ΤΕΥΧΟΣ 89

Καλοκαίρι 2004


Πρόλογος

Στο τεύχος αυτό της Επίγνωσης επιχειρούμε να ρίξουμε μια ματιά σ’ ένα βαθύ μυστήριο της πίστης μας. Στο μυστήριο του ανθρώπου. άς μήν βιαστεί, πάντως, κανείς να επικρίνει ως αυθάδη την τολμηρή προσπάθεια. Η ματιά που ρίχνουμε είναι πολύ λοξή, μέσα από εκείνον τον αινιγματικό καθρέφτη, που προτείνει ο Απόστολος Παύλος. Το κείμενο που παραθέτουμε είναι ερμηνευτικό και δεν κατατίθεται εδώ σαν δογματική αδιαφιλονίκητη διδασκαλία. έχει απλώς την πρόθεση να διευκολύνει τον προβληματισμό σε ένα ζήτημα, που η κατανόησή του συχνά δεν είναι επαρκής, ώστε από πολλές απόψεις να παραμένει ανοιχτό και να δίνει αφορμή σε παρανοήσεις και συζητήσεις.

Το ερώτημα τι είναι ο άνθρωπος και τι είναι ο θάνατος είναι μέσα στην ψυχή μας ταυτόσημο σχεδόν με το ίδιο το ερώτημα για τον Θεό και τη σχέση Του με μας τους ανθρώπους. Τα νοήματα της θεολογίας αποκτούν τον αληθινό τους πλούτο μόνον σε σχέση με τα βαθύτερα ερωτήματα για την ύπαρξη, τον άνθρωπο και τον κόσμο. Δεν μπορεί να γίνει αληθινή θεολογία χωρίς αυτή την αναφορά στην οντολογία, δηλαδή χωρίς αναφορά στα ερωτήματα τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι η ύπαρξη και πώς αποκτά η ύπαρξη το νόημά της.

Το κείμενο που παραθέτουμε είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο που μελέτησε τους Πατέρες της Εκκλησίας με αληθινό ζήλο, για να διδαχτεί από αυτούς τα μυστήρια για τον άνθρωπο και τη δημιουργία. Είχε τη φώτιση να συνθέτει με διάκριση τα κοινά στοιχεία της πατερικής διδασκαλίας σε μια συνεκτική αλληλουχία νοημάτων. Είχε, τέλος, και την τόλμη να θέτει νέα ερωτήματα ή να προτείνει απαντήσεις σε ερωτήματα της εποχής μας, πατώντας σταθερά στη διδασκαλία των Πατέρων.

Ο γιατρός Αλέξανδρος Καλόμοιρος (1931-1990) υπήρξε ένας από τους σύγχρονους ορθόδοξους λογίους, που διέβλεψαν νωρίς ότι η κατανόηση της πατερικής ανθρωπολογίας και κοσμολογίας περνά αναγκαστικά μέσα από το οντολογικό ερώτημα. Κάθε άλλη προσέγγιση της ορθόδοξης θεολογίας καταστρέφει την εσωτερική νοηματική συνοχή της, το χριστολογικό της κέντρο, και τη μετατρέπει σε κωδικοποιημένη νοησιαρχία, σε δικανικό ορθολογικό σύστημα ή επιτρέπει τη διολίσθηση σε κάποια μορφή ψυχολογικού ευσεβισμού. Μπορεί, μάλιστα, να οδηγήσει σε μία φονταμενταλιστική τρομοκρατία νοημάτων, που ευκολότερα απομακρύνει τον σύγχρονο άνθρωπο, παρά τον φωτίζει.

Ίσως να μήν περισσεύει στο σημείο αυτό μια αναφορά στις ευρύτατα διαδεδομένες γνωστικές και νέο-γνωστικές πλάνες της εποχής μας για τα θέματα της ψυχής και του θανάτου. Οι πλάνες αυτές δίνουν μια στρεβλή εικόνα για τον άνθρωπο ως ύπαρξη και για τη σχέση του με τον Θεό. Καταλύουν κάθε αποφατική διάσταση του μυστηρίου του ανθρώπου και του θανάτου, κάτω από το πρόσχημα των συμβολικών εικόνων, που απευθύνονται τάχα στη λαϊκή ευσέβεια. Πρέπει, όμως, να σκεφτούμε κάποια στιγμή ότι η λαϊκή ευσέβεια δεν μπορεί να τρέφεται διαρκώς με α-θεολόγητη και α-νόητη τρομοκρατική παραφιλολογία, που έχει ως μόνο αποτέλεσμα την παραλυσία και την ακινησία των ψυχών. Η λαϊκή ευσέβεια αξίζει λίγο πιο στερεή τροφή, έστω κι αν αυτή απαιτεί περισσότερο κόπο, ώστε να παραμείνει γνήσια εκκλησιαστική και να είναι πρωτίστως «ευσέβεια».

Στο παρόν τεύχος της Επίγνωσης έχουμε συνθέσει κεφάλαια από διαφορετικά γραπτά, που ως σύνολο αγγίζουν τις βασικές παραμέτρους της πατερικής ανθρωπολογικής σκέψης, όπως τη διάβασε ο Αλέξανδρος Καλόμοιρος. Το πρώτο μέρος προέρχεται από τα τεύχη 8 (Χειμώνας 1983-84) και 12 (Χειμώνας 1984-85) της περιοδοκής έκδοσης «Οι Ρίζες». Το δεύτερο μέρος προέρχεται από το τεύχος 13 (άνοιξη 1985) της ίδιας περιοδικής εκδόσεως. Ο επίλογος προέρχεται από τα κεφάλαια 6 και 8 (Μέρος ΙΙ) της μελέτης «Οι έξι Αυγές» (Εκδόσεις Ζέφυρος, 1993). Οι τίτλοι στα τρία μέρη δόθηκαν από τους επιμελητές της Επίγνωσης.

Ι.Κ.

Μία οντολογική και πατερική κατανόηση της δημιουργίας του ανθρώπου

 

Μέρος Ι

Η ανθρώπινη φύση

«Το των όλων συνεκτικώτατον εργαστήριον»

Κατά την ελληνικήν απάτη

Οι ειδωλολάτρες αγνοούν τον Θεό. Βλέπουν μόνο την Δημιουργία, και σ’ αυτήν έχουν αποδώσει θείες ιδιότητες: το αυθύπαρκτο, το άπειρο, το αυτοδύναμο, την αϊδιότητα, την αθανασία, την αιωνιότητα. Οι θεοί τους είναι μορφές του υπάρχοντος κόσμου, εκφράσεις και προσωποποιήσεις του. Δεν δημιούργησαν οι θεοί τον κόσμο, του έδωσαν μόνον εξωτερική μορφή. Δεν είναι ελεύθεροι. Υπόκεινται στην Ανάγκη, που είναι ο ανώτατος τυφλός νόμος του Σύμπαντος. Εμείς οι Χριστιανοί ξέρουμε ότι τα όντα αυτά, που δεσπόζουν στον κόσμο της πλάνης, δεν είναι ανύπαρκτα. Είναι ενεργά και, πολύ συχνά, «θαυματουργά» δαιμόνια. Κτίσματα θαυμαστά, αλλά κακόβουλα και απατηλά.

Η παγανιστική σκέψη διακρίνεται από μία τάση προς τον δυϊσμό, την διάκριση δηλαδή του σύμπαντος σε πνευματικό και υλικό. Έτσι η ύλη έγινε ταυτόσημη με το κακό, το κατώτερο και το ανεπιθύμητο για τον ενάρετο άνθρωπο. Τα προϋπάρχοντα αθάνατα πνεύματα, εμπλέκονται μέσα σ’ αυτήν, εξ αιτίας κάποιας αμαρτητικής ροπής. Αποτέλεσμα είναι το σώμα, η φυλακή της ψυχής. Μέσα σ’ αυτή την πλάνη ο αγώνας για την αρετή έχει σαν σκοπό την τελική απελευθέρωση από την ύλη, ύστερα από μια σειρά μετεμψυχώσεων. Ο πραγματικός άνθρωπος είναι το πνεύμα, η ψυχή. Το σώμα είναι κάτι το πρόσκαιρο, απόβλητο, σχεδόν κακό.

