ΤΕΥΧΟΣ 65
Άνοιξη 1998
Αναδημοσιεύουμε μεταφρασμένη την παρακάτω αρχιερατική ποιμαντική επιστολή του αρχιεπισκόπου Λαζάρου και του επισκόπου Βαρλαάμ, της ορθοδόξου Μονής των αγίων Πάντων, Αρχιεπισκοπή του Νέου Οστρόγκ, στο Βανκούβερ του Καναδά. Πιστεύουμε ότι η επιστολή αποτελεί παράδειγμα ποιμαντικής μέριμνας και αρχιερατικής ομολογίας, αλλά και θεολογικό κείμενο άξιο να τύχει της προσοχής όλων των ορθοδόξων (Από το περιοδικό Τhe Canadian Orthodox Missionαιry, τεύχος Δεκεμβρίου 1997).
ΠΕΡΙ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΥΠΩΝ
Πλησιάζουμε προς το τέλος του εικοστού αιώνα της χάριτος και της οικονομίας του Κυρίου μας, Θεού και Σωτήρα Ιησού Χριστού. Στην εποχή αυτή, που μπορεί να θεωρηθεί πλέον μετα-χριστιανική, βλέπουμε την αγία Εκκλησία πολεμούμενη, δεχόμενη επιθέσεις εκ των έξω και προδιδόμενη εκ των έσω. Σε αυτήν την εποχή της πνευματικής δοκιμασίας, ακόμη και το Άγιον Όρος του Άθωνα φαίνεται να είναι έτοιμο να υποκύψει στο “πνεύμα του αιώνος τούτου”.
Ημείς, ως ιεράρχες της Εκκλησίας του Χριστού, στην Ιερά Αρχιεπισκοπή του Νέου Οστρόγκ, υποφέροντας μαζί με το ποίμνιό μας στους καιρούς αυτούς της σύγχυσης και της εδραιωμένης αποστασίας, παρακινούμαστε από ποιμαντική υποχρέωση να προσφέρουμε την ομολογία αυτή, ως τύπο και σημείο ενότητας με το ποίμνιό μας και με την καθολική Εκκλησία του Χριστού, και ως έκφραση της επιθυμίας μας να την υπηρετήσουμε.
Το κείμενο αυτό είναι σύντομο και ούτε περιέχει τα προβλήματα της πίστεως, ούτε αποπειράται να υπεισέλθει στο μυστήριο της θεολογίας, το οποίο είναι μυστήριο της καρδιάς και μπορούν να το γευτούν εκείνοι που έχουν καθαριστεί και φωτιστεί. Η εμπειρία αυτή δεν έρχεται απλώς με το λόγο, αλλά μόνον ακολουθώντας ένα δρόμο θεραπείας μέσα στην εκκλησία, βήμα-βήμα, και σύμφωνα με τη βούληση του Αγίου Πνεύματος.
Ο μοναδικός μας σκοπός είναι να εκφραστούμε εν αληθείΑ σχετικά με τις αποκλίσεις που εμφανίζονται στον ορθόδοξο κόσμο, οι οποίες οδηγούν κεφαλές της παγκόσμιας Ορθοδοξίας στην προδοσία της πίστεως και συσκοτίζουν το μονοπάτι της σωτηρίας για πολλούς από τους πιστούς της εποχής μας.
Στους καιρούς μας, έχουμε τη δυνατότητα να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε την ιστορία της Εκκλησίας και τη δογματική μας παράδοση, μέσα από τον ασύγκριτο θησαυρό που μας κληροδότησε μια χορεία αγίων πατέρων και φωτισμένων θεολόγων. Αυτοί, με ενότητα πνεύματος, στην καθολική τους συμφωνία, προσέφεραν με σοφία και θεία έμπνευση έγκυρους τύπους και εικόνες, ως σημάδια στο δρόμο που οδηγεί στη γνώση της αποκάλυψης του Θεού. Έτσι, έθεσαν όρια για να προστατέψουν τους πιστούς και να αποτρέψουν την απομάκρυνσή τους από την τοιαύτη σωτηρία.
