο από το ψεύτικο. "Η
γλώσσα μας, έγραφε ο Λορεντζάτος,
αποφασίζει για το στοχασμό μας και
η ποιότητα της γλώσσας μας για την
ποιότητα του στοχασμού μας, αφού
αυτός υπάγεται σε εκείνη και όχι
εκείνη σε αυτόν".
(Ζήσιμου Λορεντζάτου, Στού Τιμονιού
το Αυλάκι, Εκδ. Δόμος, Αθήνα 2001.)
Ίσως, αν το συλλογιόμασταν
σοβαρά θα αρθρώναμε με μεγαλύτερη
σύνεση τον εκκλησιαστικό λόγο.
Να ένα παράδειγμα σύγχρονου
βιωματικού λόγου που αληθινά
ποιμαίνει: Σημείωνε ο Παναγιώτης
Νέλλας. "Αφού πράγματι ο Θεός
έγινε άνθρωπος, άρα είναι μεγάλο
πράγμα να είναι κανείς άνθρωπος.
Αφού υπήρξε έφηβος, έχει κατά
συνέπεια σημασία και αποτελεί
αποστολή το να είναι κανείς έφηβος.
Αφού εργάσθηκε, έχει νόημα αιώνιο η
καθημερινή εργασία μας, αφού πέθανε
και συνέτριψε το θάνατο, δεν ει}ναι
πλέον ο θάνατος πράγμα τρομερό.
Μπορούμε συνεπώς να πιστεύουμε,
μπορούμε να ελπίζουμε στη ζωή,
γιατί η ζωή, αυτή η πενιχρή, η
θλιμμένη ανθρώπινή μας ζωή μπορεί
να γίνει, αν θέλουμε, ζωή θεϊκή". (Παναγιώτη Νέλλα,
Ομιλία για τα Χριστούγεννα, Σύναξη
τ. 80.)
Το παραπάνω κείμενο αντλεί τη
δυναμική του από το γεγονός ότι
αποκαλύπτει με τρόπο εμπειρικό ως
κέντρο της ζωής του ομιλούντος την
ίδια τη ζωή του Χριστού. Δεν αρκεί η
διανοητική προσέγγιση του
εκκλησιαστικού γεγονότος για να
μεταφερθεί αυτή η λεπτή ποιότητα
του λόγου. Αλλά, απαιτείται μια
βαθιά συνείδηση ότι το πρόσωπο του
Χριστού και μόνον έχει τη
δυνατότητα να μεταμορφώσει κάθε
πτυχή της ζωής ώστε αυτή να
προσανατολίζεται στο απώτερο τέλος
για το οποίο μας χαρίστηκε. Αυτή η
αλήθεια μεταφέρεται σε λέξεις μόνο
όταν έχει προηγηθεί μία αναζήτηση
του νοήματος που γονιμοποιεί και
ωριμάζει την ψυχή.
Η αδυναμία του ανθρώπου να
εμβαθύνει στο νόημα τον κρατά
δέσμιο ενός δικανικού και
σχολαστικού λόγου. Ό,τι δεν έχει
εμβαπτιστεί στο νόημα της ύπαρξης
και της δημιουργίας, εκπορεύεται
σαν υπεραπλουστευμένο και
ηθικοπλαστικό θρησκευτικό κήρυγμα.
Τι είναι το θρησκευτικό κήρυγμα και
γιατί δεν είναι θεολογικός λόγος;
Είναι προϊόν αποκρυσταλλωμένης
σκέψης που προσεγγίζει τα νοήματα
με σκοπό να τα κατανοήσει
διανοητικά και τελικά να τα
εξουσιάσει. Αυτή είναι η τάση του
ανθρώπινου νού που θέλει να "ειδωλοποιεί"
τα πάντα γύρω του, που σημαίνει: να
τα ορίζει με απόλυτα απτό και
συγκεκριμένο τρόπο ώστε να αντλεί
βεβαιότητα και ασφάλεια από τις
ίδιες τις δικλείδες του νού.