Κτίστης και κτίση

Οι Χριστιανοί γνωρίζουμε τον Δημιουργό και Κτίστη του σύμπαντος, Αυτόν που έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη τα κτίσματα, όλα τα κτίσματα, εκ του μηδενός. «Οι Χριστιανοί ουκ ελάτρευσαν την Κτίση αλλά τον Κτίσαντα». Αγαπούν την κτίση γνήσια και βαθιά, αλλά την αγαπούν σαν έργο του λατρευτού τους Κυρίου και όχι καθ’ εαυτήν. Διακρίνουν το χάσμα ουσίας που υπάρχει ανάμεσα στον Κτίστη και τα κτίσματα, που δεν έχουν δική τους ζωή αλλά τα συντηρεί στην ύπαρξη η Χάρη του Δημιουργού και Προνοητή τους. Ανάμεσα όμως στα κτίσματα δεν διακρίνουν κανένα χάσμα. Γνωρίζουν ότι λόγω της ενότητας της κτίσεως και εξ αιτίας της δικής μας πτώσεως αλλά και της δικής μας αναστάσεως, «τη ματαιότητι η κτίσις υπετάγη» και «συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν... αποκαραδοκούσα... την αποκάλυψιν των υιών του Θεού... ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού». Αυτή η ενότητα κάνει ώστε «και άγγελοι επιθυμούσι παρακύψαι και γνωρίσαι το παρ’ ημίν τελούμενον μυστήριον» της εν Χριστώ σωτηρίας που τους αφορά άμεσα, όπως δείχνουν σε κάθε Λειτουργία τα «εξαπτέρυγα» που σκύβουν πάνω από το Ευαγγέλιο για να διαβάσουν κι αυτά. Χάσμα ουσίας δεν υπάρχει ανάμεσα στα κτίσματα. Χώμα, φυτά, ζώα, άνθρωποι, αγγελικά τάγματα έχουν μυστικό και άρρηκτο σύνδεσμο μεταξύ τους. «έκαστον γαρ κατά την ιδίαν φύσιν σώμά εστιν, ο άγγελος, η ψυχή, ο δαίμων^ ότι κάν λεπτά ώσιν, όμως εν υποστάσει και χαρακτήρι και εικόνι κατά την λεπτότητα της φύσεως αυτών, τυγχάνει λεπτά»[1] (αγ. Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ομιλίαι Πνευματικαί, 4). Ο άγγελος, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «ασώματος λέγεται) και άυλος, όσον προς ημάς^ πάν γαρ συγκρινόμενον προς Θεόν τον μόνον ασύγκριτον παχύ τε και υλικόν ευρίσκεται, μόνον γαρ όντως άυλον το θείον εστι και ασώματον»[2] (έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, 2:3). Χάσμα ουσίας υπάρχει μόνον ανάμεσα στον Θεό και τη Δημιουργία Του.

Και ιδού καλά λίαν

Ο παγανιστικός πανθεϊσμός και, μέσα σ’ αυτόν η διάκριση πνεύματος και ύλης σαν καλού και κακού, είναι για τους Χριστιανούς αντιλήψεις όχι μόνο ξένες, αλλά και βλάσφημες. «Και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν» (Γεν. 1:31). Αυτά «τα πάντα» που «είδεν ο Θεός» ήταν υλικά δημιουργήματα. Επομένως, η ύλη είναι «καλή λίαν». Ποιά όμως από τα δημιουργήματα του Θεού δεν είναι υλικά; Τι είναι «ύλη»; Τι άλλο από την εκ του μηδενός δημιουργία του Θεού, όλη τη δημιουργία. Και τι είναι «πνεύμα»; αν όχι αυτός ο ίδιος ο Θεός, ο ανερμήνευτος και απρόσιτος και απερίγραπτος; Το κακό δεν βρίσκεται στη φύση των πραγμάτων, ούτε στον Θεό, ούτε στην κτίση Του^ μπορεί μόνο να βρεθεί στην ελεύθερη βούληση των λογικών κτισμάτων Του.

Εις νεφρούς και καρδίαν

Η φύση του ανθρώπου είναι ένα μυστήριο. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνον αυτό που φαίνεται. Ο εξωτερικός άνθρωπος είναι μόνο μια επιφάνεια. Ο εσωτερικός, ο κρυπτός άνθρωπος έχει αμέτρητο βάθος, αόρατο στα ανθρώπινα μάτια. «έστι γαρ ως εμοί γε δοκεί, η του ανθρώπου κατασκευή φοβερά τις και δυσερμήνευτος, και πολλά και απόκρυφα εν αυτή μυστήρια Θεού εξεικονίζουσα», λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης. Η θάλασσα έχει και αυτή επιφάνεια και βάθος, είναι όμως μία και ενιαία μάζα νερού. έτσι κι ο άνθρωπος, «ψυχή» και «σώμα», δεν είναι δύο φύσεις αλλά μία. Για τον κρυπτό, τον εσωτερικό άνθρωπο, δεν χρησιμοποιήθηκε μόνον η λέξη «ψυχή» αλλά και η λέξη «νούς», «καρδία», «πνεύμα» χωρίς αυτά να σημαίνουν τρίτη, τέταρτη ή πέμπτη φύση, «δισύνθετα», «τρισύνθετα», «τετρασύνθετα» κι άλλες τέτοιες εφευρέσεις του ορθολογισμού. Είναι αξιοπρόσεχτο ότι η παράδοση της εσωτερικής πνευματικής ζωής της Ορθοδοξίας δεν θεωρεί σαν κέντρο της ανθρώπινης νόησης την «ψυχή» ή το «πνεύμα», αλλά την «καρδία», που είναι όργανο καθαρά σωματικό και σαρκικό. Από εκεί ανεβαίνουν οι διαλογισμοί και εκεί κατεβαίνει το Πνεύμα το άγιο. Ζητούμε να κατέλθει η Χάρις «εις νεφρούς και καρδίαν» και προσκυνούμε τα άγια λείψανα σαν θησαυρίσματα της θείας ενέργειας.

Εν εμοί, τούτ’ έστιν εν τη σαρκί μου (Ρωμ. 7:18)

Ο άνθρωπος είναι σάρκα. Σώμα και ψυχή είναι δύο όψεις του ιδίου πράγματος, της σαρκός. «Και ο Λόγος σάρξ εγένετο» (Ιω. 1:14). «ίσον τω ειπείν άνθρωπος γέγονεν» (Μ. Αθαν. PG 26, 620). «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α΄ Τιμ. 3:16). Αυτή η λέξη «σάρξ» περιέχει όλο το μυστήριο του τελείου ανθρώπου με τον οποίο ενώθηκε υποστατικά ο Λόγος του Θεού. Δεν υπάρχει εδώ χώρος για δυϊστικές ή τρισυνθετικές παρερμηνείες.

Ανθρώπινη φύση και σάρκα είναι το ίδιο πράγμα. «Κρίνεται αυτός προς πάσαν σάρκα» (Ιερεμ. 32:17). «Ευλαβείσθω πάσα σάρξ από προσώπου Κυρίου» (Ζαχ. 2:17). «Ουκ έστιν ειρήνη πάση σαρκί» (Ιερεμ. 12:12). «Πάσα σάρξ χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου» (Ησαίας 40:6). «Και ει μη εκολοβώθησαν αι ημέραι εκείναι, ουκ αν εσώθη πάσα σάρξ» (Ματθ. 24:22).