Μέσω αυτής της κληρονομιάς, ειμαστε σήμερα σε θέση να δούμε πιο καθαρά από ποτέ, τον τρόπο με τον οποίο το μυστήριο της ανομίας λειτουργεί ανάμεσα στους ιδιους τους χριστιανούς, διά μέσου των αιώνων. Το μυστήριο της ανομίας εργάζεται συσκοτίζοντας το μονοπάτι των έγκυρων σημείων, υπονομεύοντας τους εικονικούς τύπους που παραλάβαμε. Έτσι, δημιουργήθηκε μια διεστραμμένη εικόνα για το Θεό, που οδηγεί τους ανθρώπους μακρυά από το Δημιουργό τους και καταστρέφει τη σχέση τους με τα έργα Του.
Μέρος αυτού του πλέγματος των κακών εικόνων και της λανθασμένης κατανόησης του αποκεκαλυμμένου μυστηρίου είναι η παράδοση που αναφέρεται από τους ιστορικούς και τους φιλοσόφους ως “Σχολαστικισμός”, και η οποία αρχικά διαμορφώθηκε στη Δύση. Ο σχολαστικισμός είναι ένας εικονοκλαστικός τρόπος κατανόησης του δόγματος και της εν Χριστώ σωτηρίας. Κατά τους σχολαστικούς, η αλήθεια σχηματοποιείται και συνοψίζεται σε μια συστηματική διατύπωση, και έτσι το χριστιανικό κήρυγμα της αποκεκαλυμμένης σωτηρίας παγιδεύεται σε ένα δικανικό και στατικό σύστημα, βασισμένο στην οιηση. Η εικονοκλαστική αυτή θεολογία δεν προσφέρει αναφορές στον αληθινό Θεό μας. δεν οδηγεί σε Αυτόν, παρά επιστρέφει στον εαυτό της, ανίκανη να στοχεύσει στην αιωνιότητα. Δημιουργεί μια διεστραμένη και κακιά εικόνα του Θεού, σύμφωνη με την υπερήφανη και ανεπαρκή κατανόηση της πεσμένης ανθρώπινης λογικής.
Ομολογούμε ότι ο Θεός και τα έργα Του δεν κατανοούνται με έναν τέτοιο πεπτωκότα τρόπο. Θυμίζουμε στους πιστούς ότι ο Κύριος μίλησε στο Ισραήλ μέσω εικονικών τύπων που οδήγησαν το άγιο έθνος σε μια πνευματική προσέγγιση των φοβερών μυστηρίων και δεν επέτρεψε να ταυτίσουν την προσδοκία τους με γήινες και πεπερασμένες εκφράσεις. Παρομοίως, οι Άγιοι Πατέρες προσέφεραν μια αποφατική θεολογία, θέτοντας σημεία και χαράσσοντας όρια ώστε να μας κρατήσουν στο αληθινό μονοπάτι, αλλά ουδέποτε περιορίζοντας το μυστήριο σε ένα σχηματικό πλαίσιο λέξεων που θα σμίκρυνε την αποκάλυψη του Θεού στο επίπεδο δικανικών κειμένων.
Ομολογούμε ότι καμμιά θεολογία δεν είναι σύμφωνη με την Ορθόδοξη πίστη, αν δεν βασίζεται στους έγκυρους τύπους που παραλάβαμε μέσω της Ιεράς Παραδόσεως. Στην Αγία Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο οι άγιοι Πατέρες ρητώς εδογμάτισαν ότι οι ορθές εικόνες συνιστούν το ισοδύναμο της αληθούς θεολογίας.
Η θεολογία δεν μπορεί να είναι βάσιμη αν δεν αναδεικνύει πρίν από όλα την αλήθεια που προσφέρεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου της Γενέσεως: Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατά την εικόνα Του, μία φύση σε πολλές υποστάσεις, κατά τον τύπο της Θεότητας, που υποστασιάζεται αδιαίρετα σε τρία διακριτά Πρόσωπα. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να ζήσει κατά την ομοίωση της Θείας ζωής.