Ίσως αναπόφευκτα ο κήρυκας θ'
αναφερθεί στο κύρος κάποιου
γέροντα πνευματικού ή θα επιμείνει
στη διύλιση πρακτικών ερωτημάτων
που την απάντησή τους
αποσπασματικά συνθέτει μέσα από
τις γραφές. Χρησιμοποιεί όμως συχνά
τις πηγές όχι ως υποβοηθητικά
παραδείγματα που θα περι-χωρήσουν
την ελευθερία των ακροατών του και
θα τους καλέσουν σε γόνιμο
προβληματισμό. Αλλά, οι πηγές
καταλήγουν να εξαντλούν το νόημα
του λόγου και εγκλωβίζουν το
ακροατήριο σε μία μερική και
μονοδιάστατη κατανόηση του
εκκλησιαστικού γεγονότος. Ο λόγος
τότε μετατρέπεται σε εγχειρίδιο
οδηγιών προς ναυτιλλομένους, ασκεί
στις ψυχές εκφοβιστικό
καταναγκασμό και αναπόφευκτα τις
δουλώνει μέσα σε ψυχολογικής
φύσεως συναισθηματικές προβολές.
Ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα
του θρησκευτικού λόγου, και κυρίως
της ποιμαντικής του διάστασης,
είναι η εμμονή του στα ζητήματα της
"ηθικής". Το ήθος ανάγεται σε
ένα είδος εξωτερικής συμμόρφωσης
με κάποιους κώδικες συμπεριφοράς
που έχουν σκοπό να περιορίσουν τις
βιολογικές ορμές και τα πάθη για να
οδηγήσουν τον άνθρωπο σε μια
καταξιωμένη αρετή. Αυτή η
προσπάθεια οπωσδήποτε απαιτεί κόπο
και όταν επιτυγχάνεται, δίκαια
θεωρείται κατόρθωμα. Όμως,
ταυτόχρονα οδηγεί στην αντίληψη
ότι ο άνθρωπος μπορεί από μόνος του,
ως άτομο, να φθάσει σε μέτρα "καθαρότητας"
ακολουθώντας έναν βίο ενάρετης
πεζότητας από τον οποίο ο ίδιος ο
Θεός εξορίζεται. (Βλ.
σχετικά το άρθρο του Θανάση Ν.
Παπαθανασίου, Η Τρομοκρατία των
αντιτρομοκρατών, Σύναξη τ. 82/2002.)
Η παράβαση των αυστηρών
κανόνων ηθικής που αδιάκριτα του
επιβάλλονται έχει σαν αποτέλεσμα
να περιπίπτει σε μία κατάσταση
περιδεούς φόβου και συμπλεγμάτων
ενοχής. Οι επιταγές του
θρησκευτικού λόγου για συμμόρφωση
με τις εντολές του Θεού θα είχαν
πραγματικό νόημα αν μεταμορφωνόταν
σ' ένα κάλεσμα προς τον πιστό για
συμμετοχή στην πράξη της
εκκλησιαστικής άσκησης και στον
περιορισμό των ατομικών επιθυμιών
με μόνο κίνητρο την εκούσια υπακοή
από αγάπη. "Αιχμαλωτίζοντες πάν
νόημα εις υπακοήν του Χριστού", (Β' προς Κορινθίους,
10:5)
έγραφε ο Παύλος στους
Κορινθίους. Αυτή είναι και η
πεμπτουσία της μετά-νοιας και της
μεταμόρφωσης του ανθρώπου σε
δοχείο της Χάρης του Θεού.
Τον τελευταίο καιρό γινόμαστε
μάρτυρες κι ενός άλλου λόγου που
κηρύσσεται από τον άμβωνα. Είναι η
σαφής έκφραση θέσεων και απόψεων
για τα εθνικά θέματα, τους
πολιτικούς χειρισμούς, την κρατική
εξουσία. Και λησμονείται το γεγονός
ότι, πέραν των άλλων, οι θέσεις και
οι απόψεις είναι ατομικού
χαρακτήρα, δεν επιτρέπεται να
εκφέρονται ως λόγος εκκλησιαστικός
που μάλιστα αποσπά χειροκρότημα
στο πρόσωπο του εκφωνητή! Ο γνήσιος
θεολογικός λόγος συνάγει το
ποίμνιο στην α-λήθεια αυτός είναι ο
ορισμός του εκκλησιαστικού λόγου. Η
μετοχή του πιστού στην αλήθεια
σταδιακά διαμορφώνει και τα
κριτήριά του για κάθε θέμα,
καλλιεργεί τις επιλογές του,
αμβλύνει τις εμπαθείς
προσκολλήσεις, αυξάνει την κριτική
ικανότητα και διάκριση^ ώστε να
ανδρώσει με ελευθερία την
προσωπική του στάση και οπτική.