Η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή, έτσι μίλησε για τον άνθρωπο. Η δυαρχική ανθρωπολογία ήταν των Εθνικών, δεν ήταν των Εβραίων ούτε των Χριστιανών. Ο παλαιός και ο νέος Ισραήλ δεν έκανε καμία οντολογική διάκριση ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα, το πνεύμα και την ύλη. ήξερε Θεό και κτίση, ήξερε τον άνθρωπο όν ενιαίο, κτίσμα, ύλη, σάρκα. όταν η αγία Γραφή λέγει «πάσα σάρξ» και όταν λέγει «πάσα ψυχή» εννοεί ακριβώς το ίδιο πράγμα, κάθε τι που έχει ζωή και κυρίως τον άνθρωπο. Σάρξ είναι ολόκληρος ο άνθρωπος και όχι μόνο ένα μέρος του, το ίδιο και η ψυχή. Η αγία Γραφή δεν ξέρει τον άνθρωπο να είναι πλασμένος από δύο μέρη, το ένα αθάνατο και το άλλο θνητό. Ο άνθρωπος ολόκληρος είναι θνητός, αφού είναι δημιουργημένος από το μηδέν, αλλά και ολόκληρος είναι πλασμένος για την αθανασία.

Οι βροτοί ούν εκ γης διεπλάσθημεν

Ο Χριστιανός γνωρίζει και παραδέχεται την ταπεινή του προέλευση, την εκ του μηδενός δημιουργία, τη χωμάτινη φύση του. Δεν προσπαθεί να ξεφύγει από την αλήθεια αυτή επιστρέφοντας ρομαντικά στις ειδωλολατρικές περί θειότητος της ψυχής του πλάνες. Μόνον όσοι είναι άγευστοι της χριστιανικής ταπείνωσης πέφτουν σ’ αυτό το λάθος. Ο Χριστιανός ακούει στις νεκρώσιμες ακολουθίες χωρίς να σκανδαλίζεται ότι, «οι βροτοί ούν εκ γης διεπλάσθημεν και εις γήν την αυτήν πορευσόμεθα», και «θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον και ίδω εν τοις τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσαν ημίν ωραιότητα άμορφον, άδοξον, μη έχουσαν είδος». Ξέρει καλά ότι όταν η Εκκλησία λέγει «βροτός» εννοεί όλον τον άνθρωπο. Καθόλου δεν ξενίζεται ακούγοντας από το Μέγα Ευχολόγιο, «εξέλθωμεν και ίδωμεν εν τοις τάφοις, ότι γυμνά οστέα ο άνθρωπος, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία».

«Ο Κτίστης ο εκ γης διαπλάσας των βροτών την ουσίαν... ο ζωγραφίσας εν υλική μορφή της νοεράς ουσίας το ομοίωμα... ο μέγας και ύψιστος ο μόνος έχων αθανασίαν (βλ. Α΄ Τιμ. 6:16), Αυτός μόνος υπάρχει αθάνατος» και είναι «ο μόνος φύσει ζωοποιός».

Τη του Δεσπότου χάριτι ή τη ιδία φύσει;

«Ο άγγελος εκείνος ο εκ του ουρανού πεσών διά την υπερηφανίαν» γράφει ο άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος, «ο υπό του Θεού κτισθείς και πάση αρετή και σοφίΑ κατακοσμηθείς, ου τη του Δεσπότου χάριτι ηβουλήθη ταύτα επιγράφειν, αλλά τη ιδίΑ φύσει. όθεν και ίσον εαυτόν υπελάμβανε του Θεού είναι» (Φιλοκ. 1:80). Αυτός, λοιπόν, ο Εωσφόρος, που απέδωσε στη φύση τη δική του και όχι στη χάρη του Δημιουργού του το μεγαλείο του, αυτός δίδαξε την ίδια πλάνη στους ανθρώπους και τους έκανε να πιστέψουν ότι είναι από τη φύση τους ίσοι με τον Θεό. Ο θάνατος διαψεύδει αυτή τη διαβολική απάτη. Αλλά για να κρατήσουν οι άνθρωποι την πίστη στη θειότητα και την φυσική αθανασία τους εφεύραν τον δυϊσμό πνεύματος και ύλης, ψυχής και σώματος. Ο θάνατος αφορούσε την ύλη και το σώμα. Η ψυχή έμενε ανέπαφη. έτσι έδωσαν μια φαινομενική εξήγηση στο μυστήριο του ανθρώπου και του θανάτου και ικανοποίησαν τον ορθολογισμό τους από τη μια και την οίησή τους από την άλλη.

Ψυχή και σώμα

Οι λέξεις «πνεύμα», «ψυχή» και «σώμα» δεν χρησιμοποιούνται στην αγία Γραφή και τους Πατέρες με την ορθολογιστική έννοια που έχουν στη φιλοσοφία του παγανισμού ή του σχολαστικισμού. Χρησιμοποιούνται με ελευθερία και προϋποθέτουν συνείδηση του μυστηρίου στο οποίο αναφέρονται. Εκφράζουν καταχρηστικά διαφορές ιδιοτήτων και λειτουργιών του ανθρωπίνου όντος. Τα ονόματα εναλλάσονται χωρίς να δίνεται σ’ αυτά ορθολογιστικό περιεχόμενο. «Πολλά λέγει η Θεία Γραφή, και τίθησι καταχρηστικώς ονόματα πολλάκις... οι συνετοί συνιείσι τούτο» (αγ. Ισαάκ Σύρου, Λόγ. 83). Στη χρήση των διαφόρων λέξεων οδηγεί ο σκοπός του λόγου και η νοοτροπία των ανθρώπων που τον δέχονται, χωρίς ποτέ να ρηχαίνει η αίσθηση του μυστηρίου για το οποίο μιλούμε, γιατί οι ορθόδοξοι δεν στέκονται στις ανθρώπινες λέξεις αλλά τις ξεπερνούν. αν οι Πατέρες τόνισαν ότι ο Χριστός σαν άνθρωπος ήταν ψυχή και σώμα το έκαναν εξ αιτίας της νοοτροπίας των Εθνικών, για να μη νομίσουν ότι ο Χριστός δεν έγινε ολόκληρος και τέλειος άνθρωπος, αλλά σαρκούμενος πήρε μόνο σώμα χωρίς ψυχή. αν δεν έχουμε υπ’ όψη μας αιρέσεις σαν αυτή του Απολιναρίου δεν καταλαβαίνουμε τον σκοπό των Πατέρων και των λέξεων που χρησιμοποίησαν και εύκολα τους παρεξηγούμε ότι είχαν δήθεν ελληνιστική ανθρωπολογία. Οι Πατέρες μιλούσαν συχνά σ’ έναν κόσμο που αδυνατούσε να καταλάβει τον σεβασμό των Χριστιανών και την αγάπη τους προς το έργο του Θεού, την ύλη. Στη μετάφραση των Εβδομήκοντα η λέξη «ψυχή» μεταφράστηκε από την εβραϊκή λέξη «νέφες», που σημαίνει «ζωή». Αυτό το νόημα έχει η λέξη και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, και αναφέρεται στον άνθρωπο όπως και στα ζώα.

Ακουσόμεθά σου πάλιν

Όταν οι Χριστιανοί μιλούν για «σωτηρία ψυχής και σώματος» δεν αναφέρονται σε δύο διαφορετικής φύσεως όντα που συγκολλήθηκαν πρόσκαιρα σε τούτη τη ζωή. Τονίζουν ότι η σωτηρία είναι για ολόκληρο τον άνθρωπο. Επειδή οι ειδωλολάτρες άνθρωπο πραγματικό νόμιζαν μόνο την ψυχή, έρχεται η Εκκλησία να κάνει σαφές ότι η σωτηρία είναι για τον ορατό άνθρωπο όσο και για τον αόρατο. έπρεπε οι άνθρωποι να καταλάβουν ότι σωτηρία δεν είναι νομικής φύσεως δικαίωση αλλά οντολογική απολύτρωση από τη φθορά και τον θάνατο, διά της Αναστάσεως. Αυτή η Ανάσταση πόσο ακατανόητη είναι για την ελληνιστική νοοτροπία! Τι την χρειάζεται την ανάσταση η ψυχή αν, όπως λένε, είναι από τη φύση της αθάνατη και θεία; Για να ξαναμπεί πάλι στη φυλακή του σώματος, στα γρανάζια της ύλης και του κακού; Πόσο σκανδάλισε τους Αθηναίους το κήρυγμα της Αναστάσεως! «Ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου», είπαν ευγενικά στον Απόστολο. Οι ειδωλολάτρες πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής. Οι Χριστιανοί πιστεύουν στην Ανάσταση.