Απορρίπτουμε τη σχολαστική μέθοδο του ορθολογισμού, όταν πρόκειται για την κατανόηση των θείων μυστηρίων, όποια κι αν είναι η μορφή με την οποία την υιοθετούν διάφοροι σχολαστικοί μέχρι και σήμερα. Αναγνωρίζουμε ότι αυτός ο λανθασμένος τρόπος θεολογίας έχει επηρεάσει βαθειά τον ορθόδοξο κόσμο και έχει εισάγει ορισμένες αλλαγές στην ορθόδοξη σκέψη και ζωή, κατά τους τελευταίους αιώνες, παραποιώντας τη Θεία αποκάλυψη. Έχουμε την υποχρέωση να προειδοποιήσουμε τους πιστούς ότι οφείλουν να είναι προσεχτικοί και να αντιστέκονται σε όσα τέτοια λάθη συναντούν στην καθημερινή τους ζωή στην Εκκλησία. Η συμβουλή μας είναι όλα τα σχετικά λάθη να διορθώνονται λίγο-λίγο, ενώ αντιτιθέμεθα έντονα σε κάθε πράξη που θεσμοποιεί τα σχολαστικά και δυτικά λάθη ως ορθόδοξη διδασκαλία.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν αρκετές τέτοιες παραδόσεις, που πολλές σχετίζονται με σφάλματα της Δύσεως, αλλά θα αρκεστούμε σε λίγες, ώστε να προσεχτούν ιδιαίτερα από τους πιστούς.
1. Αναγνωρίζουμε συχνά τις ρίζες της Γνωστικής φιλοσοφίας στο κήρυγμα ορισμένων διδασκάλων στον ορθόδοξο κόσμο. Ο δυϊσμός σώματος και ψυχής, ως διάκριτες φύσεις στον άνθρωπο, είναι μια θέση που απαντάται συχνά. Πρόκειται για ένα παράδειγμα της αρχαίας παγανιστικής σκέψης, που καλλιεργήθηκε και από τους σχολαστικούς. Ελαχιστοποιεί το μυστήριο του ανθρώπου σε μια απλοϊκή αντιχριστιανική περιγραφή, η οποία όμως, δεν βρίσκει στήριγμα στους αγίους Πατέρες. Η ενότητα της κοινής ανθρώπινης φύσης, η οποία φανερώνεται σε κάθε ξεχωριστή υπόσταση, είναι κεντρική σε μια έγκυρη προσέγγιση του μυστηρίου της σωτηρίας και του ρόλου που ο άνθρωπος παίζει σε αυτό.
2. Άλλο τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Γνωστικής προέλευσης καχυποψία, που εκφράζεται από ορισμένους διδασκάλους σχετικά με την αγιασμένη σαρκική ένωση ανάμεσα στους συζύγους, που επιτελείται με τη σεξουαλική σχέση. Η Εκκλησία ευλογεί αυτή την ένωση με το μυστήριο του γάμου, ενώ η παράδοση των Πατέρων μας θεωρεί τη σχέση αυτή αποκλειστική δικαιοδοσία των συζύγων που συμμετέχουν με αμοιβαία πίστη και αληθινή αγάπη. Η συμβουλή μας είναι εντόνως αντίθετη προς την αδιάκριτη μεσολάβηση πνευματικών, οι οποίοι ασκούν έλεγχο στη σεξουαλική ζωή παντρεμένων ζευγαριών, εισάγοντας μια νοσηρή ενοχή στη ζωή τους, που εμποδίζει την πνευματική τους πρόοδο. Κατανοούμε ότι μια τέτοια βαθειά ριζωμένη υποψία ενάντια στη σεξουαλική σχέση προέρχεται από μια λανθασμένη εικόνα του κόσμου, ως εάν ήταν διαιρεμένος σε καθαρή ύλη και καθαρό πνεύμα, κατά τη Γνωστική δυαλιστική αντίληψη, που αναφέραμε και παραπάνω. Οι ορθοί τύποι του γάμου στην Ιερή Παράδοση, ομιλούν για μια ολοκληρωτική ένωση, υλική και φυσική, όπου η σάρκα παίζει κεντρικό ρόλο. Άς μήν ξεχνάμε ότι ο Λόγος εγένετο σάρξ, ώστε να δείξει τον έρωτά του για την ανθρωπότητα, και εξαγίασε με την πρόσληψη τη σάρκα μας, όπως και ολόκληρη τη Κτίση.