Προβληματική είναι και η χρήση του
συναισθηματικού στοιχείου ως
τρόπου επικοινωνίας με τις ψυχές.
Όταν ο λόγος που αρθρώνεται
απευθύνεται κυρίως στο θυμικό, στο
συναίσθημα, τότε υποβιβάζει τη
λογική ικανότητα των πιστών και
τους αφαιρεί τη δυνατότητα να
συμμετέχουν στο εκκλησιαστικό
γίγνεσθαι με μία ψυχοσωματική
πληρότητα, νού και καρδιάς. Κατ'
αυτόν τον τρόπο ο λαός μαθαίνει ν'
αξιολογεί τη μετοχή του στην
εκκλησία μέσα από τα συναισθήματά
του, ένα κριτήριο εξαιρετικά
επικίνδυνο και ασταθές, που μερικές
φορές διολισθαίνει σε
ψυχοπαθολογία. Είναι ενδεικτική η
εμμονή του θρησκευτικού λόγου στο
θαύμα, στην συγκινησιακά
φορτισμένη υπερβατικότητα. Στα
κηρύγματα αυτά, το ίδιο το νόημα της
πίστης ταυτίζεται με την αποδοχή
των θαυμάτων και ο πιστός υποκύπτει
εύκολα στο κύρος του υπερφυσικού
και του ανεξήγητου. Έτσι, όμως,
καταλύεται ουσιαστικά η έννοια της
αληθινής εμπιστοσύνης στον Θεό.
Μάταια προειδοποιούν οι άγιοι ότι,
"ο χωρίς ανάγκης κατατολμών εν
τούτω, ή παρακαλών τον Θεόν, και
επιθυμών θαυμάσια, και δυνάμεις
γενέσθαι εν ταις χερσίν αυτού ,
πειραζόμενος υπό του γελοιαστού
ευρίσκεται δαίμονος εν τη διανοίΑ
αυτού, και καυχώμενος και ασθενών
εν τη συνειδήσει αυτού" (Ισαάκ Σύρου Τα
ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος ΛΣΤ', Εκδ.
Ρηγόπουλου)
Παρόμοια, η συχνή χρήση του
φόβου φαίνεται να θεωρείται
απαραίτητο εργαλείο του
θρησκευτικού κηρύγματος. Ο φόβος
της αμαρτίας και του πειρασμού, της
Κρίσης και του αιώνιου βασανισμού
επιστρατεύονται για να αποτρέψουν
τον άνθρωπο να υιοθετήσει έναν
τρόπο ζωής ξένο προς αυτόν της
Εκκλησίας. Η αλήθεια είναι ότι στη
βιβλική και πατερική γραμματεία
αλλά και στην αγιογραφική τέχνη η
αναφορά στον τόπο της Κολάσεως
είναι συνήθης και συχνά
παραστατικότατη. Ωστόσο, κατά μία
έννοια η πιστότητα στην
εκκλησιαστική Παράδοση δεν μπορεί
να σημαίνει την σχολαστική
αναπαραγωγή ενός ανθρωπομορφικού
εικονισμού έστω κι αν αυτός δεν
παράγει πλέον νόημα.