Μέχρι σήμερα ακόμη πολλοί «Χριστιανοί» δεν μπόρεσαν να θεραπευθούν απ’ αυτή την αρχαία αρρώστια, παρ’ όλη τη διδασκαλία των Πατέρων, γιατί διαβάζουν το κήρυγμά τους φορώντας ελληνιστικά γυαλιά. Ο Αυγουστίνος της Ιππώνος ομολόγησε στις «Εξομολογήσεις» ότι αν δίσταζε τόσα χρόνια να γίνει Χριστιανός ήταν γιατί η αποστροφή του προς το σώμα τον εμπόδιζε να ασπασθεί την πίστη στη Σάρκωση. Αλλά, δεν μας φταίει η σάρκα, το σώμα, η ύλη, διδάσκουν οι Πατέρες. «Μη κάκιζε την ύλην^ ου γαρ άτιμος. Ουδέν γαρ άτιμον ό παρά Θεού γεγένηται» (αγ. Ιω. Δαμ. PG94, 124 SC). Είναι η φθορά που μας φταίει. άλλο το σώμα και άλλο η φθορά. Το σώμα μπορεί να είναι τώρα φθαρτό δεν είναι όμως φθορά, μπορεί τώρα να πεθαίνει, δεν είναι όμως θάνατος. Το σώμα είναι έργο του Θεού. Την φθορά και τον θάνατο τον έφερε η κακή μας πρόθεση, η απομάκρυνσή μας από τον ζωοδότη Κύριο. Στη Βασιλεία του Θεού δεν καταστρέφεται το σώμα, αλλά η φθορά και ο θάνατος.

Το μυστήριο της ταφής

Ο άνθρωπος «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία (Κορ. Α’, 15:42). Το μυστήριο του θανάτου, της ταφής, της διατήρησης της προσωπικότητάς μας στον τάφο και της τελικής ανάστασης δεν το περιγράφουν οι Πατέρες με ελληνιστικές εικόνες, αλλά με την εικόνα της σποράς του Αποστόλου Παύλου. «όπως ο σπόρος που πετιέται στη γή, δεν χανόμαστε όταν πεθαίνουμε, αλλά έχοντας φυτευθεί ανασταινόμαστε» (αγ. Αθαν. Περί Αναστάσεως 21, PG 25, 123). Δεν χανόμαστε στον τάφο, όπως δεν χάνεται το σιτάρι όταν φυτεύεται στη γή. Η διάλυση του ανθρώπου μέσα στη γή είναι, με τη δύναμη του Θεού, κάτι σαν την διάλυση του φυτεμένου σπόρου: δεν εξαφανίζεται, μεταμορφώνεται. Φυτεύεται μέσα στο Σύμπαν η εικόνα του Θεού για να φέρει μαζί της και το Σύμπαν στην αφθαρσία. Κάθε μνήμα είναι κι ένα μόσχευμα αφθαρσίας. Μεγάλη η ιερότητα των κοιμητηρίων.

Οι Ορθόδοξοι δεν επιχειρούν να εξηγήσουν το μυστήριο του άδη. Λέγουν μόνο, «ψυχαί δικαίων εν χειρί Θεού». Αυτό το χέρι του Θεού το ξέρουν παντοδύναμο. Δεν χρειάζονται καμιά άλλη εξήγηση για την επιβίωση της προσωπικότητας μετά τον τάφο. όμως αυτή την επιβίωση την ξέρουν σαν κάτι το πρόσκαιρο και το ελλιπές. Την ονομάζουν «κοίμηση», παρομοιάζοντάς την με τον ύπνο^ μια κατάσταση αποκομμένη από τον κόσμο και τις αισθήσεις, όπου ο άνθρωπος στερημένος από όλα βρίσκεται με τον εαυτό του και με τον Θεό -αν τον Θεό τον είχε αφήσει να κατοικήσει μέσα του όσο ζούσε. Κι επειδή ο Θεός είναι παντού και ακούει όλες τις προσευχές των ανθρώπων, διά του Θεού ακούνε και οι άγιοι και ανταποκρίνονται στις προσευχές μας. Η «κοίμηση» δεν είναι η αιώνια ζωή που προσδοκούμε, αλλά μόνο κατάσταση αναμονής της ζωής αυτής, αναμονής της αναστάσεως. Ο θάνατος δεν είναι απελευθέρωση αλλά καταστροφή. Σωτηρία είναι η λύτρωση από την καταστροφή αυτή και η επιστροφή των ποθούντων στη «χώρα των ζώντων», η συμμετοχή τους στη θεία Ζωή. Σωτηρία είναι η πρώτη και η δεύτερη Ανάσταση. Η Ανάσταση της ελεύθερης βούλησης ανήκει σ’ εκείνους που ελεύθερα ποθούν τη Ζωή. Η Ανάσταση της φύσης όμως, η αφθαρτοποίηση της σάρκας, είναι για όλους, για όλη την κτίση. Είναι προϋπόθεση της αιώνιας Ζωής και Βασιλείας. «Καινήν γήν και καινούς ουρανούς προσδοκώμεν».

Η γενική Ανάσταση είναι καίριο άρθρο της πίστεώς μας. Και είναι τόσο σοβαρό το ζήτημα ώστε οι Πατέρες λέγουν ότι όσους δεν έχουν την ορθόδοξη περί ανθρώπου και θανάτου αντίληψη, αλλά την περί ψυχής ειδωλολατρική, να μη τους δεχόμαστε σαν Χριστιανούς^ «οι και λέγουσι μη είναι νεκρών Ανάστασιν, αλλ’ άμα τω αποθανείν τα ψυχάς αυτών αναλαμβάνεσθαι εις ουρανόν, μη υπολαμβάνετε αυτούς χριστιανούς» (αγ. Ιουστ. Φιλ. Διάλογος 80, PG 6, 665).

Το των όλων συνεκτικώτατον εργαστήριον

Τα κτίσματα μετέχουν σ’ ένα φάσμα ιδιοτήτων και λειτουργιών, σε μια διαβάθμιση χαρισμάτων, που άλλα είναι χαρακτηριστικά των ζων, των φυτών, των λίθων, και άλλα χαρακτηριστικά των αγγέλων. Και τα μεν ζώα δεν έχουν τις ιδιότητες των αγγέλων, ούτε οι άγγελοι τις λειτουργίες των ζων. Μόνον ο άνθρωπος έχει ιδιότητες, χαρίσματα και λειτουργίες που απλώνονται και αντιπροσωπεύουν όλη την κλίμακα της κτίσεως. Αυτή την αγγελική και ζωϊκή όψη του ανθρώπου αποδίδουν οι Πατέρες με τις καθιερωμένες αρχαίες λέξεις «ψυχή» και «σώμα». Δεν πρόκειται καθόλου για δυϊσμό φύσεων και ουσιών, για κάποια σύνθεση στον άνθρωπο της φυσικής θνητότητας (σώμα) και της φυσικής αθανασίας (ψυχή), όπως στην πλατωνική ανθρωπολογία. Η σωματική (φαινομένη) και η νοερά (μη φαινομένη) όψη του ανθρώπου αποτελούν δύο πλευρές του ιδίου πράγματος: μια επιφάνεια κι ένα βάθος. «Δύο γνωρίζω ανθρώπους, ένα τον φαινόμενον και ένα τον υποκεκρυμμένον τω φαινομένΩω, αόρατον, τον έσω άνθρωπον» (αγ. Γρηγ. Νύσ., PG 44, 264). Παρ’ όλη την ποικιλία λειτουργιών και ιδιοτήτων ο άνθρωπος και όλα τα κτιστά, σαν μια αδιάσπαστη αλυσίδα, χαρακτηρίζονται από ενότητα και συνοχή. Γι’ αυτό η πτώση των αγγέλων παρέσυρε στην πτώση τους ανθρώπους, και οι άνθρωποι με τη δική τους πτώση παρέσυραν την υπόλοιπη κτίση στη φθορά.