3. Όπως έχουν υποδείξει συχνά πολλοί προσεχτικοί μελετητές και ορθόδοξοι θεολόγοι, η σχολαστική σκέψη έχει επιβάλει στη Δύση μια συγκεκριμένη κατανόηση του ρόλου της ιεραρχίας και του κλήρου μέσα στην εκκλησία, σύμφωνα με ένα εκφυλισμένο δικανικό σχήμα, χωρίς πνευματική βάση, που διεκδικεί μια αυτοκρατορική κυριαρχική εξουσία πάνω στο σώμα του Χριστού. Η κύρια έκφραση αυτής της λανθασμένης διδασκαλίας είναι η εκδοχή του κλήρου ως αντιπροσώπων του Θεού επί της γης, παρά ως αντιπροσώπων του σώματος των πιστών ενώπιον του θυσιαστηρίου. Δυστυχώς, αυτή η παρεφθαρμένη αντίληψη έχει επηρεάσει και πολλούς ορθοδόξους, που έφτασαν να βλέπουν στο ρόλο του ιερέως ή του επισκόπου μάλλον έναν διαχειριστή της θείας Χάριτος και κλειδοκράτορα του παραδείσου, παρά τον πρεσβύτερο και διδάσκαλο και πρόεδρο της συνάξεως, που δεν μπορεί να αντανακλά άλλο φως από αυτό που επιτρέπει η καθαρότητα και αγιότητα της δικής του καρδίας. Η κατανόηση της εκκλησίας, σύμφωνα με τους παραπάνω διεφθαρμένους τύπους, μπορεί να οδηγήσει σε μια λανθασμένη εφαρμογή της πνευματικής καθοδήγησης, που προσφέρεται από τους γέροντες και πνευματικούς προς αυτούς που αναζητούν το μονοπάτι της σωτηρίας. Συμβουλεύουμε τους ιερείς και πνευματικούς μας να οδηγούν τα τέκνα τους στην ένωση με το Θεό και σε αληθινή αφοσίωση σε Αυτόν, και όχι σε μια τυφλή υπακοή στους ιδιους. Συμβουλεύουμε τόσο τον κλήρο όσο και τον λαό να εφαρμόζουν την εξομολόγηση ως θεραπευτική οδό, αποκαθαίροντας το νού τους από την φθοροποιό ιδέα της δικανικής “αφέσεως”, ως αποτελέσματος της εξομολόγησης. Άς ενθυμούνται ότι η θεραπεία της ψυχής, που δεν είναι άλλο από την άφεση των αμαρτιών, χρήζει και της κοινής προσευχής και της βοηθείας της εκκλησιαστικής κοινότητας, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου “Εξομολογείσθε αλλήλοις τα παραπτώματα και εύχεσθε υπέρ αλλήλων, όπως ιαθείτε” (Ιακ. 5:16). Οι λαϊκοί δε, άς μήν λησμονούν το δικό τους χρέος να υπηρετούν τη σύναξη και να υπερασπίζονται την πίστη, ως μέλη του “Βασιλείου ιερατεύματος”.