Χωρίς βεβαιότητα, αλλά μόνο μέσα
από μια περιορισμένη εμπειρική
παρατήρηση, συνάγεται ότι σήμερα ο
φόβος της Κολάσεως δεν λειτουργεί
με τρόπο που να αλλάζει το νού ή να
μεταμορφώνει τη ζωή, όπως
ενδεχομένως άλλοτε. Όταν ο "μεταφυσικός"
προβληματισμός είναι ανύπαρκτος ή
άσχετος με το βαθύτερο νόημα της
ύπαρξης και της ζωής, οι απειλές της
κόλασης δεν "βλασταίνουν
διαδοχικά την εγκράτεια, την ελπίδα
στο Θεό, την απάθεια κι ύστερα την
αγάπη". (Μαξίμου
Ομολογητή, Περί αγάπης κεφαλαίων
εκατοντάς πρώτη, πα΄-πβ΄:Φιλοκαλία
των Ιερών Νιπτηκών, Εκδ. Αστήρ, τ. Β΄,
1958, σσ. 11-12). Ο σημερινός
άνθρωπος, εάν προσλάβει στην ψυχή
του τον φόβο της αμαρτίας και της
κολάσεως, θα τον μετατρέψει μόνο σε
ενοχή, σε περιδεή συνείδηση, σε
έντονο ψυχωσικό άγχος. Κι αυτό
γιατί λείπουν οι προϋποθέσεις μιας
υγιούς διαχείρισης του φόβου:
έχουμε διαστρέψει το νόημα της ζωής
και των πραγμάτων, σε σημείο που να
αγνοούμε στοιχειώδεις έννοιες και
όρους. Πόσοι χριστιανοί κατανοούν
τον λόγο του Ντοστογιέφσκυ ότι, "Κόλαση
είναι το μαρτύριο του να μήν
αγαπάει κανείς"; Στην ίδια φράση,
όχι μόνο η έννοια της κόλασης, αλλά
και του μαρτυρίου και της αγάπης θα
χρειαζόταν ολοκληρωτικό
αναποδογύρισμα για να αποδώσουν
την εκκλησιαστική τους σημασία.
Ίσως, βέβαια, κανείς αναρωτηθεί σε
ποιούς ακριβώς απευθύνεται ο
θεολογικός λόγος όταν ξεκινά από
την υπαρκτική αλήθεια. Εδώ τίθεται
το δίλημμα που συχνά απασχολεί τους
ποιμένες, αν πρέπει να υποκύπτουν σ'
έναν λόγο "θρησκευτικό" αλλά
εύληπτο που βρίσκει απήχηση σ' ένα
ευρύτατο ακροατήριο ή αν θα πρέπει
να "υψώσουν τον πήχη"
κινδυνεύοντας να γίνονται
αντιληπτοί από λίγους μόνον
υποψιασμένους.
Οπωσδήποτε, ο θεολογικός λόγος
οφείλει να είναι πρίν απ' όλα
διακριτικός. Να μπορεί να
αφουγκράζεται τις ανάγκες του
ποιμνίου και να σφυγμομετρά τα όρια
κατανόησής του. Αυτή όμως η
παράμετρος σε καμιά περίπτωση δεν
δικαιολογεί τον ευτελισμό του
λόγου του Θεού και την απομάκρυνσή
του από την αλήθεια που
ευαγγελίζεται. Δεν είναι πάντοτε
απαραίτητο να "καταναλώνεται"
το κήρυγμα από τους πιστούς να
δημιουργείται δηλαδή σ' αυτούς η
αίσθηση της εύκολης πρόσληψης και
κατανόησης των λεγομένων. Αυτή η
νοοτροπία οδηγεί σε βεβαιότητες
ατομοκεντρικού χαρακτήρα, σ' ένα
είδος αυτάρκειας που καθόλου δεν
προάγει την ανθρώπινη ψυχή.
Αντίθετα, η μετρημένη δυσκολία και
η ελευθερία που σαρκώνεται στη
γνήσια θεολογία ενεργοποιούν το
ποίμνιο ανοίγοντας πραγματικούς
δρόμους σκέψης και πράξης. Αυτή η
αίσθηση της εκκρεμότητας με την
οποία θα αποχωρήσει ο πιστός ίσως
τον οδηγήσει στην αναζήτηση της
Χάρης και της βοήθειας του Θεού. Ο
γνήσιος θεολογικός λόγος
ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον
εγκλωβισμό του στην ατομικότητα,
την ολοκληρωτική υποταγή του στη
φυσική αναγκαιότητα, του μιλά για
την κοινωνία των προσώπων ώστε να
τον λυτρώσει από τον πνευματικό
θάνατο. Οι ψυχές των ανθρώπων στην
πραγματικότητα διψούν για τέτοια
τροφή, κουρασμένες από τη
μεμψιμοιρία και την υποκρισία της
ζωής. Ο εκκλησιαστικός λόγος όταν
ευαγγελιστεί τη Σάρκωση ως πλήρωμα
αγάπης και την Ανάσταση ως
ελευθερία από τον θάνατο, γίνεται
αληθινό δώρο για τις ψυχές.
Α.Μ.