Ο άνθρωπος, έχοντας τις ιδιότητες όλων των κτιστών, είναι κεντρικό δημιούργημα, κτίσμα που ανακεφαλαιώνει ολόκληρη την κτίση, συνεκτικός δεσμός ολόκληρης της Δημιουργίας «ώσπερ τι των όλων συνεκτικώτατον εργαστήριον... οιονεί σύνδεσμός τις φυσικός (των πάντων)» (αγ. Μαξ. PG 91, 1305ΑΒ). Γι’ αυτό και ο Λόγος του Θεού, για να ενωθεί με την κτίση Του και να της μεταγγίσει την αιώνια ζωή της Θεότητος, δεν έγινε άγγελος αλλά άνθρωπος. έτσι αγκάλιασε την κτίση ολόκληρη. Από τον Θεό η ενέργεια της ζωής και της αθανασίας δόθηκε, εν Χριστώ αναστάντι, στον άνθρωπο και από τον άνθρωπο στους αγγέλους. «Χαίρεις (Παναγία) μετά Θεόν η θεός... αμέσως η δεχομένη των εκ Θεού δωρεών, το πλήρωμα όλον και εις άπαντας, αγγέλους ανθρώπους τε, τούτο διαπορθμεύουσα» (αγ. Ανδρ. Κρήτης).

Αν ο άνθρωπος δεν ήταν μία ενιαία φύση αλλά δύο, μια αθάνατη ψυχή και ένα θνητό σώμα, τότε, όντας σχισμένος στα δύο ο ίδιος, αντί να ενώνει θα χώριζε την κτίση φέρνοντας μέσα της το δικό του χάσμα, το χάσμα ανάμεσα στη θνητότητα και στην αθανασία. Αλλά ο άνθρωπος είναι μία ενιαία φύση, και αυτή η φύση είναι ολόκληρη καλεσμένη στην ανάσταση και την αθανασία. «Κέκληκε δε ο Θεός εις ζωήν και ανάστασιν τον άνθρωπον, ου το μέρος αλλά το όλον κέκληκεν, όπερ εστι την ψυχήν και το σώμα... Πώς ούν τους νεκρούς ανέστησε; Πότερον τας ψυχάς ή τα σώματα; Αλλά δήλον ότι αμφότερα» (αγ. Ιουστ. Φιλ. «Περί Αναστάσεως», 8-9). Δεν προσδοκούμε ανάστασιν σωμάτων, αλλά ανάστασιν νεκρών.

 

Μέρος ΙΙ

Η εικόνα του Θεού

Θεία σφραγίδα στη χωμάτινη φύση

Εικών

Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος «κατ’ εικόνα Θεού» (Γεν. 1:27). Αυτή είναι η αλήθεια για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, και όλον τον άνθρωπο, ψυχή και σώμα (αγ. Ειρηναίου, «έλεγχος» Ε΄, 6:1). «Μη αν ψυχήν μόνην μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον, όν δή και κατ’ εικόνα πεποιηκέναι ο Θεός λέγεται»[3] (αγ. Γρηγ. Παλαμά, PG 150, 1361C).

Εικών του Θεού είναι ο Χριστός (Κορ. Β’, 4:4 & Κολασ. 1:15). Αυτός είναι η φανερή εικόνα του αοράτου Θεού, γιατί είναι ο ίδιος και αόρατος Θεός και ορατός άθρωπος. Βλέποντας τον Χριστό είδαμε τον Θεό.

Εμείς οι άνθρωποι είμαστε εικόνες του Θεού γιατί έχουμε δημιουργηθεί κατ’ εικόνα Χριστού. «Σύμμορφοι της εικόνος του υιού αυτού, εις το είναι αυτόν πρωτότοκον εν πολλοίς αδελφοίς». (Ρωμ. 8:29)  Είμαστε εικόνες εικόνος, εικόνες του σαρκωθέντος Θεού, που είναι εικών του Θεού του αοράτου. Αυτό σημαίνει «δημιουργημένοι κατ’ εικόνα Θεού».

Ο άνθρωπος στην ολότητα της φύσης του, «ψυχή και σώμα», και στην πληρότητα της ανθρωπότητας, από την αρχή της ιστορίας της μέχρι το τέλος, είναι εικόνα Θεού, επειδή ο Θεός ενώθηκε με τη φύση μας στο πρόσωπο του Χριστού. «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον^ κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν. Η μεν ούν εικών του Θεού, η εν πάση τη ανθρωπίνη φύσει θεωρουμένη, το τέλος έσχεν. Ο δε Αδάμ ούπω εγένετο... γέγονεν ούν κατ’ εικόνα ο άνθρωπος, η καθόλου φύσις... όχι μέρος του όλου, αλλ’ άπαν αθρόως το της φύσεως πλήρωμα»[4] (αγ. Γρηγ. Νύσ. PG 44, 204D).

Αυτή η ένωση των φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού έδωσε στον άνθρωπο, κατά χάριν, εκείνα τα χαρακτηριστικά του Θεού που τον διακρίνουν: την ελευθερία, την δημιουργικότητα, την κυριαρχία, τον λόγο (όχι την ομιλία, ούτε την εξυπνάδα, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο). Μία από τις θείες αυτές ιδιότητες είναι και η αθανασία. «Ζωή γαρ ών κατά φύσιν ως Θεός, επειδή γέγονεν έν προς την εαυτού σάρκα, ζωοποιόν απέφηνεν αυτήν»[5] (αγ. Κυρίλ. Αλεξ., PG 77, 113). Η πηγή λοιπόν της αθανασίας στον άνθρωπο δεν είναι κάποια αθάνατη ψυχή αλλά η ζωοποιός σάρκα του Αναστάντος Κυρίου.

Αν και η σάρκωση του Θεού έγινε σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο του χρόνου και της ιστορίας, εν τούτοις είναι η απ’ αρχής οντολογική πραγματικότητα της κτίσεως. «Το μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων και από των γενεών» (Κολασ. 1:26). «Τούτό εστι το μακάριον, δι’ ό τα πάντα συνέστησαν τέλος. Τούτό εστιν ο της αρχής των όντων προεπινοούμενος θείος σκοπός, όν ορίζοντες είναι φαμεν προεπινοούμενον τέλος, ού ένεκα μεν πάντα, αυτό δε ουδενός ένεκα^ προς τούτο το τέλος αφορών (την υποστατική ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως, τον Χριστό), τας των όντων ο Θεός παρήγαγεν ουσίας». [6] (αγ. Μάξ. Ομολ., PG 90, 621Α)

Ο Χριστός είναι «πρωτότοκος πάσης κτίσεως, «ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα... τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται^ και αυτός εστι πρό πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε» (Κολασ. Α΄, 15:17). Ο Χριστός είναι «η προαιώνιος βουλή του Θεου», το πρωτότυπο της ανθρωπότητος, η οντολογική αρχή και το τέλος όλης της δημιουργίας. Ο Θεός δημιούργησε τα κτίσματα για να μετάσχουν, κατά χάριν και κατά υιοθεσίαν, στη θεία ζωή της Αγίας Τριάδος, και ο τέλειος τρόπος για να γίνει αυτό δεν ήταν άλλος από την υποστατική ένωση Θεού και κτίσεως στο πρόσωπο του Λόγου του Θεού. Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ο μακάριος σκοπός για τον οποίον τα πάντα δημιουργήθηκαν, γιατί αυτός είναι η πραγματοποίηση του σκοπού: η ασύγχυτη και αδιαίρετη ένωση του Δημιουργού με τη δημιουργία Του, η ολοκλήρωση της αγάπης του Θεού.