4.Η άγνοια της Δύσεως σχετικά με τη σημασία των ορθών τύπων για την έκφραση του μυστηρίου της σωτηρίας, οδήγησε σε μια εικονογραφική παράδοση, που υποβιβάζει την απεικόνιση των ουρανίων τύπων σε απλή ζωγραφική. Η επιρροή της Δύσης πάνω στον ορθόδοξο κόσμο στους πρόσφατους αιώνες έχει επιβάλει πάνω σε πολλούς ορθοδόξους πιστούς και αρχιερείς τη χρήση τέτοιων κακών εικονισμών, που στην καλύτερη περίπτωση αποτελούν φτωχές εκφράσεις του μυστηρίου της Σαρκώσεως, και στη χειρότερη εκφράζουν αιρέσεις, ενάντια στα δόγματα των αγίων Πατέρων και σε αντίθεση με τις αποφάσεις Αγίων Συνόδων. Παράδειγμα αποτελεί η απεικόνιση του Ανάρχου Πατρός εν ειδη ανθρώπου, ως εάν εσαρκώθη, με σταυρικό φωτοστέφανο, ως εάν έπαθε. Τέτοιες απεικονίσεις καταδικάζονται ως ξένες προς την παράδοση της Εκκλησίας. Οι εικόνες οφείλουν να ευρίσκονται σε συμφωνία με το Ευαγγέλιο, και ουδέποτε να υπαινίσσονται ή να υποθάλπουν αιρετικές διδασκαλίες. Θυμίζουμε στους πιστούς μας ότι η Εκκλησία έχει αποφασίσει ξεκάθαρα περί της ορθής χρήσεως των εικόνων, πρώτα κατά την Αγία Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο, καθώς και σε άλλες Πανορθοδόξους και τοπικές Συνόδους, όπως στη σημαντικότατη Σύνοδο της Μόσχας του 1667.
Αναφερόμενοι στα περί εικόνων και τύπων, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι όλες οι οράσεις που εδόθησαν στον Ισραήλ και περιγράφονται στην Παλαιά Διαθήκη, προεικόνιζαν την Σάρκωση του Θεού Λόγου. Με έναν άρρητο τρόπο, το μυστήριο της σωτηρίας μας λειτουργούσε στις καρδιές των προπατόρων μας, που εθεωρούσαν με τα πνευματικά μάτια τους τον Ιησού Χριστό, ως υιό ανθρώπου. Περί Αυτού έγραψε ο Μωυσής, και Αυτόν έβλεπαν όλοι οι προφήτες στις οράσεις τους. Η παρουσία του Ιησού Χριστού διαπερνά την Ιστορία. Ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί οφείλουμε να ειμαστε πρόθυμοι να υπογραμίζουμε αυτή την αλήθεια και όχι να την αμαυρώνουμε με λάθη.
Με τον ιδιο τρόπο, οφείλουμε να Τμούμε όλους τους λειτουργικούς τύπους, όπως υπαγορεύει η γνήσια Παράδοση. Οφείλουμε να τηρούμε με προσοχή την δέουσα τάξη στις ιερές ακολουθίες. Δεν θα έπρεπε, για παράδειγμα, να αρνούμαστε τον εορταστικό χαρακτήρα της Κυριακής ημέρας, που αποτελεί τύπο της Αναστάσεως, τελώντας κατ αυτήν επιμνημόσυνες ακολουθίες, και παρομοίως θα πρέπει να τηρούμε την παράδοση ότι κατά την ημέρα αυτή αποφεύγουμε να γονατίζουμε κατά την προσευχή.
Αναλόγως, οφείλουμε να επιλαμβανόμαστε με κάθε προσοχή της ενότητας της λειτουργικής μας ζωής, ενθυμούμενοι ότι η λειτουργική ζωή της εκκλησίας δεν είναι απλώς μια μηχανική διαδικασία, αλλά έχει καθιερωθεί μέσω της θείας αποκάλυψης και της Ιερής Παραδόσεως, ώστε να συντονίζεται με τους ρυθμούς της Βασιλείας των Ουρανών. Κάθε τι που διαταράσσει την αρμονία και καταργεί την ενότητα της εκκλησιαστικής ζωής, επιφέρει μια δυσαρμονία στη συνήχηση με την Υπερουράνιο Βασιλεία.