Ο άνθρωπος, ο αληθινός, ο αιώνιος άνθρωπος είναι αυτός που αναστήθηκε, αναλήφθηκε και κάθεται στα δεξιά του θρόνου του Θεού. «Τον αληθινόν άνθρωπον και τέλειον... πρώτος και μόνος έδειξεν ο Σωτήρ» (Νικολ. Καβάσιλα, PG 150, 680C). Εικόνες Αυτού είμαστε όλοι οι άνθρωποι από την κατασκευή μας, γιατί Αυτός είναι το οντολογικό μας πρωτότυπο. Φίλοι ή εχθροί του Θεού είμαστε όλοι πλασμένοι κατ’ εικόνα Χριστού. Αυτός είναι η πηγή  της αιωνιότητάς μας αλλά και της ελευθερίας μας. Η ένωση της θείας και ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού μας έκανε κι εμάς πρόσωπα, κατ’ εικόνα δική Του, πρόσωπα δεκτικά των ενεργειών του Θεού, δεκτικά της Χάριτος. Μας έκανε δοχεία κατάλληλα να δεχθούν την ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Είμαστε εικόνες Θεού επειδή είμαστε εικόνες Χριστού που είναι Θεός και άνθρωπος.

Ομοίωσις

Άλλο εικών και άλλο ομοίωσις. Ο Θεός μας θέλησε κατ’ εικόνα Του και καθ’ ομοίωσιν (Γεν. 1:26), μας εποίησε όμως μόνο κατ’ εικόνα Του (Γεν. 1:27). «Η βουλή δύο είχε, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Η δημιουργία έν έχει... παρέλκον εστι δίς τα αυτά λέγειν. Αργόν ρήμα εν τη Γραφή λέγειν, βλασφημία δεινή... Διατί ουκ είρηται, και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν... Το μεν, τη κτίσει έχομεν^ το δε εκ προαιρέσεως κατορθούμεν... Δυνάμει ημάς εποίησεν ομοιωτικούς Θεού. Δύναμιν δε δούς προς το ομοιούσθαι Θεώ, αφήκεν ημάς εργάτας είναι της προς Θεόν ομοιώσεως... έχω ούν τη κτίσει το κατ’ εικόνα^ γίνομαι δε τη προθέσει, και καθ’ ομοίωσιν»[7] (αγ. Γρηγ. Νύσ., PG 44, 272-273). Είμαστε δημιουργημένοι δοχεία της Χάριτος όλοι μας. Το αν θα γεμίσουμε όμως το δοχείο αυτό με το λαδάκι της Χάριτος του αγίου Πνεύματος εξαρτάται αποκλειστικά από την «προς Θεόν νεύσιν» μας. Προορισμός του ανθρώπου είναι η ομοίωσή του με τον Θεό, η θέωση, που την εργάζεται μυστικά στον άνθρωπο η ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Αυτή δίνεται στον άνθρωπο αν ενεργητικά την αποδέχεται και κρατήσει την επαφή του με το Σώμα και το Αίμα του αναστάντος Χριστού, την Εκκλησία Του.

Το εμφύσημα

Είναι πολύ διαδεδομένη η πλάνη ότι το εμφύσημα (Γεν. 2:7) ήταν δήθεν η ψυχή που δόθηκε σ’ ένα προκατασκευασμένο πήλινο, άψυχο άγαλμα. Η κακοδοξία αυτή έχει τις ρίζες της στην ελληνιστική δυϊστική ανθρωπολογία, όπου η ψυχή συνήθως θεωρείται ότι προϋπάρχει του σώματος, αφού νομίζεται από τη φύση της αΐδιος και αθάνατος. Αυτή η χρονική διάσταση σώματος και ψυχής, όπως γενικά κάθε διάσταση σώματος και ψυχής, είναι ειδωλολατρική και απόλυτα αντιχριστιανική. «Απόβλητος επίσης ο παρ’ αμφοτέρων λόγος... μήτε κατά την ελληνικήν απάτην... μηδ’ αυ πάλιν οιονεί πήλινον ανδριάντα προδιαπλασθέντα τω λόγω τον άνθρωπον, τούτου ένεκα την ψυχήν γίνεσθαι λέγειν... Ενός όντος του ανθρώπου... μίαν αυτού και κοινήν της συστάσεως την αρχήν υποτίθεσθαι, ως αν μη αυτός εαυτού προγενέστερός τε και νεώτερος γένοιτο»[8] (αγ. Γρηγ. Νύσ., PG 44, 229-237). Οι Πατέρες τονίζουν με επιμονή ότι ο άνθρωπος δημιουργείται ολόκληρος τη στιγμή της συλλήψεως, και ότι δεν προϋπάρχει η ψυχή του σώματος ή το σώμα της ψυχής. Τονίζουν εξ άλλου ότι η πλάση του Αδάμ επαναλαμβάνεται στον καθένα μας με τον ίδιο τρόπο από το ίδιο χέρι. «Η χείρ δε η πλάσασα τότε τον Αδάμ, και αύτη και νυν και αεί τους μετ’ εκείνον πάλιν πλάττει και διασυνίστησι» (αγ. Αθανασ., PG 25, 429). «Ημείς δε την μέσην οδόν ως βασιλικήν κατά τους Πατέρας ημών οδεύοντες ούτε προΰπαρξιν ούτε μεθύπαρξιν ψυχής ή σώματος, συνύπαρξιν δε μάλλον φαμεν» (αγ. Μαξ., PG 91, 1325D).

Τι ήταν το εμφύσημα στην πραγματικότητα, το βλέπουμε στην Καινή Διαθήκη (Ιω. 20:22). «Ο Ιησούς... ενεφύσησε και λέγει αυτοίς^ λάβετε Πνεύμα άγιον». «Ανακαινίζων τον άνθρωπον ο Κύριος, και ήν απώλεσε χάριν εκ του εμφυσήματος του Θεού, ταύτην πάλιν αποδιδούς, εμφυσήσας εις το πρόσωπον των μαθητών, τι φησί; Λάβετε Πνεύμα άγιον» (Μ. Βασ., PG 32, 140D).

Ό,τι ήταν το εμφύσημα στην Καινή Διαθήκη το ίδιο ήταν και στην Παλαιά: η Χάρις και η Ενέργεια του αγίου Πνεύματος. όπως οι Απόστολοι δεν ήταν πήλινα αγάλματα αλλά ζωντανοί και κινούμενοι άνθρωποι, το ίδιο και ο άνθρωπος που έλαβε το εμφύσημα στην Παλαιά. Αυτή η Χάρις του αγίου Πνεύματος ήταν κάτι που χάθηκε με την παρακοή και την ξαναδίνει ο Κύριος στους Αποστόλους. Δεν έδωσε ο Κύριος στους Αποστόλους ψυχή^ ψυχή είχαν, όπως είχε και ο Αδάμ. Κάτι άλλο τους έδωσε που έκανε την ψυχή τους «ψυχήν ζώσαν», όπως και του Αδάμ. «άφες τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς». Αυτοί οι νεκροί ήσαν έμψυχοι και κινούμενοι άνθρωποι αλλά δεν είχαν το Πνεύμα το άγιο που ζωοποιεί (Β΄Κορ. 3:6). «Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται». Αυτή η Χάρις του αγίου Πνεύματος δίδεται στον άνθρωπο ολόκληρο, ψυχή και σώμα και τον αγιάζει και τον ζωοποιεί. «Ενεφύσησε γαρ εις το πρόσωπον αυτού, τουτέστι μοίράν τινα της αυτού χάριτος εναπέθετο τω ανθρώπω, ίνα τω ομοίω επιγινώσκη το όμοιον». (Μ. Βασ., PG 29, 449B). Πνεύμα άγιο, βιαία πνοή της Πεντηκοστής, εμφύσημα. Το εμφύσημα στον Αδάμ και στους Αποστόλους προηγείται μεν χρονικά της Πεντηκοστής, όμως δυνάμει αυτής δίδεται.

«Ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής». ένα πρόσωπο δεν είναι ποτέ κάτι το άψυχο. ένα πτώμα ή ένα πήλινο άγαλμα δεν είναι πρόσωπα. Ο Αδάμ ήταν πρόσωπο επειδή ήταν εικόνα του σαρκωθέντος προσώπου του Λόγου του Θεού.

Οι πρωτόπλαστοι «τη άνωθεν ήσαν δόξη ημφιεσμένοι... η άνωθεν δόξα παντός ιματίου μάλλον αυτούς περιέσκεπε» (αγ. Ιω. Χρυσ., PG 53, 123 & 131). Η άνωθεν δόξα δεν είναι βέβαια κάτι το κτιστό, άρα δεν μπορεί να είναι ψυχή. Είναι η άκτιστη δόξα του αγίου Πνεύματος που ανυψώνει τον άνθρωπο στο «καθ’ ομοίωσιν». Αυτή την άκτιστη δόξα ο άνθρωπος μπορεί να την χάσει ή να μήν την αποκτήσει ποτέ. Την εικόνα όμως δεν την χάνουμε ποτέ για την έχουμε από τη γέννησή μας. «Το καθ’ ομοίωσιν είναι θείαν αποβαλόντες, το κατ’ εικόνα ουκ απωλέσαμεν» (αγ. Γρηγ. Παλ., PG 150, 1148). Είμαστε άνθρωποι επειδή είμαστε εικόνες Χριστού. Κι αυτό γιατί Εκείνος είναι Θεάνθρωπος και φέρει τη σάρκα μας. Αυτή η σάρκα που κάθεται στα δεξιά του Πατρός, στον θρόνο της Θεότητας, είναι η δόξα της ανθρωπότητας και η ταυτότητά της, η πηγή όλων των αγαθών, που μας δίδονται χωρίς διάκριση αλλά εναπόκειται στην ελεύθερη βούλησή μας αν θα τα δεχθούμε ή θα τα απορρίψουμε.

Δεν μεταβλήθηκε ο Αδάμ σε πήλινο άγαλμα ή σε πτώμα όταν, με την παρακοή, έχασε την Χάρη του εμφυσήματος. Αλλά, γνώρισε τη γύμνια του (Γεν. 3:7) και φρόντισε να τη σκεπάσει με γήϊνα υποκατάστατα εκείνης της Δόξας που τον σκέπαζε πρίν, όπως κάνει μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα. Χωρίς το Πνεύμα το άγιο οι άνθρωποι είναι «ψυχικοί, Πνεύμα μη έχοντες» (Ιουδ. 19). Πνευματικός άνθρωπος και τέλειος είναι αυτός που έχει μέσα του την Χάρη του αγίου Πνεύματος (αγ. Ειρην. «έλεγχος» 5, 6:1). Αυτή η θεία Ενέργεια διαποτίζει ολόκληρο τον άνθρωπο που τη δέχεται, μέχρι νεφρών και καρδίας και μυελού των οστών. Το Πνεύμα το άγιο, διά της Σαρκός του Θεανθρώπου, κατοικεί στη σάρκα μας. Ο Λόγος του Θεού έδωσε στη σάρκα που πήρε από μας την ενέργεια της θεότητός Του, και έκανε έτσι όλο το γένος των ανθρώπων  δεκτικό του θείου πυρός.

Δεν είμαστε εικόνες του Θεού επειδή δεχθήκαμε το εμφύσημα, αλλά δεχθήκαμε το εμφύσημα επειδή είμαστε εικόνες. Είμαστε από την κατασκευή μας λαμπάδες που θ’ ανάψουν οπωσδήποτε αν θελήσουμε να τις φέρουμε σ’ επαφή με το Ανέσπερο φως και, έτσι και ανάψουν, να μη σβύσουν ποτέ πια, αν τις φυλάξουμε από τις βίαιες πνοές του κόσμου. «Το Πνεύμα μη σβέννυτε».

 

Επίλογος

Το Πρόσωπο

Η βάση της Χριστιανικής οντολογίας

 

Μία από τις βασικότερες αιτίες της σύγχυσης που υπάρχει στη χριστιανική ανθρωπολογία προέρχεται από το γεγονός ότι ο ορθολογισμός πολλών χριστιανών έχει αμαυρώσει την οντολογική διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την υπόσταση, τη φύση και το πρόσωπο. Το πρόσωπο δεν είναι φύση. Ο Θεός είναι μία φύση σε τρία πρόσωπα. Η φύση του Θεού είναι κοινή στα τρία πρόσωπα. Το κάθε πρόσωπο, όμως, από τα τρία είναι μοναδικό.

Το γεγονός ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα Θεού», συνεπάγεται, εκτός των άλλων, ότι και στον άνθρωπο όπως και στον Θεό, υπάρχει η ίδια διάκριση φύσεως και προσώπων. Και ο άνθρωπος, όπως και ο Θεός, είναι ένας κατά την φύση, αλλά σε μύρια πρόσωπα.

Αυτό που μας κάνει ανθρώπους είναι η φύση μας, που είναι κοινή σε όλους μας. Αυτό που κάνει τον καθένα μας όν μοναδικό και ανεπανάληπτο είναι το πρόσωπό μας. Και τη μεν φύση μας είδαμε από που την έχουμε και πώς δημιουργήθηκε. Το πρόσωπό μας, όμως, είναι ένα μυστήριο. ένα μυστήριο, εντούτοις, πέρα για πέρα χειροπιαστό, αφού είναι κάτι που το ζούμε καθημερινά στον εαυτό μας και στους ανθρώπους που μας περιβάλλουν.

Αυτό που μας κάνει ανθρώπους, όντα διαφορετικά από τα ζώα, είναι το πρόσωπο. Τα ζώα δεν έχουν πρόσωπο, έχουν μόνο φύση. Πρόσωπο δεν υπάρχει παρά μόνο στα λογικά όντα. Ο Θεός είναι πρόσωπο και, κατ’ εικόνα Θεού, οι άνθρωποι και οι άγγελοι είναι κι αυτοί πρόσωπα.

Τι είναι το πρόσωπό μας και από που το έχουμε; Eίναι το αποτύπωμα της σφραγίδας επάνω στη χωμάτινη φύση μας. Η σφραγίδα είναι θεία και μοναδική. Είναι το πρόσωπο του Λόγου του Θεού. Τα αποτυπώματα της σφραγίδας είναι όσα και οι άνθρωποι. Λέγονται εικόνες του Θεού. Το πρωτότυπο μιας βασιλικής σφραγίδας, του βασιλικού δαχτυλιδιού, είναι χρυσό. Τα αποτυπώματα της σφραγίδας, όμως, είναι από την ύλη επάνω στην οποία ακούμπησε το χρυσό δαχτυλίδι, κερί ή πηλός. Το σχέδιο που αποτυπώνεται είναι αυτό που υπάρχει επάνω στο χρυσό βασιλικό δαχτυλίδι.

Στη δική μας περίπτωση, η θεία σφραγίδα είναι το πρόσωπο του Λόγου του Θεού. Ο πηλός που δέχεται τη σφραγίδα είναι η χωμάτινη φύση μας. Το σχέδιο που αποτυπώνεται επάνω στη χωμάτινη φύση είναι η εικόνα του Θεού. Το άγγιγμα της θείας σφραγίδας επάνω στη χωμάτινη φύση είναι η σάρκωση του Θεού Λόγου.