5. Εσφαλμένοι θεολογικοί τύποι οδηγούν συχνά σε λανθασμένα πρότυπα ζωής, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την εισαγωγή επισφαλών παραδόσεων στις ευρύτερες κοινότητές μας. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια αντιχριστιανική εικόνα του νοήματος της ζωής μας και του κόσμου. Με τον τρόπο αυτό, οι προυποθέσεις για την ομοίωση της ζωής μας κατά την εικόνα της ζωής της Αγίας Τριάδος αμαυρώνονται, και πολλές φορές ακυρώνονται. Έτσι, λοιπόν, επικρατούν οι εγκόσμιες εικόνες ζωής, ενώ οι χριστιανοί λίγο-λίγο εξομοιώνονται με τον υπόλοιπο κόσμο. Η λυχνία σβύνει, η μαρτυρία της ελπίδας μας εξασθενεί, και η προσδοκία μας, η προσδοκία για την απολύτρωση ολόκληρης της κτίσης, κατά τον Απόστολο, παραμορφώνεται και παραμελείται. Τότε, οι άνθρωποι ονομάζουν εαυτούς Χριστιανούς, αλλά δεν είναι τέτοιοι κατ αλήθειαν. Όλος ο προσανατολισμός των κοινωνιών τους, ακόμη και η προσωπική τους ζωή διαμορφώνεται σύμφωνα με αντιχριστιανικά πρότυπα. Αυτό συνέβη στην ιστορική Δύση, όπου η εσφαλμένη θεολογία που υιοθετήθηκε τα χρόνια πρίν το σχίσμα εξελίχθηκε σε ένα καθαρά αντιχριστιανικό μόρφωμα κατά το Μεσαίωνα, και τέλος σε έναν παγανιστικών αρχών, ανθρωποκεντρικό και χρησιμοθηρικό πολιτισμό του Διαφωτισμού, που είναι παρών εν πολλοίς και σήμερα, και διαμορφώνει τους στόχους της νεωτερικής κοινωνίας μας.
Η δυναμική της εκκοσμίκευσης έχει επηρεάσει έντονα την ορθόδοξη παράδοση κατά τους τελευταίους αιώνες, και η ορθόδοξη θεολογία πέρασε υπό “Λατινική κατοχή”, όπου κατά μεγάλο μέρος βρίσκεται ακόμη και σήμερα. Αναγνωρίζουμε και εκτιμούμε τις προσπάθειες όσων λίγων θεολόγων αγωνίζονται να βάλουν το σπόρο της πατερικής παράδοσης στο νού και στην ψυχή των αδελφών τους. Από την άλλη μεριά, έχουμε χρέος να προειδοποιήσουμε το ποίμνιο ότι η παραπάνω διαδικασία εκκοσμίκευσης έχει ήδη αφήσει ένα πολύ ορατό αποτύπωμα σε πολλές πλευρές της εκκλησιαστικής ζωής, στο σημερινό κόσμο της Ορθοδοξίας. Κατά τον τελευταίο αιώνα έχουμε γίνει μάρτυρες ιδιαίτερα μεγάλων αλμάτων σ αυτές τις εξελίξεις, που οδηγούν σε μια ριζική αλλαγή στον τρόπο που οι ορθόδοξοι κατανοούν το μυστήριο της Εκκλησίας και το νόημα της χριστιανικής ζωής. Όμως, αυτή η νέα κατανόηση αποτελεί ξεκάθαρη άρνηση της Ιερής Αποστολικής Παραδόσεως και οδηγεί κατευθείαν στην αιρεση και στην άρνηση της πίστεως. Η κίνηση που προωθεί αυτή τη δυναμική διαδικασία αναφέρεται ως Οικουμενισμός.
Δεν έχουμε πρόθεση να περιγράψουμε την κίνηση αυτή εν εκτάσει, αφού είναι προφανώς ενεργή και έχει ήδη αποκτήσει ένα δημόσιο χαρακτήρα, ώστε μπορεί εύκολα να την παρακολουθήσει όποιος ενδιαφέρεται να το κάνει. Για τις ανάγκες της ποιμαντικής αυτής επιστολής, αναφέρουμε απλώς ότι με την κίνηση αυτή, εγκαθίστανται στην καρδιά της Εκκλησίας οι μηχανισμοί της κοσμικής, ανθρωπιστικής κοινωνίας, ενώ παράλληλα γίνεται φανερή η άρνηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως Θείου εγκαθιδρύματος οδηγούμενο εις πάσαν την αλήθειαν διά μέσου των αιώνων από το ιδιο το Πνεύμα το Άγιο. Ένας πρωταρχικός σκοπός της κίνησης αυτής είναι η ονομαζόμενη “πλήρης ένωση και κοινωνία” ανάμεσα στις χριστιανικές “εκκλησίες”, σε μια βάση ισότητας, σύμφωνα με την αιρετική “θεωρία των κλάδων”, η οποία περιγράφεται εύγλωττα και καταδικάζεται καθηκόντως από την απόφαση κατά του Οικουμενισμού και όσων εμπλέκονται σ΄ αυτόν, που εκδόθηκε το 1983 από τη Ρωσική Σύνοδο της Διασποράς.
Μεταξύ των μέσων για την υλοποίηση αυτής της ανίερης διαδικασίας είναι η πολιτική ηγετών της ανά τον κόσμο ορθοδοξίας, η οποία καθορίζεται επισήμως από έναν αριθμό “Πανορθοδόξων” συναντήσεων ή από δια-ομολογιακές συναντήσεις επισήμων αντιπροσώπων, όπως αυτή που εξέδωσε τη δυσώνυμη “Συμφωνία του Βalamond”. Άλλα μέσα είναι οι υψηλοτάτου επιπέδου, δημόσιες συλλειτουργίες ανάμεσα σε κληρικούς των ανώτατων βαθμίδων, όπως και η πολιτική του “Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών”, οι συνεδριάσεις του οποίου στην Καμπέρρα και στο Βανκούβερ έδειξαν ξεκάθαρα τους αληθινούς σκοπούς που κρύβονται πίσω από τον Οικουμενισμό. δηλαδή, την απώτερη δημιουργία ενός πανθεϊστικού συγκρητισμού που αποβλέπει μακρύτερα και από την ένωση ανάμεσα στις χριστιανικές δικαιοδοσίες και περιλαμβάνει ένα συνονθύλευμα πίστεων και θρησκειών, σε μια νέα μορφή παγανιστικού σχήματος.
Όλα αυτά έχουν προκαλέσει μεγάλο πόνο και λύπη σε μας, καθώς αγωνιζόμαστε να μείνουμε μαζί με το ποίμνιό μας στη βασιλική οδό της χριστιανικής διακρίσεως, σε καιρό συγχύσεως και αποστασίας. Ο τύπος του ασπίλου σώματος του Χριστού, που ενεργείται οντολογικά στη Μία, Αγία και Καθολική Εκκλησία, παραβιάζεται με τρόπο φανερό και θεσμικό. Μια νέα εκκλησιολογία έχει εισαχθεί επισήμως, η οποία καταργεί την πιστότητα στη μία Ιερή Παράδοση, ως το αυθεντικό μέτρο της αληθούς κανονικότητας και της συνέχειας της Εκκλησίας διά μέσου των αιώνων.
Δεν επιθυμούμε να αποτελούμε μέρος αυτής της βλάσφημης διαδικασίας και για το λόγο αυτό έχουμε μείνει μακρυά από την κοινωνία όσων έχουν αγκαλιάσει επίσημα τον Οικουμενισμό. Προσευχόμαστε να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στην Εκκλησία, από την οποία με τον Οικουμενισμό έχουν ασφαλώς χωριστεί. Θυμίζουμε στο ποίμνιό μας ότι το φως δεν μπορεί να κοινωνεί με το σκότος. Άς θυμούνται ότι η σωτηρία και ο φωτισμός δεν είναι ζητήματα ατομικής ηθικής, αλλά κοινωνία με το φως το Αληθινό.