Το σφράγισμα αυτό της χωμάτινης φύσης μας με το πρόσωπο του Θεού Λόγου δεν είναι μόνο μια ιστορική πραγματικότητα. Είναι, κυρίως, μια οντολογική πραγματικότητα, πάνω και πέρα από τον χρόνο, με τα θεμέλιά της στηριγμένα πάνω στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό.

Τα θεία, λοιπόν, χαρακτηριστικά του είναι μας δεν προέρχονται από τη χωμάτινη φύση μας, αλλά από την εικόνα του Θεού που τυπώθηκε πάνω σ’ αυτή τη φύση. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι η ελευθερία, ο λόγος, η αθανασία, η δεκτικότης της Ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, η δυνατότητα της δημιουργίας και άλλα παρόμοια. Δεν είναι χαρακτηριστικά φύσεως, αλλά χαρακτηριστικά προσώπου.

Όπως όλα τα μυστήρια, το πρόσωπο δεν είναι κάτι που μπορεί να οριστεί. Είναι το άπιαστο «κάτι» που έδωσε στους ανθρώπους η ενανθρώπιση του Λόγου και τους έκανε δεκτικούς της Χάριτος και Ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι φύση, δεν είναι μια δεύτερη ουσία. Είναι μια ιδιότητα της χωμάτινης φύσης που όμως είναι δοσμένη απ’ έξω, το αποτύπωμα του Θείου Προσώπου του Υιού και Λόγου του στον καθένα από μας. Αυτό είναι που κάνει τον καθένα από μας όν μοναδικό, ανεπανάληπτο, ελεύθερο, γνωστό στον Θεό και επομένως, εσαεί υπαρκτό στη θεία μνήμη, έτσι ώστε και μετά το θάνατο και τη διάλυση της φύσεώς του, αυτό να μένει «εν χειρί Θεού». Η θεία μνήμη είναι ύπαρξη και ζωή αιώνιος εν Θεώ.

Το πρόσωπο είναι ό,τι μένει από τον άνθρωπο μετά θάνατον. ό,τι τον συνδέει με την καινούρια φύση που θα αποκτήσει με την Ανάσταση, αυτό που γεφυρώνει το παλιό σώμα της φθοράς με το καινούριο της αφθαρσίας και κάνει και το παλιό και το καινούριο σώμα, σώμα του ίδιου και ανεπανάληπτου ανθρώπου.

Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του χώμα της γης, έχει το πρόσωπο επειδή ο Θεός τον θέλησε κατ’ εικόνα Του και έγινε άνθρωπος γι’ αυτόν. Επάνω σ’ αυτό το πρόσωπο ενεφύσησε ο Θεός πνοή ζωής, την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και έγινε ο άνθρωπος ψυχή ζώσα. όπως γίνεται το σίδερο, που είναι δεκτικό της φωτιάς και όταν έρθει σε επαφή με τη φωτιά πυρακτώνεται κι αυτό από την ενέργεια της φωτιάς.

Το μυστήριο της διάκρισης ανάμεσα στη φύση και τα πρόσωπα είναι πολύ σημαντικό. Τα μυστήρια δεν τα καταλαβαίνουμε, αλλά τα ζούμε. όποιος ζεί την Ορθοδοξία κάτι καταλαβαίνει από τα παραπάνω. όλοι οι υπόλοιποι προσπαθούν να κατανοήσουν τα μυστήρια με τη δύναμη του μυαλού τους.

Ό,τι κι αν είναι αυτό που είμαστε, είναι εν Χριστώ. Μπορούμε να ξεφύγουμε από τη σύγχυση του τι είναι ο άνθρωπος, εάν καταλάβουμε ότι ο Χριστός είναι η ρίζα του είναι μας και το θεμέλιο της ύπαρξής μας.

 


[1] Γιατί το καθένα απ’ αυτά είναι σώμα σύμφωνα με την δική του φύση, είτε πρόκειται για άγγελο, είτε για ψυχή, είτε για δαίμονα. Γιατί, μπορεί να είναι λεπτά, όμως συμβαίνει να είναι λεπτά κατά την λεπτότητα της φύσεώς τους, κατά την υπόσταση και τον χαρακτήρα και την εικόνα του καθενός.

[2] Ο άγγελος λέγεται ασώματος και άυλος όταν συγκρίνεται με μας τους ανθρώπους. Συγκρινόμενος όμως με τον Θεό, που είναι πέρα από κάθε σύγκριση, αποκαλύπτεται παχύς και υλικός^ γιατί μόνο το θείο είναι πραγματικά άυλο και ασώματο.

[3] Δεν είναι σωστό να ονομάζουμε άνθρωπο μόνο την ψυχή ή μόνο το σώμα, αλλά ονομάζουμε άνθρωπο την ένωση αυτών, την οποία ο Θεός έπλασε κατ’ εικόνα Του

[4] Και δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο^ κατ’ εικόνα Θεού τον δημιούργησε. Και έτσι η εικόνα του Θεού όπως την βλέπουμε να εικονίζεται στην ολότητα της ανθρώπινης φύσης, έφθασε στην πληρότητά της. Ο δε Αδάμ δεν είχε πλασθεί ακόμα. Πλάσθηκε, λοιπόν, ο άνθρωπος, ολόκληρη η φύση του, κατά την εικόνα του Θεού... όχι μόνο ένα μέρος από το σύνολο, αλλά μέσα σε μία στιγμή δημιουργήθηκε η φύση στην πληρότητά της.

[5] Ο Θεός όντας ο ίδιος Ζωή από τη φύση Του, και έχοντας ενωθεί με την ίδια Του τη σάρκα, την έκανε κι αυτήν ζωοποιό.

[6] Αυτός είναι ο ευλογημένος σκοπός για τον οποίο έγιναν όλα. Αυτός είναι ο σκοπός της αρχής των υπαρκτών που ο Θεός προεπινόησε. Αυτό που εννοούμε ως προεπινοούμενο τέλος είναι αυτό εξ’ αιτίας του οποίου τα πάντα δημιουργήθηκαν, ενώ το ίδιο δεν έχει καμία αιτία. έχοντας αυτόν τον σκοπό ο Θεός (την υποστατική ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως, τον Χριστό), έφερε τα όντα στην ύπαρξη.

[7] Η βούληση του Θεού περιλαμβάνει τόσο το κατ’ εικόνα όσο και το καθ’ ομοίωσιν. Η δημιουργία περιλαμβάνει μόνο το ένα από τα δύο... Θα ήταν πλεονασμός (για την Γραφή) να επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα, γιατί είναι βλασφημία μεγάλη να λέμε ότι στην Γραφή υπάρχουν λόγια περιττά... Δεν ειπώθηκε λοιπόν ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν... γιατί το μεν πρώτο το έχουμε από την δημιουργία μας, το δε δεύτερο μέλλει να το κατορθώσουμε με την ελεύθερη θέλησή μας... γιατί μας έπλασε εν δυνάμει όμοιους με τον Θεό. Και αφού μας έδωσε τη δύναμη να ομοιάσουμε τον Θεό, μας άφησε να εργαστούμε προς αυτόν τον σκοπό...  ώστε έχοντας από τη δημιουργία μου το κατ’ εικόνα, να πετύχω με την θέλησή μου το καθ’ ομοίωσιν.

[8] Απαράδεκτες είναι και οι δύο απόψεις... δεν θα πρέπει να σκεφτόμαστε ούτε κατά την ελληνική πλάνη αλλά ούτε πάλι ότι ο Θεός έπλασε με τον λόγο τον άνθρωπο ως πήλινο άγαλμα, χάριν του οποίου έγινε μετά και η ψυχή. Γιατί ένας είναι ο άνθρωπος. Και μία και κοινή είναι η αρχή της ύπαρξής του, ώστε να μήν λέγεται ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε πρίν από τον ίδιο τον εαυτό του.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