***
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κόσμος μας εισέρχεται σε μια νέα ιστορική εποχή. Η επιστημονική γνώση έχει αυξηθεί πολύ και πολλά πράγματα έχουν πλέον αλλάξει. Οι κοινωνίες μας είναι ανοιχτές και χαρακτηρίζονται από μια εξαιρετική δυναμική ανταλλαγής ιδεών και επικοινωνίας. Είναι πλέον κοινή λογική ότι οι άνθρωποι οφείλουν να σέβονται τις διαφορές τους στο χρώμα, στη θρησκεία, στον πολιτισμό και ότι πρέπει να είναι ισοι ενώπιον του νόμου. Άρχισε, μάλιστα, να γίνεται φανερή μια ευαισθησία για περιβαλλοντικά θέματα, καθώς και ένα αιτημα για παγκόσμια ειρήνη. Ως χριστιανοί, δεν θα πρέπει να απορρίπτουμε αυτές τις εξελίξεις, αλλά μάλλον να τις αγκαλιάσουμε, προκειμένου να προσδώσουμε ένα νέο νόημα σ' αυτές, όπως πηγάζει από την πνευματική μας παράδοση. Υπάρχει, πράγματι, ένα τεράστιο δυναμικό αλλαγής στην κοινωνία και δεν μπορούμε παρά να ευχόμαστε ότι η μετα-νεωτερική εποχή θα επιφέρει καλύτερους και πιο ουσιαστικούς καρπούς από τη χρησιμοθηρική παιδεία που μέχρι τώρα διαμόρφωσε με κάθε τρόπο τη νεωτεριστική κοινωνία μας.
Όμως, δεν είναι δυνατό να διαφύγουν της προσοχής κάποιες τάσεις, που αποθαρρύνουν την αισιοδοξία. Οι καταλυτικές τάσεις προς την “παγκοσμιοποίηση” προσφέρουν ένα όραμα που βρίσκεται σε έντονη αντίθεση προς την Καθολικότητα της Εκκλησίας, που ως τύπος της ουράνιας Βασιλείας προσφέρει την αληθινή οικουμενικότητα, όπου διαφορετικά πρόσωπα και μικρά τοπικά σώματα ενώνονται ως μέλη ενός όλου, εν ελευθερία, και προκειμένου να κοινωνήσουν μεταξύ τους εν αληθείΑ. Αντιθέτως, παρατηρούμε μια παράχρηση θεσμικών οργάνων, ιδρυμένων από συμφέρον και απληστία και βασισμένων πάνω σε μια εξουσιαστική φιλοσοφία, να θέτουν αυταρχικούς κανόνες χωρίς ηθική βάση, ώστε οι άνθρωποι να μοιραστούν όλο και περισσότερη δύναμη και χρήματα σε παγκόσμια κλίμακα. Το ιδιο πνεύμα αντικατοπτρίζεται και στον τρόπο με τον οποίο διοικούνται αρχιεπισκοπές και ολόκληρες δικαιοδοσίες μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της εποχής μας. Τα φαινόμενα αυτά, μαζί με την τάση για μια παγκόσμια θρησκεία, που αναφέραμε παραπάνω, μας θυμίζουν έναν νέο Πύργο της Βαβέλ μάλλον, παρά μια προσπάθεια να πραγματοποιήσουμε την Οικουμένη σύμφωνα με την εικόνα της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Τέλος, ζητούμε αυτή η επιστολή μας να διαβαστεί με αναφορά σε προηγούμενες διακηρύξεις και επιστολές της ιεράς αρχιεπισκοπής μας.
Αδελφοί και αδελφές, κλείνουμε τις σκέψεις και τις συμβουλές μας με την έκκληση που ο Άγγελος της Αποκαλύψεως απηύθυνε στους πιστούς της Εκκλησίας: “ό έχετε κρατήσατε, άχρις ού αν ήξω” (Αποκ. 2:25).
Με ευλογίες και αγάπη εν Χριστώ,
Αρχιεπίσκοπος
Λάζαρος Πουχάλο
Επίσκοπος Βαρλαάμ Νοβακσόνωφ